Δευτέρα, 22 Δεκεμβρίου 2014 14:45

Καλαματιανή παραμύθιαζε Ροδίτη και του έπαιρνε λεφτά

Γράφτηκε από την
Καλαματιανή παραμύθιαζε Ροδίτη και του έπαιρνε λεφτά

Με την υπ’ αριθμ. 132/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή αποζημίωσης ύψους 150.000 ευρώ σε βάρος μιας Καλαματιανής, που φέρεται να κατόρθωσε να αφαιρέσει σημαντικά ποσά από Ροδίτη, με τον οποίο είχε σχέση, πείθοντάς τον ότι εργαζόταν στην Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ) αλλά και ότι ο αδελφός της είχε… απαχθεί.

Το ποινικό δικαστήριο, που εξέτασε την ίδια υπόθεση σε δεύτερο βαθμό, μετά την άσκηση έφεσης υπέρ του νόμου κατά της πρωτόδικης καταδίκης της και την καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης 3 ετών, με 3ετή αναστολή, αποφάσισε να επιβάλει βαρύτερη ποινή στην κατηγορούμενη, η οποία ερημοδικάστηκε και θεωρείται πλέον φυγόποινη. Εχει ειδικότερα καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης 4 ετών, μετατρέψιμη προς 5 ευρώ ημερησίως.
Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου με την απόφασή του διατάσσει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα αποζημίωση ύψους 80.800 ευρώ. Εκ του ποσού αυτού προσδιορίζει προσωρινά εκτελεστό το ποσό των 50.000 ευρώ και προβλέπει σε περίπτωση μη εκτέλεσης της απόφασης την 6μηνη προσωπική κράτηση της Καλαματιανής. Καταδικάζει την εναγόμενη εξάλλου και στη δικαστική δαπάνη του ενάγοντος ύψους 2.450 ευρώ.
Το ιστορικό της υπόθεσης έχει ως εξής: Η κατηγορούμενη και ο μηνυτής γνωρίσθηκαν στη Ρόδο τον Οκτώβριο του 2008. Η κατηγορούμενη φέρεται να ανέφερε ψευδώς στον μηνυτή ότι ήταν δημόσιος υπάλληλος και ειδικότερα υπάλληλος του υπουργείου Πολιτισμού, αποσπασμένη στην Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ), ότι ήταν κάτοικος Αθηνών, ότι διέθετε μεγάλης αξίας ακίνητη περιουσία στην Αθήνα και στη Μάνη και ότι ήταν άγαμη. Περαιτέρω φέρεται να του είπε ότι βρισκόταν στη Ρόδο για υπηρεσιακούς λόγους αλλά λόγω της σοβαρότητας της αποστολής της δεν μπορούσε να τους αποκαλύψει.

