Πέμπτη, 08 Ιανουαρίου 2015 12:14

Σελίδες που σκίστηκαν απ' την ιστορία - Τα σφραγισμένα αρχεία του πολέμου της Αλγερίας

Γράφτηκε από την

Του δημοσιογράφου Βαγγέλη Πάλλα*

Η Γαλλία δεν αρέσκεται καθόλου να στρέφεται στις σκοτεινές σελίδες ίου παρελθόντος της, όταν αυτές, αποκαλύπτοντας απαίσιες συμπεριφορές, ρί­χνουν σκιά στο «εθνικό μεγαλείο». Έτσι χρειάστηκε να περιμένουμε ως τις 2 Απριλίου 1998 ώστε ο Μορίς Παπόν, πρώην γενικός γραμματέας της νομαρχίας της Ζιρόντ, που κατηγορήθηκε για την οργάνωση των αποστολών με τους Εβραίους που εκτοπίζονταν, να καταδικαστεί σε κάθειρξη δέκα χρόνων για συμμετοχή σε εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας -μια καταδίκη για την οποία προσέφυγε στο εφετείο, παραμένοντας έτσι ελεύθερος.

Ενώ ο πρόεδρος της δημοκρατίας αναγνώρισε την ευθύνη του κράτους στις διώξεις των Εβραίων κάτω από το καθεστώς του Βισί, ενώ οι «τουφεκισμένοι για παραδειγματισμό» του 1917 επανεντάσσονται επιτέλους στη συλ­λογική μνήμη, ολόκληρα τμήματα της σύγχρονης ιστορίας της Γαλλίας πα­ραμένουν ακόμη στη λήθη. Όπως η επίσημη σιωπή που αφορά τον πόλεμο της Αλγερίας, η οποία απαγορεύει, ανάμεσα σε άλλα, να μάθουμε την α­λήθεια για τη σφαγή που πραγματοποιήθηκε στις 17 Οκτωβρίου 1961 στο Παρίσι. Εκείνη την ημέρα, μια διαδήλωση Αλγερινών της Γαλλίας, που α­ποτελούσαν την κυρτότερη οικονομική στήριξη στο Μέτωπο Εθνικής Απε­λευθέρωσης (FLN) κατεστάλη με την ωμή βία και η αστυνομία έφτασε στο σημείο να πετάξει διαδηλωτές στο Σηκουάνα. Ο αριθμός των θυμάτων πα­ραμένει θέμα για συζήτηση -από πολλές δεκάδες έως δύο εκατοντάδες ή πε­ρισσότεροι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις- γιατί ο νόμος του 1979 για την προ­σφυγή στα αρχεία αποτελεί, μέχρι σήμερα, ένα σχεδόν αδιαπέραστο εμπό­διο στη δουλειά των ιστορικών.

Αυτή η ίδια οργανωμένη αμνησία είναι που επιτρέπει στον ίδιο τον Μορίς Παπόν, αστυνομικό διευθυντή του Παρισιού εκείνη την εποχή και συνε­πώς υπεύθυνο των δυνάμεων της τάξης, να κινεί τη δικαστική διαδικασία -η οποία διεξήχθη το Φεβρουάριο- εναντίον του ιστορικού Ζαν-Αικ Εϊνοντί, ο οποίος τον κατηγόρησε για την ευθύνη του σε εκείνα τα τραγικά γεγονότα.

Η Γαλλία δεν αρέσκεται καθόλου να στρέφεται στις σκοτεινές σελίδες του παρελθόντος της, όταν αυτές, αποκαλύπτοντας απαίσιες συμπεριφορές, ρί­χνουν σκιά στο «εθνικό μεγαλείο». Έτσι χρειάστηκε να περιμένουμε ως τις 2 Απριλίου 1998 ώστε ο Μορίς Παπόν, πρώην γενικός γραμματέας της νομαρχίας της Ζιρόντ, που κατηγορήθηκε για την οργάνωση των αποστολών με τους Εβραίους που εκτοπίζονταν, να καταδικαστεί σε κάθειρξη δέκα χρό­νων για συμμετοχή σε εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, μια καταδίκη για την οποία προσέφυγε στο εφετείο, παραμένοντας έτσι ελεύθερος.

