Στον διάλογο που έκανε με τον Ντανιέλ Κον Μπεντίτ διά του «Νουβέλ Ομπσερβατέρ» (με αφορμή τα σαραντάχρονα της εξέγερσης) ο Λουκ Φερί εξηγούσε: «Η “νέα παιδαγωγική” του 1968 προκρίνει τις καινοτόμους μεθόδους, τις παιδαγωγικές ασκήσεις που καλλιεργούν την εφευρετικότητα, τον αυθορμητισμό, τη δημιουργικότητα του παιδιού. Φυσικά οι προθέσεις είναι αγαθότατες. Απλώς ξεχάσαμε πως ορισμένα πράγματα (όπως η γλώσσα, η πολιτικότητα) δεν είναι δυνατό παρά να παραδοθούν στο παιδί ως τμήμα μιας παράδοσης. (...) Πιστέψαμε ότι για να εργασθούν τα παιδιά, θα έπρεπε πρώτα να τους κινήσουμε το ενδιαφέρον. Προσπαθήσαμε να γοητέψουμε τα παιδιά, να τα “αγκιστρώσουμε” μέσω ενός είδους “παιδαγωγικής της σαγήνευσης”: επιχειρήσαμε να προσελκύουμε πρώτα τα παιδιά, και μετά να τα βάλουμε να δουλέψουν. Η θέση μου είναι πως τα πράγματα συμβαίνουν ανάποδα: Πρώτα δουλεύουμε, μετά ενδιαφερόμαστε για το αντικείμενο της εργασίας μας. Επιπλέον, δυστυχώς, δεν γίνεται να υπάρξει γνώση χωρίς κόπο».
Είναι λογικό το σκεπτικό του Λικ Φερί. Δεν μπορείς να κάνεις κάποιον να αγαπήσει το διάβασμα, αν δεν διαβάζει ήδη· δεν μπορείς να σαγηνεύσεις κάποιον στη γνώση, αν ήδη δεν γνωρίζει περί γνώσης· δεν μπορεί να πεισθεί για την αξία της εκπαίδευσης, αν δεν είναι ήδη στοιχειωδώς εκπαιδευμένος. Και αυτό επίσης είναι το ισχυρότερο επιχείρημα υπέρ της δημόσιας εκπαίδευσης.
Κάποιοι υπερφιλελεύθεροι ισχυρίζονται ότι η παιδεία είναι σαν όλα τα άλλα αγαθά τα οποία πρέπει να παράγει η αγορά χωρίς κρατική παρέμβαση, ούτε καν τη στρέβλωση που δημιουργούν οι δημόσιες δομές εκπαίδευσης. Γι’ αυτό τον λόγο πρέπει να αποσυρθεί το κράτος και να λειτουργήσει η αγορά των «σπουδαστικών δανείων». Η εκπαίδευση είναι σαν όλες τις άλλες επενδύσεις: Κάποιος δανείζεται, επενδύει το δάνειό του σε εκπαιδευτικές υπηρεσίες και από την απόδοση αποπληρώνει το αρχικό κεφάλαιο.
Αυτή η «τέλεια αγορά» θα ήταν ιδανική εάν δεν προϋπέθετε τέλεια πληροφορημένους πολίτες, ήτοι εκπαιδευμένους πολίτες. Συνεπώς δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος και κάτι περισσότερο. Οπως σημειώνει ο Γάλλος οικονομολόγος Philippe Aghion, κάποιος «θα χρειαστεί να δανειστεί από την πιστωτική αγορά. Η τελευταία όμως είναι γνωστό ότι έχει ατέλειες και οι τράπεζες πάντα θα διστάζουν να χορηγήσουν δάνεια στους νεοεισερχόμενους και επειδή δεν τους γνωρίζουν και επειδή εκείνοι δεν έχουν σπουδαία πράγματα να βάλουν ως εγγύηση». Σ’ αυτό υπάρχει κι ένα κλασικό παράδειγμα. Με διαγνωσμένη την ασθένεια του Στίβεν Χόκινγκ, ποιος νουνεχής τραπεζίτης θα έπαιρνε το ρίσκο να τον δανείσει ώστε να ολοκληρώσει τις σπουδές του και να κάνει τα μεταπτυχιακά, όταν δεν ήταν σίγουρος ότι θα ζήσει; Από την πλευρά της ιδιωτικής οικονομίας το ρίσκο της επένδυσης ήταν τεράστιο και οι πιθανότητες απόδοσης του κεφαλαίου μηδαμινές. Η «δημόσια σπατάλη», όμως, σ’ αυτή την περίπτωση αποδείχθηκε ευεργετική για τη Βρετανία και την ανθρωπότητα.
