Το τεστ, το οποίο εξαρτάται από μετρήσεις πρωτεϊνών στο αίμα, έχει περίπου διπλάσια ακρίβεια σε σχέση με τις υπάρχουσες μεθόδους αξιολόγησης του καρδιακού κινδύνου, σύμφωνα με τους ερευνητές.
Όπως είπαν, μπορεί μελλοντικά να βοηθήσει τους γιατρούς να αποφασίζουν πόσο αποτελεσματικά είναι τα φάρμακα που έχουν χορηγήσει στους ασθενείς τους ή αν χρειάζονται άλλα για να μειωθεί ο κίνδυνος καρδιαγγειακού επεισοδίου.
Επίσης το τεστ, που άρχισε να χρησιμοποιείται στις ΗΠΑ, θα μπορούσε να αξιοποιηθεί για να επιταχυνθεί η ανάπτυξη νέων καρδιαγγειακών φαρμάκων, καθώς θα δείχνει έγκαιρα αν ένα υποψήφιο φάρμακο «δουλεύει» σε μια κλινική δοκιμή.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρα Στέφεν Ουίλιαμς της εταιρείας SomatoLogic του Κολοράντο, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο αμερικανικό ιατρικό περιοδικό «Science Translational Medicine», σύμφωνα με τη βρετανική «Γκάρντιαν», χρησιμοποίησαν τεχνητή νοημοσύνη (σύστημα μηχανικής μάθησης) για να αναλύσουν περίπου 5.000 πρωτεΐνες σε δείγματα αίματος από 22.849 ανθρώπους. Εντοπίστηκε έτσι η «υπογραφή» 27 πρωτεϊνών που μπορούν να λειτουργήσουν ως βιοδείκτες για την πρόβλεψη του καρδιαγγειακού κινδύνου κατά την επόμενη τετραετία.
Το σύστημα δοκιμάστηκε στη συνέχεια σε 11.609 άτομα και βρέθηκε να έχει σχεδόν διπλάσια ακρίβεια σε σχέση με τα τωρινά μοντέλα πρόβλεψης κινδύνου που χρησιμοποιούν οι καρδιολόγοι και τα οποία λαμβάνουν υπόψη συνδυαστικά διάφορους παράγοντες (ηλικία, φύλο, ιατρικό ιστορικό, δείκτες αίματος όπως η χοληστερίνη, υπέρταση κ.α.).
Το τεστ είναι επίσης ιδιαίτερα ακριβές στην εκτίμηση του μελλοντικού κινδύνου δεύτερου καρδιαγγειακού επεισοδίου για όσους είχαν υποστεί έμφραγμα, εγκεφαλικό ή άλλο σχετικό περιστατικό στο παρελθόν, καθώς επίσης για όσους έχουν άλλες παθήσεις (συννοσηρότητες) και παίρνουν έξτρα φάρμακα, όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
«Αυτό είναι το νέο σύνορο της εξατομικευμένης ιατρικής: το να μπορούμε να απαντήσουμε στο ερώτημα αν ένας άνθρωπος χρειάζεται καλύτερη θεραπεία, καθώς και αν η θεραπεία σε κάποιον φέρνει πράγματι αποτέλεσμα», δήλωσε ο Ουίλιαμς. «Δεν θα υπήρχε θέμα αν όλοι ήσαν ίδιοι. Αλλά το πρόβλημα είναι ότι μπορεί όλοι να ακολουθήσουν μια θεραπεία, αλλά ενώ μερικοί άνθρωποι θα ωφεληθούν και θα έχουν τον μειωμένο κίνδυνο ενός 40χρονου ή 30χρονου, άλλοι θα πάθουν νέο καρδιαγγειακό επεισόδιο τον επόμενο χρόνο, παρόλο που όλοι φαίνονται εξωτερικά ίδιοι. Η ικανότητα διάκρισης ανάμεσα σε αυτούς τους δύο διαφορετικούς ανθρώπους, ώστε να δοθούν σε κάποιους καλύτερα καρδιοπροστατευτικά φάρμακα επειδή κινδυνεύουν περισσότερο, είναι μια ιατρική ανάγκη που δεν έχει καλυφθεί έως τώρα», πρόσθεσε.
Το τεστ της SomatoLogic χρησιμοποιεί τους πρωτεϊνικούς βιοδείκτες για να κατηγοριοποιήσει τους ανθρώπους σε μια γκάμα από χαμηλό έως υψηλό κίνδυνο και δίνει ένα «σκορ» για την πιθανότητα καρδιαγγειακού επεισοδίου μέσα στα τέσσερα επόμενα χρόνια. Σύμφωνα με τον Ουίλιαμς, «αν το σκορ κάποιου είναι υψηλό, έχει πιθανότητα περίπου μία στις δύο για καρδιαγγειακό επεισόδιο, αλλά ο μέσος προβλεπόμενος χρόνος αυτό να συμβεί, είναι μέσα στους επόμενους 18 μήνες, ενώ η πιθανότερη έκβαση είναι ο θάνατος. Αυτός ο άνθρωπος θα χρειαστεί άμεσα βελτιωμένη καρδιοπροστασία. Ευτυχώς θεραπείες υπάρχουν ήδη. Το πρόβλημα είναι να βρει κανείς ποιοι τις χρειάζονται περισσότερο και μετά να μετρήσει αν όντως δούλεψαν αρκετά καλά».
Ο καθηγητής καρδιαγγειακής ιατρικής Μάνουελ Μάιρ του Βασιλικού Κολλεγίου του Λονδίνου (King’s) δήλωσε πάντως ότι «ενώ η νέα μελέτη φέρνει στο φως νέες συσχετίσεις ανάμεσα στις πρωτεΐνες του αίματος και στον θάνατο από όλες τις αιτίες, χρειάζεται περισσότερη έρευνα για να αξιολογηθεί η πιθανή κλινική χρησιμότητα χρήσης αυτών των 27 πρωτεϊνών, σε σύγκριση με τα υπάρχοντα εργαλεία πρόβλεψης κινδύνου της καρδιαγγειακής νόσου».