Ενώ ο πρόεδρος της δημοκρατίας αναγνώρισε την ευθύνη του κράτους στις διώξεις των Εβραίων κάτω από το καθεστώς του Βισί, ενώ οι «τουφεκισμένοι για παραδειγματισμό» του 1917 επανεντάσσονται επιτέλους στη συλ­λογική μνήμη, ολόκληρα τμήματα της σύγχρονης ιστορίας της Γαλλίας πα­ραμένουν ακόμη στη λήθη. Όπως η επίσημη σιωπή που αφορά τον πόλεμο της Αλγερίας, η οποία απαγορεύει, ανάμεσα σε άλλα, να μάθουμε την α­λήθεια για τη σφαγή που πραγματοποιήθηκε στις 17 Οκτωβρίου 1961 στο Παρίσι. Εκείνη την ημέρα, μια διαδήλωση Αλγερινών της Γαλλίας, που α­ποτελούσαν την κυριότερη οικονομική στήριξη στο Μέτωπο Εθνικής Απε­λευθέρωσης (FLN) κατεστάλη με την ωμή βία και η αστυνομία έφτασε στο σημείο να πετάξει διαδηλωτές στο Σηκουάνα. Ο αριθμός των θυμάτων πα­ραμένει θέμα για συζήτηση -από πολλές δεκάδες έως δύο εκατοντάδες ή πε­ρισσότεροι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις- γιατί ο νόμος του 1979 για την προ­σφυγή στα αρχεία αποτελεί, μέχρι σήμερα, ένα σχεδόν αδιαπέραστο εμπό­διο στη δουλειά των ιστορικών.

Αυτή η ίδια οργανωμένη αμνησία είναι που επιτρέπει στον ίδιο τον Μορίς Παπόν, αστυνομικό διευθυντή του Παρισιού εκείνη την εποχή και συνε­πώς υπεύθυνο των δυνάμεων της τάξης, να κινεί τη δικαστική διαδικασία -η οποία διεξήχθη το Φεβρουάριο- εναντίον του ιστορικού Ζαν-Λικ Εϊνοντί, ο οποίος τον κατηγόρησε για την ευθύνη του σε εκείνα τα τραγικά γεγονότα.

Κατά τη διάρκεια της δίκης στην οποία καταδικάσθηκε ο Μορίς Παπόν, το 1998, για συνενοχή σε εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, η κατάθεση του ιστορικού Ζαν-Λικ Εϊνοντί υπενθύμισε ότι ο κατηγορούμενος ήταν επίσης διευθυντής της αστυνομίας του Παρισιού την εποχή του πολέμου της Αλγερίας.

Κατά τη διάρκεια αυτής της πε­ριόδου, στις 17 Οκτωβρίου 1961, αλγερινοί μετανάστες έκαναν δια­δήλωση διαμαρτυρίας εναντίον της απαγόρευσης κυκλοφορίας που τους είχε επιβληθεί, με απο­τέλεσμα, στην πρωτεύουσα, περισ­σότερες από δεκαπέντε χιλιάδες συλλήψεις και ένα δολοφονικό ξέσπασμα αστυνομικής βίας, πράγμα που απέκρυψε ο τύπος της εποχής. Τέσσερις μήνες αργότερα, στις 8 Φεβρουάριου 1962, εν­νέα από τους διαδηλωτές, «εξ ο­λοκλήρου» Γάλλοι, οι οποίοι κατήγγειλαν την οργάνωση του μυστικού στρατού (OAS), βρήκαν το θάνατο στο σταθμό Σαρόν του πα­ρισινού μετρό.

Βέβαια, η Γαλλία του 1961-1962, δεν είναι η Γαλλία του Βισί και της συνεργασίας με τον κατακτητή, και αυτά τα δύο γεγονότα δεν είναι τα μόνα εγκλήματα που έ­γιναν σε ένα βρόμικο πόλεμο στον οποίο κανένα από τα μέρη δεν είναι αθώο: μάχη του Αλγερι­ού, πυροβολισμοί στην οδό Ισλί, το καλοκαίρι του 1962 στο Οράν, σφαγή στη Μελούζα, μαζική εκ­καθάριση των αντιφρονούντων α­πό το Μέτωπο Εθνικής Απελευθέ­ρωσης (FLN) κ.λπ.

