Η Γαλλία δεν αρέσκεται καθόλου να στρέφεται στις σκοτεινές σελίδες ίου παρελθόντος της, όταν αυτές, αποκαλύπτοντας απαίσιες συμπεριφορές, ρίχνουν σκιά στο «εθνικό μεγαλείο». Έτσι χρειάστηκε να περιμένουμε ως τις 2 Απριλίου 1998 ώστε ο Μορίς Παπόν, πρώην γενικός γραμματέας της νομαρχίας της Ζιρόντ, που κατηγορήθηκε για την οργάνωση των αποστολών με τους Εβραίους που εκτοπίζονταν, να καταδικαστεί σε κάθειρξη δέκα χρόνων για συμμετοχή σε εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας -μια καταδίκη για την οποία προσέφυγε στο εφετείο, παραμένοντας έτσι ελεύθερος.
Ενώ ο πρόεδρος της δημοκρατίας αναγνώρισε την ευθύνη του κράτους στις διώξεις των Εβραίων κάτω από το καθεστώς του Βισί, ενώ οι «τουφεκισμένοι για παραδειγματισμό» του 1917 επανεντάσσονται επιτέλους στη συλλογική μνήμη, ολόκληρα τμήματα της σύγχρονης ιστορίας της Γαλλίας παραμένουν ακόμη στη λήθη. Όπως η επίσημη σιωπή που αφορά τον πόλεμο της Αλγερίας, η οποία απαγορεύει, ανάμεσα σε άλλα, να μάθουμε την αλήθεια για τη σφαγή που πραγματοποιήθηκε στις 17 Οκτωβρίου 1961 στο Παρίσι. Εκείνη την ημέρα, μια διαδήλωση Αλγερινών της Γαλλίας, που αποτελούσαν την κυρτότερη οικονομική στήριξη στο Μέτωπο Εθνικής Απελευθέρωσης (FLN) κατεστάλη με την ωμή βία και η αστυνομία έφτασε στο σημείο να πετάξει διαδηλωτές στο Σηκουάνα. Ο αριθμός των θυμάτων παραμένει θέμα για συζήτηση -από πολλές δεκάδες έως δύο εκατοντάδες ή περισσότεροι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις- γιατί ο νόμος του 1979 για την προσφυγή στα αρχεία αποτελεί, μέχρι σήμερα, ένα σχεδόν αδιαπέραστο εμπόδιο στη δουλειά των ιστορικών.
Αυτή η ίδια οργανωμένη αμνησία είναι που επιτρέπει στον ίδιο τον Μορίς Παπόν, αστυνομικό διευθυντή του Παρισιού εκείνη την εποχή και συνεπώς υπεύθυνο των δυνάμεων της τάξης, να κινεί τη δικαστική διαδικασία -η οποία διεξήχθη το Φεβρουάριο- εναντίον του ιστορικού Ζαν-Αικ Εϊνοντί, ο οποίος τον κατηγόρησε για την ευθύνη του σε εκείνα τα τραγικά γεγονότα.
Η Γαλλία δεν αρέσκεται καθόλου να στρέφεται στις σκοτεινές σελίδες του παρελθόντος της, όταν αυτές, αποκαλύπτοντας απαίσιες συμπεριφορές, ρίχνουν σκιά στο «εθνικό μεγαλείο». Έτσι χρειάστηκε να περιμένουμε ως τις 2 Απριλίου 1998 ώστε ο Μορίς Παπόν, πρώην γενικός γραμματέας της νομαρχίας της Ζιρόντ, που κατηγορήθηκε για την οργάνωση των αποστολών με τους Εβραίους που εκτοπίζονταν, να καταδικαστεί σε κάθειρξη δέκα χρόνων για συμμετοχή σε εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, μια καταδίκη για την οποία προσέφυγε στο εφετείο, παραμένοντας έτσι ελεύθερος.
