Στο μεταξύ, η Λένα Διβάνη, ιστορικός, ερευνήτρια, αλλά και πεζογράφος με πληθώρα επιτυχιών, πρόλαβε να γράψει μια χορταστική όσο και πρωτότυπη βιογραφία για τη Διδώ Σωτηρίου, η οποία μόλις κυκλοφόρησε υπό τον τίτλο «Ονειρεύτηκα τη Διδώ» από τις εκδόσεις Πατάκη.
Η πρωτοτυπία του βιβλίου της Διβάνη συνίσταται κατά το ότι δεν βασίζεται σε μιαν ενιαία, γραμμική αφήγηση. Έχει, αντιθέτως, τη μορφή μιας φανταστικής συνέντευξης, με τη Σωτηρίου να απαντά δια ζώσης σε κρίσιμες ερωτήσεις για τον βίο και το έργο της. Αποφεύγοντας αναχρονισμούς και προσπάθειες να προσαρμόσει το πνεύμα της Σωτηρίου σε σημερινά πολιτικά και ιστορικά ζητήματα, αλλά και προσδίδοντας στον επινοημένο προφορικό της λόγο μιαν ευψυχία η οποία από τη μια πλευρά θέλει να αναστήσει τη ζωηράδα του χαρακτήρα και της προσωπικότητάς της ενώ από την άλλη καταφέρνει να την εντάξει στην εποχή της, δείχνοντας με ποιον τρόπο αποτυπώθηκε ολόκληρος ο 20ος αιώνας τόσο στην πεζογραφία όσο και στην πολύχρονη ατομική της εμπειρία, η Διβάνη μιλάει στο βιβλίο της για τα πάντα: για τη Μικρασιατική Καταστροφή, για τον Ελευθέριο Βενιζέλο και την αντιπαλότητά του με τον βασιλιά Κωνσταντίνο, για τη δικτατορία του Μεταξά, για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, για τον Εμφύλιο, για την ταραγμένη πολιτικά δεκαετία του 1960, για τη χούντα των συνταγματαρχών, όπως και για τη Μεταπολίτευση.
Η Διδώ γεννήθηκε το 1909 στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας, σε μικρή απόσταση από τη Σμύρνη. Ήταν κόρη του Ευάγγελου Παππά και της Μαριάνθης Παπαδοπούλου. Είχε μικρότερη αδερφή την Έλλη Παππά, που αγάπησε τον Νίκο Μπελογιάννη και ασχολήθηκε με την πολιτική φιλοσοφία. Το 1919 η οικογένεια εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη ενώ μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή κατέληξαν ως πρόσφυγες στον Πειραιά για να εγκατασταθούν τελικώς στην Αθήνα, όπου η Διδώ σπούδασε γαλλική φιλολογία. Το 1933 παντρεύτηκε τον Πλάτωνα Σωτηρίου, μαθηματικό και αδελφό της μητέρας της Άλκης Ζέη. Στον διάλογο τον οποίο ανοίγει η Διβάνη με τη Διδώ, διάλογος που φαντάζει στα μάτια του αναγνώστη σαν συνομιλία την οποία ακούει από το διπλανό δωμάτιο, όλα τα προηγούμενα μπαίνουν σε εύτακτη σειρά: η αγαστή συνύπαρξη με τους Τούρκους στη Μικρά Ασία, ο ξεριζωμός και οι περιπέτειες του ερχομού στην Ελλάδα, η δύσκολη συμβίωση της Διδώς για οικονομικούς λόγους με τους θείους της και η κατοπινή της ιδέα πως για τη Μικρασιατική Καταστροφή ευθυνόταν αποκλειστικά ο βρετανικός και ο γαλλικός ιμπεριαλισμός, η τρυφερότητα και η αφοσίωση του Πλάτωνα σε μια γυναίκα την οποία σεβάστηκε και τίμησε σε όλη τους τη ζωή, η ενασχόληση με τη δημοσιογραφία και τη μετάφραση. Και κατόπιν όλα τα άλλα: η ένταξη στην Αριστερά, η δουλειά στο ανήσυχο περιοδικό «Γυναίκα», η διαγραφή από το ΚΚΕ, το οποίο δεν την εμπιστεύτηκε στην πραγματικότητα ποτέ, και με το οποίο ούτε κι η ίδια εξοικειώθηκε ιδιαιτέρως, οι περιπέτειες με τη δικτατορία του 1967.
Τα γεγονότα πυκνώνουν όσο προχωρεί η αφήγηση. Έχοντας δημοσιεύσει πρόσφατα δύο πολυσχολιασμένα βιογραφικά βιβλία, το «Πικρό ποτήρι» (2020), για τον Καποδίστρια και τον μοναδικό του έρωτα, και τα «Ζευγάρια που έγραψαν την ιστορία της Ελλάδας» (2019), μεταξύ άλλων για τον Μπελογιάννη και την Παππά, η Διβάνη ξέρει πώς να ψάξει εξονυχιστικά, αλλά και πώς να τακτοποιήσει και να οργανώσει επικοινωνιακά το ερευνητικό υλικό της. Οι σελίδες για το πώς αναλαμβάνει η Διδώ το παιδί του Μπελογιάννη και της Παππά μετά τη δίκη και την εκτέλεση του πρώτου ως κατασκόπου (βλ. και την «Εντολή», 1976, της Σωτηρίου) είναι συναρπαστικές, το ίδιο και οι σελίδες που περιγράφουν την ελευθερία του πνεύματος, την αγωνιστική δύναμη και τη μυθιστορηματική ευφυΐα της Διδώς. Επειδή εκείνο το οποίο πριν και πάνω απ’ όλα επιζητεί με τη βιογραφία της η Διβάνη δεν είναι η λάμψη και η διάρκεια των λογοτεχνικών επιτευγμάτων της Διδώς Σωτηρίου (τα οποία θεωρεί ευλόγως δεδομένα), αλλά το να αναδείξει και τονίσει τα κοινωνικά και τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά της: την άρνησή της για οποιαδήποτε δέσμευση, την πίστη της στα έστω και τσαλακωμένα ιδανικά του σοσιαλισμού, την ανεξαρτησία της ως γυναίκας, αλλά και την καθημερινή της αποκοτιά, την τόλμη και την αντισυμβατική λογική της, τη φιλαρέσκεια και την κοκεταρία της, καθώς και τη διάθεση και την ετοιμότητά της όχι μόνο να αγαπήσει και να ερωτευτεί, μα και να παλέψει μέχρι την εσχάτη ώρα για την ακεραιότητα και την επιβίωσή της.