Αλλά η σφαγή της 17ης Οκτω­βρίου 1961, που έγινε στην καρδιά του Παρισιού και συνεχί­ζει να καλύπτεται από την κρατική αμνησία, βαραίνει πολύ. Μπο­ρεί κανείς να εκτιμήσει τα αρνητικά αποτελέσματά της, εάν λάβει υπόψη του ότι ο Μορίς Παπόν, ο οποίος θεώρησε ότι συκοφαντήθηκε, έκανε μήνυση στον Ζαν-Λικ Εϊνοντί για τη φράση που είχε γράψει στο άρθρο του στη Λε Μοντ της 20ης Μαΐου 1998: «Τον Οκτώβριο του 1961, έγινε σφαγή από τις αστυνομικές δυ­νάμεις, που δρούσαν υπό τις διαταγές του Μορίς Παπόν».

Οι παράνομες πράξεις και τα εγκλήματα που σχετίζονται με τον πόλεμο της Αλγε­ρίας αμνηστεύτηκαν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους με την υπογραφή των συμφω­νιών του Εβιάν. Κανένα άλλο γεγονός στην ιστορία της Γαλλίας δεν αντιμετωπίστηκε με τόσο ταχύ και συστηματικό τρόπο.

Η ανάγκη να τερματιστεί ένας πόλεμος, που ήταν ταυτόχρονα και ένας εμφύ­λιος πόλεμος στο εσωτερικό της Γαλλίας, μπορεί να εξηγήσει αυτό το γεγονός, αλλά δεν θα πρέπει να υποτιμηθούν οι πολιτικές πλευρές του, ια εκλογικά συμφέροντα αυτής της απόφασης. Επίσης, δεν θα πρέπει να αγνοήσει κανείς τις ανησυχητικές συνέπειές του: ένας βασανιστής έχει τη δυνατότητα να κάνει να καταδικαστεί το θύμα του για συκοφαντική δυσφήμιση εάν το καταγγείλει! Γιατί η αμνηστία συνοδεύεται από την υποχρέωση της αμνησίας.

 

Χάθηκαν 8 χρόνια 

Μια τέτοια κατάσταση εμποδίζει κάθε μελέτη της περιόδου 1954-1962 σε φυσιολογι­κές συνθήκες. Αυτό το πρόβλημα δεν αφο­ρά μόνο τους ιστορικούς.

Η αποκατάσταση της αλήθειας είναι ανα­γκαία για την πίστη στις δημοκρατικές α­ξίες, που αποτελούν το καταφύγιο μπροστά στο ρατσισμό που κληροδότησαν οι αποαποικιοποιήσεις, καθώς και ως μέσο πάλης εναντίον ενός από τα εμπόδια στην κοινω­νικοποίηση των νέων που προέρχονται από οικογένειες μεταναστών, δηλαδή τον απο­κλεισμό τους από την εθνική ιστορία.

Η πρόσβαση στα αποκαλούμενα εθνικά αρχεία, δηλ. που ανήκουν κατ’ αρχήν στους πολίτες, είναι συνήθως απαγορευμένη. Σύμφωνα με τις ερμηνείες, λίγο-πολύ περιοριστικές του νόμου της 3ης Ιανουαρίου 1979 ο οποίος διέπει τα αρχεία, όσα αφο­ρούν τον πόλεμο της Αλγερίας κινδυνεύ­ουν να μείνουν απρόσιτα τουλάχιστον μέ­χρι το 2020 ή και περισσότερο. Και, επί­σης, θα πρέπει να συνεχίσουν να υπάρχουν! Μια έρευνα που έγινε και υπό την αιγίδα του υπουργείου Εσωτερικών, και ανατέθηκε στον Ντιεντονέ Μαντελκέρν, σύμβουλο Επικρατείας, αποκάλυψε ότι βασικά στοιχεία για τη γνώση των γεγονότων της 17ης Οκτωβρίου, ολόκληροι φάκελοι, έχουν εξαφανιστεί από την αστυνομική διεύθυνση του Παρισιού. Να παραθέσουμε έναν κατάλογο: οι φάκελοι του κέντρου έκδοσης ταυτοτήτων για τους Αλγερινούς, που βρισκόταν στη Βενσέν, οι αποφάσεις για κατ’ οίκον περιορισμό ή εκτόπιση, τα έγγραφα των υπηρεσιών πληροφοριών και καταπολέμησης του FLN, που συλλέγονταν επί τέσσερα χρόνια. Δεν βρέθηκε ούτε καν η α­ναφορά που έκανε ο διευθυντής της αστυνομίας του Παρισιού στην κυβέρνηση και στην προεδρία της δημοκρατίας για τα γεγονότα της 17ης Οκτωβρίου!