Ενώ ο πρόεδρος της δημοκρατίας αναγνώρισε την ευθύνη του κράτους στις διώξεις των Εβραίων κάτω από το καθεστώς του Βισί, ενώ οι «τουφεκισμένοι για παραδειγματισμό» του 1917 επανεντάσσονται επιτέλους στη συλλογική μνήμη, ολόκληρα τμήματα της σύγχρονης ιστορίας της Γαλλίας παραμένουν ακόμη στη λήθη. Όπως η επίσημη σιωπή που αφορά τον πόλεμο της Αλγερίας, η οποία απαγορεύει, ανάμεσα σε άλλα, να μάθουμε την αλήθεια για τη σφαγή που πραγματοποιήθηκε στις 17 Οκτωβρίου 1961 στο Παρίσι. Εκείνη την ημέρα, μια διαδήλωση Αλγερινών της Γαλλίας, που αποτελούσαν την κυριότερη οικονομική στήριξη στο Μέτωπο Εθνικής Απελευθέρωσης (FLN) κατεστάλη με την ωμή βία και η αστυνομία έφτασε στο σημείο να πετάξει διαδηλωτές στο Σηκουάνα. Ο αριθμός των θυμάτων παραμένει θέμα για συζήτηση -από πολλές δεκάδες έως δύο εκατοντάδες ή περισσότεροι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις- γιατί ο νόμος του 1979 για την προσφυγή στα αρχεία αποτελεί, μέχρι σήμερα, ένα σχεδόν αδιαπέραστο εμπόδιο στη δουλειά των ιστορικών.
Αυτή η ίδια οργανωμένη αμνησία είναι που επιτρέπει στον ίδιο τον Μορίς Παπόν, αστυνομικό διευθυντή του Παρισιού εκείνη την εποχή και συνεπώς υπεύθυνο των δυνάμεων της τάξης, να κινεί τη δικαστική διαδικασία -η οποία διεξήχθη το Φεβρουάριο- εναντίον του ιστορικού Ζαν-Λικ Εϊνοντί, ο οποίος τον κατηγόρησε για την ευθύνη του σε εκείνα τα τραγικά γεγονότα.
Κατά τη διάρκεια της δίκης στην οποία καταδικάσθηκε ο Μορίς Παπόν, το 1998, για συνενοχή σε εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, η κατάθεση του ιστορικού Ζαν-Λικ Εϊνοντί υπενθύμισε ότι ο κατηγορούμενος ήταν επίσης διευθυντής της αστυνομίας του Παρισιού την εποχή του πολέμου της Αλγερίας.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, στις 17 Οκτωβρίου 1961, αλγερινοί μετανάστες έκαναν διαδήλωση διαμαρτυρίας εναντίον της απαγόρευσης κυκλοφορίας που τους είχε επιβληθεί, με αποτέλεσμα, στην πρωτεύουσα, περισσότερες από δεκαπέντε χιλιάδες συλλήψεις και ένα δολοφονικό ξέσπασμα αστυνομικής βίας, πράγμα που απέκρυψε ο τύπος της εποχής. Τέσσερις μήνες αργότερα, στις 8 Φεβρουάριου 1962, εννέα από τους διαδηλωτές, «εξ ολοκλήρου» Γάλλοι, οι οποίοι κατήγγειλαν την οργάνωση του μυστικού στρατού (OAS), βρήκαν το θάνατο στο σταθμό Σαρόν του παρισινού μετρό.
Βέβαια, η Γαλλία του 1961-1962, δεν είναι η Γαλλία του Βισί και της συνεργασίας με τον κατακτητή, και αυτά τα δύο γεγονότα δεν είναι τα μόνα εγκλήματα που έγιναν σε ένα βρόμικο πόλεμο στον οποίο κανένα από τα μέρη δεν είναι αθώο: μάχη του Αλγεριού, πυροβολισμοί στην οδό Ισλί, το καλοκαίρι του 1962 στο Οράν, σφαγή στη Μελούζα, μαζική εκκαθάριση των αντιφρονούντων από το Μέτωπο Εθνικής Απελευθέρωσης (FLN) κ.λπ.