Η φιλική σχέση εξελίχθηκε σε ερωτική και η κατηγορούμενη ερχόταν στη Ρόδο για λίγο χρονικό διάστημα και μετά έφευγε, προφασιζόμενη ψευδώς “υπηρεσιακούς λόγους”. Κατά τη διάρκεια της παραμονής της και των σχεδόν καθημερινών τηλεφωνικών επαφών που είχαν, ανέφερε ψευδώς κατά διαστήματα στο μηνυτή ότι ο πατέρας της είχε ασθενήσει βαριά, ότι ο αδελφός της είχε πέσει θύμα απαγωγής και ότι οι απαγωγείς ζητούσαν για να τον απελευθερώσουν 1.000.000 ευρώ ως λύτρα και γι’ αυτό είχε άμεση ανάγκη χρημάτων. Γι’ αυτό ζήτησε από τον μηνυτή να την βοηθήσει δανείζοντάς της ένα ποσό το οποίο θα του επέστρεφε μόλις πωλούσε ένα ακίνητο, που κατείχε δήθεν στη Μάνη. Ο μηνυτής λόγω της σχέσης εμπιστοσύνης που είχε δημιουργηθεί μεταξύ τους, αφού η κατηγορούμενη τον διαβεβαίωνε συνεχώς ότι θέλει να είναι μαζί του, ότι είχε σκοπό να καταλήξει η σχέση τους σε γάμο και ότι κατέβαλλε απεγνωσμένες προσπάθειες για να καταφέρει να μετατεθεί από την Κεντρική Υπηρεσία της ΕΥΠ στην Αθήνα, στο τοπικό κλιμάκιο της Ρόδου, φέρεται να πείσθηκε και της κατέβαλε τμηματικά 28.800 ευρώ.
Στη συνέχεια η κατηγορούμενη ανέφερε ψευδώς στον μηνυτή ότι ο αδελφός της ενδιαφερόταν να συστήσει μαζί του μια αφανή εταιρεία με σκοπό την πώληση στη Ρόδο τοπικών προϊόντων της Μάνης και της Καλαμάτας, στην οποία θα συμμετείχε και αυτή. Ο Ροδίτης συμφώνησε και η κατηγορούμενη μέσα στο εν λόγω χρονικό διάστημα του δήλωσε ότι όλα τα δικαιολογητικά είχαν συγκεντρωθεί, ότι η σύσταση ήταν έτοιμη και ότι έπρεπε να καταβάλει το ποσό των 35.000 ευρώ ως συμμετοχή του στην υπό σύσταση εταιρεία. Τέλος Μαρτίου του 2010 κατά τη συνάντησή τους στη Ρόδο, η κατηγορούμενη ανέφερε ψευδώς στον μηνυτή ότι είχε εγγυηθεί για να λάβει δάνειο κάποιος πολύ γνωστός της από ηθική υποχρέωση και ότι έπρεπε να καταβάλει άμεσα στην τράπεζα το ποσό των 16.000 ευρώ και τον έπεισε να της καταβάλει τοις μετρητοίς το ανωτέρω ποσό.

Από το Μάρτιο του 2010 η κατηγορούμενη δεν ήλθε ξανά στη Ρόδο και δεν απαντούσε στις τηλεφωνικές κλήσεις του μηνυτή. Οταν, μετά από πολλές προσπάθειες ο μηνυτής κατάφερε να επικοινωνήσει μαζί της, η κατηγορούμενη του ανέφερε ότι ο πατέρας της είχε αποβιώσει, ότι ο αδερφός της, με τον οποίο επρόκειτο ο μηνυτής να συνεταιρισθεί είχε αυτοκτονήσει, ότι εξαιτίας αυτών των γεγονότων ήταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση και ότι ήθελε λίγο καιρό να μείνει μόνη της για να συνέλθει. Μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί ο μηνυτής προσπάθησε να μάθει τι πραγματικά είχε συμβεί και ανακάλυψε ότι όλα όσα του είχε διηγηθεί η κατηγορούμενη ήταν ψευδή, αφού δεν ήταν υπάλληλος του υπουργείου Πολιτισμού αποσπασμένη στην ΕΥΠ, αλλά αγρότισσα, είχε τρία παιδιά, δεν διέθετε ακίνητη περιουσία, δεν είχε ασθενήσει βαριά ούτε μετέπειτα είχε αποβιώσει ο πατέρας της, δεν είχε αυτοκτονήσει ο αδερφός της, δεν ήταν έτοιμα τα δικαιολογητικά για τη σύσταση της εταιρείας και δεν είχε εγγυηθεί για γνωστό της πρόσωπο. Η κατηγορούμενη αρνήθηκε στο πλαίσιο της προανάκρισης την κατηγορία και ισχυρίζεται ότι ο μηνυτής ήξερε την αλήθεια γι’ αυτήν, αφού ποτέ δεν του ανέφερε τα ανωτέρω ψευδή γεγονότα, ότι τα χρηματικά ποσά της τα έστελνε με σκοπό να την πείσει να γυρίσει πίσω για να συνεχίσουν να είναι μαζί και ότι την μήνυση την υπέβαλε για λόγους εκδίκησης. Ως συνήγοροι του θύματος παρέστησαν οι δικηγόροι κ.κ. Κ. Ταμπάκης και Πολύβιος Γαλιουδάκης.

Πηγή: www.dimokratiki.gr


NEWSLETTER