Ο μητροπολίτης Μεσσηνίας ζητάει αποζημίωση 150.000 ευρώ από τον πρόεδρο του Ν.Τ. της ΑΔΕΔΥ και δημοτικό σύμβουλο Καλαμάτας, γιατί σε τοποθέτησή του στο Δημοτικό Συμβούλιο υποστήριξε ότι παρανόμως απολύθηκαν εργαζόμενοι από ίδρυμα της Μητρόπολης. Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι ο συνδικαλιστής και δημοτικός σύμβουλος χρησιμοποίησε προσβλητικές εκφράσεις, η προσφυγή στη δικαιοσύνη με αστική αγωγή είναι υπερβολική. Αν ο μητροπολίτης θεωρούσε ότι υπάρχει προσβολή θα έπρεπε να απαντήσει δημόσια και στην ύστατη περίπτωση να προσφύγει ποινικά και όχι αστικά.
Πέρα όμως από το ζήτημα το νομικό, υπάρχει και μια επιστολή που έγινε γνωστή την περασμένη εβδομάδα προς τον επικεφαλής της παράταξης, στην οποία ανήκει ο συνδικαλιστής και δημοτικός σύμβουλος. Στην επιστολή αυτή του μητροπολίτη υπάρχουν απαξιωτικές εκφράσεις και ζητείται να «συνετιστεί» ο συγκεκριμένος σύμβουλος. Η επιστολή κακώς δεν δημοσιοποιήθηκε και κάκιστα δεν απαντήθηκε με πολιτικούς όρους.
Τα ζητήματα αυτά δεν είναι προσωπικές υποθέσεις. Ο θεσμικός ρόλος του καθενός θα πρέπει να οριοθετείται με σαφήνεια και να προφυλάσσεται η αυτονομία της λειτουργίας του. Είναι προφανές ότι κάποιοι από τους τοπικούς πολιτικούς παράγοντες θέλουν «να τα έχουν καλά» με τον μητροπολίτη, γι’ αυτό και σιωπούν. Δεν γνωρίζουμε πόσο σημαντική είναι η ψηφοθηρική επιρροή των εκκλησιαστικών παραγόντων, αλλά είναι καταπληκτικό το μέγεθος της υποταγής που επιδεικνύουν ορισμένοι πολιτικοί παράγοντες.
Σε μια σύγχρονη δημοκρατία δυτικού τύπου οι ρόλοι θα ήταν απολύτως ξεκάθαροι. Λίγα χρόνια πριν θα υπήρχε εντελώς διαφορετική αντίδραση στο συγκεκριμένο γεγονός από το πολιτικό προσωπικό. Βρισκόμαστε όμως σε μια διαρκή οπισθοδρόμηση. Θεσμοί της δημοκρατίας δυτικού τύπου απαξιώνονται και επιστρέφουμε με ταχύτητα σε λειτουργίες του προπολεμικού και μετεμφυλιακού παρελθόντος. Η σιωπή που ακολούθησε τη δημοσιοποίηση της υπόθεσης είναι εκκωφαντική και πολλαπλώς ανησυχητική. Οι πολιτικοί θεσμοί υποχωρούν και αυτό δεν είναι καλό νέο για τη δημοκρατία και τους πολίτες.