Αλλά η σφαγή της 17ης Οκτωβρίου 1961, που έγινε στην καρδιά του Παρισιού και συνεχίζει να καλύπτεται από την κρατική αμνησία, βαραίνει πολύ. Μπορεί κανείς να εκτιμήσει τα αρνητικά αποτελέσματά της, εάν λάβει υπόψη του ότι ο Μορίς Παπόν, ο οποίος θεώρησε ότι συκοφαντήθηκε, έκανε μήνυση στον Ζαν-Λικ Εϊνοντί για τη φράση που είχε γράψει στο άρθρο του στη Λε Μοντ της 20ης Μαΐου 1998: «Τον Οκτώβριο του 1961, έγινε σφαγή από τις αστυνομικές δυνάμεις, που δρούσαν υπό τις διαταγές του Μορίς Παπόν».
Οι παράνομες πράξεις και τα εγκλήματα που σχετίζονται με τον πόλεμο της Αλγερίας αμνηστεύτηκαν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους με την υπογραφή των συμφωνιών του Εβιάν. Κανένα άλλο γεγονός στην ιστορία της Γαλλίας δεν αντιμετωπίστηκε με τόσο ταχύ και συστηματικό τρόπο.
Η ανάγκη να τερματιστεί ένας πόλεμος, που ήταν ταυτόχρονα και ένας εμφύλιος πόλεμος στο εσωτερικό της Γαλλίας, μπορεί να εξηγήσει αυτό το γεγονός, αλλά δεν θα πρέπει να υποτιμηθούν οι πολιτικές πλευρές του, ια εκλογικά συμφέροντα αυτής της απόφασης. Επίσης, δεν θα πρέπει να αγνοήσει κανείς τις ανησυχητικές συνέπειές του: ένας βασανιστής έχει τη δυνατότητα να κάνει να καταδικαστεί το θύμα του για συκοφαντική δυσφήμιση εάν το καταγγείλει! Γιατί η αμνηστία συνοδεύεται από την υποχρέωση της αμνησίας.
Χάθηκαν 8 χρόνια
Μια τέτοια κατάσταση εμποδίζει κάθε μελέτη της περιόδου 1954-1962 σε φυσιολογικές συνθήκες. Αυτό το πρόβλημα δεν αφορά μόνο τους ιστορικούς.
Η αποκατάσταση της αλήθειας είναι αναγκαία για την πίστη στις δημοκρατικές αξίες, που αποτελούν το καταφύγιο μπροστά στο ρατσισμό που κληροδότησαν οι αποαποικιοποιήσεις, καθώς και ως μέσο πάλης εναντίον ενός από τα εμπόδια στην κοινωνικοποίηση των νέων που προέρχονται από οικογένειες μεταναστών, δηλαδή τον αποκλεισμό τους από την εθνική ιστορία.
Η πρόσβαση στα αποκαλούμενα εθνικά αρχεία, δηλ. που ανήκουν κατ’ αρχήν στους πολίτες, είναι συνήθως απαγορευμένη. Σύμφωνα με τις ερμηνείες, λίγο-πολύ περιοριστικές του νόμου της 3ης Ιανουαρίου 1979 ο οποίος διέπει τα αρχεία, όσα αφορούν τον πόλεμο της Αλγερίας κινδυνεύουν να μείνουν απρόσιτα τουλάχιστον μέχρι το 2020 ή και περισσότερο. Και, επίσης, θα πρέπει να συνεχίσουν να υπάρχουν! Μια έρευνα που έγινε και υπό την αιγίδα του υπουργείου Εσωτερικών, και ανατέθηκε στον Ντιεντονέ Μαντελκέρν, σύμβουλο Επικρατείας, αποκάλυψε ότι βασικά στοιχεία για τη γνώση των γεγονότων της 17ης Οκτωβρίου, ολόκληροι φάκελοι, έχουν εξαφανιστεί από την αστυνομική διεύθυνση του Παρισιού. Να παραθέσουμε έναν κατάλογο: οι φάκελοι του κέντρου έκδοσης ταυτοτήτων για τους Αλγερινούς, που βρισκόταν στη Βενσέν, οι αποφάσεις για κατ’ οίκον περιορισμό ή εκτόπιση, τα έγγραφα των υπηρεσιών πληροφοριών και καταπολέμησης του FLN, που συλλέγονταν επί τέσσερα χρόνια. Δεν βρέθηκε ούτε καν η αναφορά που έκανε ο διευθυντής της αστυνομίας του Παρισιού στην κυβέρνηση και στην προεδρία της δημοκρατίας για τα γεγονότα της 17ης Οκτωβρίου!