Από την άλλη, η παιδεία έχει ευρύτερα πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα. Δεν είναι μόνο ότι διά αυτής μεταλαμπαδεύονται οι αξίες μιας κοινωνίας και οι βασικές δεξιότητες του πολίτη. Και από καθαρά οικονομική σκοπιά αν το δούμε, η δημόσια επένδυση στην παιδεία βοηθά στην αναζωογόνηση της οικονομίας και στην αύξηση της παραγωγικότητας. Ειδικά τώρα που το βασικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των ώριμων οικονομιών της Δύσης είναι η παραγωγή νέας γνώσης.
Μιλώντας τον περασμένο Ιούνιο στο Μέγαρο Μουσικής (στο πλαίσιο των διαλέξεων που κάνει το ΙΟΒΕ με τίτλο «Ευρώπη, οικονομία και ανάπτυξη»), ο Philippe Aghion υποστήριξε ότι στη μεταπολεμική περίοδο η Ευρώπη αναπτύχθηκε διά της μίμησης. Οι οικονομίες μεγεθύνθηκαν με βάση τεχνολογίες άλλων, όπως γίνεται τώρα στις αναπτυσσόμενες χώρες. «Από το 1945 μέχρι το πρώτο πετρελαϊκό σοκ είχαμε μεγαλύτερη ανάπτυξη από τις ΗΠΑ και μικρότερη ανεργία, αλλά στο πλαίσιο της οικονομίας που προσπαθούσε να φτάσει στα επίπεδα των ΗΠΑ... Οταν έχεις μια οικονομία που βρίσκεται πολύ μακριά από τα τεχνολογικά σύνορα της ανθρωπότητας, το λογικό είναι να αναπτύσσεσαι διά της μίμησης. Αυτό κάνει σήμερα η Κίνα, αλλά ήδη σκέφτονται το επόμενο στάδιο».
Για τον Aghion, οι οικονομίες της Δύσης δεν μπορούν παρά να γίνουν οικονομίες βασισμένες στην καινοτομία. Γι’ αυτό λοιπόν χρειάζεται ένα διαφορετικό και «έξυπνο κράτος» που θα προωθεί την καινοτομία, αντί να πνίγει τις πρωτοβουλίες των ατόμων. Χρειαζόμαστε ένα διαφορετικό κράτος πρόνοιας. Η βιομηχανική πολιτική δεν μπορεί να γίνεται όπως παλιά· σε μια οικονομία όπου οι νέες επιχειρήσεις πρέπει να αντικαθιστούν διαρκώς τις παλιές, η πολιτική των «εθνικών πρωταθλητών» είναι καταστροφική. Από την άλλη, οι αντικυκλικές πολιτικές του κράτους δεν μπορούν να έχουν ως βάση τα οικονομικά της ζήτησης (όπως είναι και το πάνδημο ελληνικό αιτούμενο) αλλά τα οικονομικά της προσφοράς. Σε περιόδους ύφεσης αντί να ενισχύονται τα εισοδήματα, πρέπει να ενισχύεται διαρκώς η καινοτομία των επιχειρήσεων. Αν η έρευνα ακολουθήσει τον οικονομικό κύκλο και σε περίοδο ύφεσης σταματήσει, τότε καταστρέφεται ολοσχερώς. «Στη Γαλλία έχουμε δομικό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Το πρόβλημα της Γαλλίας δεν αφορά τη ζήτηση. Είναι ότι η οικονομία της δεν είναι αρκετά παραγωγική έτσι ώστε οι Γάλλοι να προτιμούν τα εισαγόμενα προϊόντα έναντι των γαλλικών. Φυσικά θα κρατήσεις τους αυτόματους σταθεροποιητές της οικονομίας... αλλά είναι επίσης σημαντικό να εξασφαλίσεις ότι οι επιχειρήσεις θα διατηρήσουν την επένδυση στην έρευνα και την τεχνολογία ακόμη και σε περιόδους ύφεσης».
