Όπως αναφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, η μικρή εργαστηριακή μελέτη βρήκε ότι τα αντισώματα στα δείγματα αίματος όσων εμβολιασμένων είχαν μολυνθεί στη συνέχεια από τον κορονοϊό ήταν τόσο πολύ περισσότερα σε αριθμό όσο και πιο αποτελεσματικά από άποψη ικανότητας εξουδετέρωσης του κορονοϊού (έως κατά 1.000%), σε σχέση με τα αντισώματα που έχουν δημιουργηθεί δύο εβδομάδες μετά τη δεύτερη δόση του εμβολίου Pfizer/BioNTech.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον επίκουρο καθηγητή Μοριακής Μικροβιολογίας και Ανοσολογίας Φικάντου Ταφέσε της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Υγείας και Επιστήμης του Όρεγκον, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο αμερικανικό ιατρικό περιοδικό JAMA (Journal of American Medical Association), ανέφεραν ότι κάθε έκθεση στον κορονοϊό μετά τον εμβολιασμό -στην πραγματικότητα- ενισχύει την απόκριση του ανοσοποιητικού συστήματος σε επόμενες εκθέσεις ακόμη και απέναντι σε νέες παραλλαγές (κάτι που πιθανώς αφορά και την Όμικρον).
Η μελέτη, η οποία συνέκρινε δείγματα αίματος από 52 ανθρώπους με μέση ηλικία 38 ετών που είχαν εμβολιαστεί όλοι με Pfizer/BioNTech και από τους οποίους οι μισοί (26) είχαν στη συνέχεια ήπια λοίμωξη Covid-19 (οι δέκα λόγω παραλλαγής Δέλτα), δείχνει ότι μία λοίμωξη εμβολιασμένου γεννά ισχυρή ανοσιακή απόκριση απέναντι στη Δέλτα και αυτή η «απάντηση» μπορεί να αποδειχθεί άκρως αποτελεσματική και έναντι άλλων παραλλαγών.
«Δεν μπορεί κανείς να έχει καλύτερη ανοσιακή απόκριση από αυτήν. Η μελέτη μάς δείχνει ότι τα άτομα που εμβολιάζονται και μετά εκτίθενται σε λοίμωξη breakthrough αποκτούν «σούπερ» ανοσία. Μολονότι δεν εξετάσαμε ειδικά την παραλλαγή Όμικρον, με βάση τα αποτελέσματα της μελέτης μας, περιμένουμε ότι οι λοιμώξεις breakthrough λόγω της Όμικρον θα δημιουργήσουν μία εξίσου ισχυρή ανοσιακή απόκριση μεταξύ των εμβολιασμένων», δήλωσε ο δρ Ταφέσε.
«Από τη στιγμή που κάποιος εμβολιάζεται και μετά εκτίθεται στον ιό, πιθανότατα πρόκειται να αποκτήσει μία λογικά καλή προστασία απέναντι σε μελλοντικές παραλλαγές. Το τελικό αποτέλεσμα θα είναι μία σταδιακή εξασθένηση της σοβαρότητας της παγκόσμιας πανδημίας», σημείωσε ο αναπληρωτής καθηγητής Λοιμωξιολογίας του ίδιου Πανεπιστημίου Μαρσέλ Κέρλιν.