Στο σημείο αυτό επιβάλλεται η διαπίστωση ότι χάθηκαν τα έγγραφα που είναι απαραίτητα για την απόδοση ευθυνών, καθώς και για την εξακρίβωση του ακριβούς αριθμού των θυμάτων. Προκύπτουν, κατά συνέπεια, δύο συμπεράσματα: η ανάγκη μιας έρευνας σχετικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εξαφανίστηκαν τόσο πολλά έγγραφα, ώστε να μοιάζει ότι οι συνθήκες αυτές οργανώθηκαν συστηματικά για να εμποδίσουν την αποκάλυψη της αλήθειας και η ανάγκη να παύσουν να διέπονται τα αρχεία της διεύθυνσης της αστυνομίας από ειδικό καθεστώς και να υπαχθούν στους γενικούς κανόνες που διέπουν τα εθνικά αρχεία.
Απόλυτη ισότητα
Εκτός από την εξαφάνιση στοιχείων, η πρόσβαση των ιστορικών στα έγγραφα καθορίζεται από αδιαφανείς κανόνες. Μετά τη δημοσιοποίηση των γεγονότων της 17ης Οκτωβρίου 1961 από τα μέσα ενημέρωσης - και χάρη σ’ αυτήν- κάποιες άδειες δόθηκαν σε μερικούς ερευνητές, ενώ για άλλους συνεχίζει να ισχύει η απαγόρευση.
Ωστόσο, σε μια εγκύκλιο που κυκλοφόρησε στις 12 Νοεμβρίου 1997, ο πρωθυπουργός επέμεινε στην υποχρέωση να υπάρχει απόλυτη ισότητα και καταδίκασε κάθε διάκριση που θα έμοιαζε με πολιτική λογοκρισία. Είναι λοιπόν αδιανόητο ότι ο Ζαν-Λικ Εϊνοντί, στον οποίο οφείλεται η πιο εμπεριστατωμένη μέχρι σήμερα μελέτη για το θέμα αυτό, να συνεχίζει να προσκρούει στην άρνηση να του επιτρέψουν να συμβουλευτεί έγγραφα απαραίτητα για την εργασία του, καθώς και για την προετοιμασία της υπεράσπισής του στο δικαστήριο κατά τη διάρκεια της εκδίκασης της μήνυσης για συκοφαντική δυσφήμιση που του έχει υποβληθεί, ενώ κάποιοι ερευνητές μπορούν να επωφεληθούν από ειδική χάρη. Ποιος ιστορικός, άλλωστε, θα μπορούσε να δεχθεί αμφίβολα προνόμια, που παραχωρούνται για τόσο σκοτεινούς λόγους οι οποίοι προσβάλλουν τους επιστημονικούς και δεοντολογικούς κανόνες αυτού του επαγγέλματος, ο πρώτος λόγος ύπαρξης του οποίου είναι η αποκατάσταση της αλήθειας των γεγονότων;
Η καταστροφή των «παλαιών αρχείων της αστυνομικής δύναμης του Σηκουάνα εδώ και μερικά χρόνια(!)», σύμφωνα με την έκθεση Μαντελκέρν, εμποδίζει κάθε ακριβή έρευνα σχετικά με τους πνιγμούς των διαδηλωτών. Επίσης, είναι αδύνατο να καταρτιστεί ένας κατάλογος εξαφανισθέντων, επειδή δεν είναι δυνατό να συγκριθούν οι κατάλογοι με τα ονόματα των συλληφθέντων και των απελαθέντων. Γεγονός είναι ότι ακόμα και οι πιο μετριοπαθείς εκτιμήσεις επιβεβαιώνουν την αλήθεια και την έκταση της σφαγής.