Στο  σημείο αυτό επιβάλλεται η διαπίστωση ότι χάθηκαν τα έγγραφα που είναι απαραίτητα για την απόδοση ευθυνών, καθώς και για την εξακρίβωση του ακριβούς αριθ­μού των θυμάτων. Προκύπτουν, κατά συνέ­πεια, δύο συμπεράσματα: η ανάγκη μιας έ­ρευνας σχετικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εξαφανίστηκαν τόσο πολλά έγγρα­φα, ώστε να μοιάζει ότι οι συνθήκες αυτές οργανώθηκαν συστηματικά για να εμποδί­σουν την αποκάλυψη της αλήθειας και η α­νάγκη να παύσουν να διέπονται τα αρχεία της διεύθυνσης της αστυνομίας από ειδικό καθεστώς και να υπαχθούν στους γενικούς κανόνες που διέπουν τα εθνικά αρχεία.

 

Απόλυτη ισότητα 

Εκτός από την εξαφάνιση στοιχείων, η πρόσβαση των ιστορικών στα έγγραφα καθορίζεται από αδιαφανείς κανόνες. Μετά τη δημοσιοποίηση των γεγονότων της 17ης Οκτωβρίου 1961 από τα μέσα ενημέρωσης - και χάρη σ’ αυτήν- κάποιες άδειες δόθηκαν σε μερικούς ερευνητές, ενώ για άλλους συ­νεχίζει να ισχύει η απαγόρευση.

Ωστόσο, σε μια εγκύκλιο που κυκλοφόρη­σε στις 12 Νοεμβρίου 1997, ο πρωθυπουργός επέμεινε στην υποχρέωση να υπάρχει απόλυτη ισότητα και καταδίκασε κάθε διάκριση που θα έμοιαζε με πολιτική λογοκρισία. Εί­ναι λοιπόν αδιανόητο ότι ο Ζαν-Λικ Εϊνοντί, στον οποίο οφείλεται η πιο εμπεριστατωμένη μέχρι σήμερα μελέτη για το θέμα αυτό, να συνεχίζει να προσκρούει στην άρ­νηση να του επιτρέψουν να συμβουλευτεί έγγραφα απαραίτητα για την εργασία του, καθώς και για την προετοιμασία της υπερά­σπισής του στο δικαστήριο κατά τη διάρκεια της εκδίκασης της μήνυσης για συκοφαντική δυσφήμιση που του έχει υποβληθεί, ενώ κάποιοι ερευνητές μπορούν να επωφεληθούν από ειδική χάρη. Ποιος ιστορικός, άλλωστε, θα μπορούσε να δεχθεί αμφίβολα προνόμια, που παραχωρούνται για τόσο σκοτεινούς λόγους οι οποίοι προσβάλλουν τους επιστημονικούς και δεοντολογικούς κανόνες αυτού του επαγγέλματος, ο πρώτος λόγος ύπαρξης του οποίου είναι η αποκατάσταση της αλήθειας των γεγονότων;

Η καταστροφή των «παλαιών αρχείων της αστυνομικής δύναμης του Σηκουάνα ε­δώ και μερικά χρόνια(!)», σύμφωνα με την έκθεση Μαντελκέρν, εμποδίζει κάθε ακρι­βή έρευνα σχετικά με τους πνιγμούς των διαδηλωτών. Επίσης, είναι αδύνατο να κα­ταρτιστεί ένας κατάλογος εξαφανισθέντων, επειδή δεν είναι δυνατό να συγκριθούν οι κατάλογοι με τα ονόματα των συλληφθέντων και των απελαθέντων. Γεγονός είναι ότι ακόμα και οι πιο μετριοπαθείς εκτιμή­σεις επιβεβαιώνουν την αλήθεια και την έ­κταση της σφαγής.

