Η συναρπαστική και συνάμα τρομακτική ιστορία μας ξεκινά στην Αμοργό μεταξύ του 16ου και 17ου αιώνα με την αφήγηση του Ηγούμενου του περίφημου Μοναστηριού της Αμοργού.
Σύμφωνα με το χρονικό του Γάλλου Ιερωμένου Francois Richard, ο Ηγούμενος του Μοναστηριού στην Αμοργό του διηγήθηκε οτι ένας έμπορος από την Πάτμο πηγαίνοντας στην ανατολή για εμπόριο, αντί να κερδίσει χρήματα έχασε τη ζωή του. Μαθαίνοντας η γυναίκα του το θάνατό του, έστειλε ένα καΐκι για να φέρουν τον νεκρό στην πατρίδα του και να τον θάψουν κατά πως ταιριάζει σε χριστιανό.
Έβαλαν λοιπόν το πτώμα σε μια κασέλα, τη φόρτωσαν στο καΐκι και ξεκίνησαν για το νησί. Ένας από τους ναυτικούς κάθισε επάνω στη κασέλα. Ξαφνικά νιώθει κάτι να κουνιέται μέσα.
Το λέει στους συντρόφους του. Αποφασίζουν τότε να την ξεκαρφώσουν για να δουν σε ποια κατάσταση βρισκόταν ο νεκρός. Ανοίγουν και τι να δουν. Ο πεθαμένος έδειχνε σαν να ήταν ολοζώντανος.
Καταλαβαίνετε τώρα τον τρόμο των θαλασσινών. Αλλά τι να κάνουν, είχαν την υποχρέωση. Ξανακάρφωσαν την νεκρόκασα, έφτασαν στο νησί και την παρέδωσαν στη χήρα χωρίς να πουν λέξη για ότι είδαν στο καΐκι.
Έμπαινε τις νύχτες στα σπίτια και τρομοκρατούσε!
Αλλά λίγες μέρες μετά την κηδεία ο πεθαμένος σκόρπισε τη φρίκη και το θάνατο στο νησί. Έμπαινε τις νύχτες στα σπίτια ουρλιάζοντας και χτυπώντας. Δεκαπέντε άνθρωποι άλλοι από τα χτυπήματα, άλλοι από την τρομάρα τους πήγαν στον άλλο κόσμο.
Οι ιερείς και οι καλόγεροι του τόπου έκαναν ότι μπορούσαν για να σταματήσουν αυτή την τραγωδία. Ωστόσο οι εξορκισμοί και οι δεήσεις δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα. Αποφασίζουν λοιπόν, να διώξουν το νεκρό από το νησί και να τον μεταφέρουν στον τόπο του θανάτου του, στη μικρά Ασία.
Τον φόρτωσαν στο καΐκι αλλά οι ναυτικοί δεν τον πέρασαν αντίπερα, στο πρώτο ερημονήσι που βρήκαν άναψαν φωτιά και τον έκαψαν. Κι από τότε ο βρυκάλακας δεν ξαναφάνηκε.