Επιθυμία για εκδίκηση
Πάντως, τα προβλήματα κατά βάθος είναι άλλα και έχουν σχέση, κυρίως, με την αλληλουχία των παραγόντων που οδήγησαν σε αυτή τη σφαγή. Χωρίς αμφιβολία, η απόφαση του FLN να προχωρήσει σε επιθέσεις εναντίον αστυνομικών -απόφαση η οποία προκάλεσε αντιθέσεις, ακόμη και στο εσωτερικό του- δημιούργησε μια επιθυμία εκδίκησης.
Επιθυμία την οποία ενθάρρυνε ο διευθυντής της αστυνομίας, υποσχόμενος ότι θα «καλύψει» τους άντρες του. Για να μεταστρέψει τη γαλλική κοινή γνώμη, που ήξερε ότι δεν ήταν καλά πληροφορημένη, το FLN οργάνωσε μια ειρηνική διαμαρτυρία εναντίον της απαγόρευσης κυκλοφορίας.
Τα έγγραφα δείχνουν πράγματι ότι οι διαταγές του FLN απαγόρευαν στους διαδηλωτές να έχουν οποιοδήποτε όπλο, «ακόμα και μια καρφίτσα», λόγω των συγκεκριμένων στόχων της διαδήλωσης. Έτσι, η φήμη σύμφωνα με την οποία κάποιοι διαδηλωτές πυροβόλησαν, η οποία διαδόθηκε από τους αστυνομικούς ασυρμάτους, μοιάζει με επιχείρηση «δηλητηριασμού» των πνευμάτων, με σκοπό να προκαλέσει μια βίαιη αντίδραση, σκοπός που τελικά επιτεύχθηκε.
Η εφημερίδα Παρισινή Αστυνομία, όργανό του μεγαλύτερου συνδικάτου των αστυνομικών, έχει καταγγείλει πολλές φορές τη χειραγώγηση της πληροφόρησης από την αστυνομική ιεραρχία, όπως για παράδειγμα στις 30 Νοεμβρίου 1961 και στις 15 Φεβρουάριου 1962. Πρέπει να διευκρινιστεί ότι όσον αφορά τους θανάτους στο σταθμό του μετρό Σαρόν, δεν μπορεί να επικαλεστεί κανείς τέτοιες φήμες για να εξηγήσει τις δολοφονίες.
Να γίνει συζήτηση
Οι ιστορικοί δεν είναι δικαστές. Έργο τους είναι η διασφάλιση της μνήμης. Σ’ αυτόν τον πόλεμο της Αλγερίας που δεν τελειώνει, οφείλεται ένα μεγάλο μέρος του 15% των ψήφων του Εθνικού Μετώπου στις εκλογές και η ξενοφοβική στάση, ενώ είναι επίσης ένας από τους παράγοντες που ωθεί ένα τμήμα των νέων που ζουν στα προάστια σε παράνομη συμπεριφορά. Συνεχίζουμε να πληρώνουμε το τίμημα αυτών των σπειροειδών συγκρούσεων μεταξύ εθνικών κοινοτήτων που ήταν ο πόλεμος της Αλγερίας, συγκρούσεων που δεν άφησαν αλώβητο ούτε το ένα στρατόπεδο, ούτε το άλλο, το τίμημα των πρωτοσέλιδων των εφημερίδων της εποχής, που είτε σιωπούσαν είτε λυσσομανούσαν εναντίον των «βαρβάρων» που μπήκαν στην πόλη.
* Ο Βαγγέλης Πάλλας είναι δημοσιογράφος, Freelancer. Διαπιστευμένος στην Ε.Ε. - Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και βραβευμένος για άρθρα του από την Ε.Ε.
Pallas.eu@gmail.com