 

Επιθυμία για εκδίκηση

Πάντως, τα προβλήματα κατά βάθος είναι άλλα και έχουν σχέση, κυρίως, με την αλλη­λουχία των παραγόντων που οδήγησαν σε αυτή τη σφαγή. Χωρίς αμφιβολία, η απόφαση του FLN να προχωρήσει σε επιθέσεις ενα­ντίον αστυνομικών -απόφαση η οποία προκάλεσε αντιθέσεις, ακόμη και στο εσωτερικό του- δημιούργησε μια επιθυμία εκδίκησης.

Επιθυμία την οποία ενθάρρυνε ο διευθυ­ντής της αστυνομίας, υποσχόμενος ότι θα «καλύψει» τους άντρες του. Για να μετα­στρέψει τη γαλλική κοινή γνώμη, που ήξερε ότι δεν ήταν καλά πληροφορημένη, το FLN οργάνωσε μια ειρηνική διαμαρτυρία εναντίον της απαγόρευσης κυκλοφορίας.

Τα έγγραφα δείχνουν πράγματι ότι οι διαταγές του FLN απαγόρευαν στους διαδηλωτές να έχουν οποιοδήποτε όπλο, «ακόμα και μια καρφίτσα», λόγω των συγκεκριμέ­νων στόχων της διαδήλωσης. Έτσι, η φήμη σύμφωνα με την οποία κάποιοι διαδηλωτές πυροβόλησαν, η οποία διαδόθηκε από τους αστυνομικούς ασυρμάτους, μοιάζει με επι­χείρηση «δηλητηριασμού» των πνευμάτων, με σκοπό να προκαλέσει μια βίαιη αντίδραση, σκοπός που τελικά επιτεύχθηκε.

Η εφημερίδα Παρισινή Αστυνομία, όργα­νό του μεγαλύτερου συνδικάτου των αστυνομικών, έχει καταγγείλει πολλές φορές τη χειραγώγηση της πληροφόρησης από την αστυνομική ιεραρχία, όπως για παρά­δειγμα στις 30 Νοεμβρίου 1961 και στις 15 Φεβρουάριου 1962. Πρέπει να διευκρινιστεί ότι όσον αφορά τους θανάτους στο σταθμό του μετρό Σαρόν, δεν μπορεί να επικαλεστεί κανείς τέτοιες φήμες για να εξηγήσει τις δολοφονίες.

 

Να γίνει συζήτηση

Οι ιστορικοί δεν είναι δικαστές. Έργο τους είναι η διασφάλιση της μνήμης. Σ’ αυτόν τον πόλεμο της Αλγερίας που δεν τελειώνει, οφείλεται ένα μεγάλο μέρος του 15% των ψήφων του Εθνικού Μετώπου στις ε­κλογές και η ξενοφοβική στάση, ενώ είναι επίσης ένας από τους παράγοντες που ωθεί ένα τμήμα των νέων που ζουν στα προάστια σε παράνομη συμπεριφορά. Συνεχίζουμε να πληρώνουμε το τίμημα αυτών των σπειροειδών συγκρούσεων μεταξύ εθνικών κοινοτήτων που ήταν ο πόλεμος της Αλγερίας, συγκρούσεων που δεν άφησαν αλώβητο ούτε το ένα στρατόπεδο, ούτε το άλλο, το τίμημα των πρωτοσέλιδων των εφημερίδων της εποχής, που είτε σιωπούσαν είτε λυσσομανούσαν εναντίον των «βαρβάρων» που μπήκαν στην πόλη.

* Ο Βαγγέλης Πάλλας είναι δημοσιογράφος, Freelancer. Διαπιστευμένος στην Ε.Ε. - Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και βραβευμένος για άρθρα του από την Ε.Ε.

Pallas.eu@gmail.com