Το ίδιο όμως ισχύει και για τους ανθρώπους. Ενώ το παλιό κράτος πρόνοιας χρειαζόταν για να συμπληρώνει τα εισοδήματα των ανθρώπων που είχαν δουλειά, το νέο κράτος πρόνοιας πρέπει να λάβει υπόψη του τη «δημιουργική καταστροφή» που απορρέει από την οικονομία της καινοτομίας. «Χρειάζεται ένα σύστημα διαρκούς επανεκπαίδευσης των ατόμων που οι εξελίξεις της οικονομίας αφήνουν απ’ έξω, έτσι ώστε να ενταχθούν πάλι στην αγορά εργασίας».
Σύμφωνα με τον Philippe Aghion, υπάρχουν τέσσερις άξονες για να προχωρήσει μια οικονομία βασισμένη στην καινοτομία: 1) Μεγαλύτερες επενδύσεις στην ανώτατη παιδεία, αλλά με ένα σύστημα ανεξάρτητων από το κεντρικό κράτος πανεπιστημίων. 2) Πλήρης απελευθέρωση της αγοράς αγαθών. 3) Πλήρης απελευθέρωση της αγοράς εργασίας, αλλά με συστήματα ευασφάλειας (flexicurity) σαν αυτό της Δανίας. «Οσο πιο κοντά είναι μια οικονομία στα τεχνολογικά σύνορα της ανθρωπότητας, τόσο πιο ευέλικτη αγορά εργασίας πρέπει να έχει. Είναι σημαντικό να μπορούν οι επιχειρήσεις να προσλαμβάνουν και απολύουν εύκολα. Και γι’ αυτό χρειάζεται ένα καλό κρατικό σύστημα εκπαίδευσης και επανεκπαίδευσης. Αυτή είναι η σημαντική μεταρρύθμιση που δεν κάνει η Γαλλία. Αυτό έκαναν επιτυχώς η Δανία, η Γερμανία, η Σουηδία. 4) Η χρηματοδότηση των καινοτόμων επιχειρήσεων απαιτεί μεγάλο ιδιωτικό χρηματοπιστωτικό τομέα, επειδή η καινοτομία έχει ρίσκο, το οποίο το κράτος δεν μπορεί να πάρει.
Αν κοιτάξουμε την ιστορία της τελευταίας τεχνολογικής επανάστασης, που είναι η πληροφορική, θα δούμε ότι γεννήθηκε σε μια χώρα που έχει τα χαρακτηριστικά που περιγράφει ο Philippe Aghion. Εχει απελευθερωμένη αγορά, στην οποία μπόρεσαν να ανοιχτούν άνθρωποι σαν τον Μπιλ Γκέιτς, τον Στιβ Τζομπς, μαζί με χιλιάδες άλλους που δοκίμασαν και πέτυχαν ή απέτυχαν. Ολοι αυτοί όμως ήταν παιδιά της μεσαίας τάξης, στα οποία το δημόσιο σύστημα παιδείας έδωσε τα πρώτα εφόδια έτσι ώστε να ξεδιπλώσουν τα φτερά τους και να εμπλουτίσουν την κοινωνία με τα προϊόντα τους.
Ιnfo
• Philippe Aghion, Alexandra Roulet, «Ο νέος ρόλος του κράτους. Για μια ανανεωτική σοσιαλδημοκρατία», εκδ. Πόλις.
• Philippe Aghion, «Ανάπτυξη, Καινοτομία και το “Ευφυές κράτος”», μαγνητοσκοπημένη διάλεξη http://www.blod.gr/lectures/Pages/viewlecture.aspx? LectureID=1490
Αναδημοσίευση από το medium.gr