Σάββατο, 18 Απριλίου 2015 13:22

«Με αφορμή μια δημοσκόπηση» - Αρθρο του Μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσοστόμου

«Με αφορμή μια δημοσκόπηση» - Αρθρο του Μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσοστόμου στο Amen.gr

 

Στην έγκριτη εφημερίδα «Το Βήμα της Κυριακής (Πάσχα, 12 Απριλίου 2015), δημοσιεύθηκε μία δημοσκόπηση, με τίτλο «Χριστιανοί Ορθόδοξοι αλλά… μία φορά τον χρόνο», την οποίαν πραγματοποίησε η  κατά πάντα αξιόπιστη και αντικειμενική «Κάπα Research» για λογαριασμό της εφημερίδας.

Τα στοιχεία τα οποία εξάγονται από την δημοσκόπηση αυτή αποτυπώνονται με τρόπο ξεκάθαρο στον υπότιτλο, «βαθιά θρησκευόμενοι παραμένουν οι Ελληνες αλλά απομακρύνονται από την Εκκλησία». Οσο και αν στον υπότιτλο αυτό διακρίνουμε μία φαινομενική αντιθετικότητα εντούτοις θεωρώ ότι εκφράζει απόλυτα μία πραγματικότητα, η οποία θα πρέπει να απασχολήσει την ίδια την Εκκλησία, και μάλιστα την Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ελλάδα, ως προς την σχέση της με την κοινωνία, την θρησκευτικότητα των ανθρώπων, το περιεχόμενο της ίδιας της ταυτότητάς της και μάλιστα ως «πνευματικού» υποστρώματος του Ελληνισμού.

Η οποιαδήποτε λοιπόν ανάλυση που θα παρουσιαστεί και θα ακολουθήσει δεν έχει να κάνει ούτε με πρόσωπα, ούτε με καταστάσεις, αλλά αποτελεί έκφραση ενός προβληματισμού, για το ποιο θα είναι τελικά το μέλλον και ο ρόλος της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελλάδα, στα χρονικά πλαίσια της συνεχώς επιδεινούμενης οικονομικής κρίσης, και με ό,τι συνεπάγεται αυτός ο ρόλος της στο επίπεδο το κοινωνικό και το ανθρωπιστικό. Επιπλέον ο προβληματισμός αυτός αποβλέπει ώστε να αφυπνιστεί η ίδια η ποιμαίνουσα Εκκλησία, προκειμένου και  πάλι να αποκτήσει και να επαναπροσδιορίσει τη σχέση της με αυτό πού χαρακτηρίζουμε με τον γενικό όρο «κοινωνία».

Η δημοσκόπηση εκτός από τα αριθμητικά δεδομένα, στοιχεία βασικά σε  μια τέτοιου είδους έρευνα, δίνει και αρκετά συγκριτικά στοιχεία σε μια περίοδο, η οποία χαρακτηρίζετο από την δυναμική παρουσία του  μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι της εποχής εκείνης, όπου η Εκκλησία φαίνεται ότι είχε μία άλλη δυναμική, σε ένα άλλο βέβαια περιβάλλον, κοινωνικό και οικονομικό, και με τη δράση και παρουσία άλλων προσώπων και  δράσεων. Αλλωστε και το ποσοστό αναγνωρισιμότητας της παρουσίας και δράσης του νυν Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου, το οποίο κρίνεται επίσης θετικά ή μάλλον θετικά έστω και με ποσοστό 56,4%, αυτό

ακριβώς επιβεβαιώνει, την άμεση σχέση προσώπων και θεσμών σε κάθε εποχή.

Το προβληματικό όμως είναι, ότι ενώ σήμερα η Εκκλησία δίνει καθημερινά την δυναμική της παρουσία μέσα στην κοινωνία, με την λειτουργία και την δράση των διαφόρων κοινωνικών και προνοιακών δομών της, εντούτοις το ποσοστό των θρησκευόμενων Ελλήνων έχει μειωθεί κατά 34% ενώ η πίστη στο Θεό (γενικά και αόριστα) (74,2%)

τείνει να ισοσκελιστεί με την πίστη στο «μάτι» και στο «ξεμάτιασμα» (62,5%), στην ύπαρξη ψυχών και ανώτερων πνευμάτων και υπερφυσικών δυνάμεων (44,1%) ή ακόμα και με το «πεπρωμένο» και  την μοίρα (51,4%)!!!

Ολα αυτά τα υψηλά ποσοστά θεώρησης του γεγονότος έκφρασης της πίστης, αποδεικνύουν ότι η σχέση των ανθρώπων με την Εκκλησία καθορίζεται από μία αρρωστημένη και απροσδιόριστη θρησκευτικότητα, από μία θρησκοληπτική διάθεση, όπου η πίστη εξαντλείται σε κάποιες μεταφυσικές ακροβασίες φαντασιακού τύπου και θρησκευτικού υποκατάστατου, ενώ όλο αυτό το οποίο πρέπει να  εκφράζει η Εκκλησία μέσα στην κοινωνία, τον «άλλον» τρόπο ζωής και ύπαρξης, ως το κατ' εξοχήν περιεχόμενο της πίστης, με την ερώτηση «εσείς προσωπικά πιστεύετε;» δημοσκοπείται στα όρια του  ανύπαρκτου. Ετσι οι άνθρωποι «αρχίζουν να γίνονται περισσότερο

δεκτικοί σε μεταφυσικά φαινόμενα και θεωρίες για υπερφυσικές δυνάμεις» και με τον τρόπο αυτό οριοθετούν την σχέση τους με την Εκκλησία.

Είναι ίσως το πρώτο και σοβαρό στοιχείο το οποίο θα πρέπει να μας προβληματίσει. Η Εκκλησία, στο επίπεδο το «πνευματικό» έχει απολέσει την αποδοχή από μέρους των ανθρώπων και έχει επιδοθεί σε έναν έντονο κοινωνικό ακτιβισμό. Η Εκκλησία σε σχέση προς την πίστη, την οποία υποδεικνύει και προβάλλει στους πιστούς, φαίνεται να 

πρυτανεύει μία φοβική εσωστρέφεια, με αποτέλεσμα, οι Ελληνες να  δηλώνουν, ότι «προσεύχονται τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα σε  ποσοστό 6,7% (το 2006 το ποσοστό αυτό ήταν 22,7%) και από μία ως τρεις φορές τον μήνα σε ποσοστό 10% (24,6% το 2006). Αντίθετα, το  36,7% δηλώνει ότι δεν προσεύχεται ποτέ, ποσοστό που ήταν μόλις 6,9% το 2006. Χαρακτηριστικό τέλος είναι ότι το 58,1% των ερωτηθέντων κατατάσσουν τον εαυτό τους στους αμαρτωλούς, ενώ ένα ποσοστό 13,7% στους αναμάρτητους!». Οτι ο λόγος της Εκκλησίας και η όλη δράση της κινείται στα όρια της εσωστρέφειας επιβεβαιώνεται και από την ίδια την συγκριτική ανάλυση των στοιχείων. «Σε σχέση με δέκα χρόνια πριν σήμερα ποσοστικά η πίστη και οι θρησκευτικές συνήθειες των Ελλήνων δείχνουν να 

βρίσκονται σε γενική πτώση. Συγκεκριμένα το ποσοστό εκείνων που  δήλωναν χριστιανοί ορθόδοξοι το 2006 ήταν σημαντικά υψηλότερο σε  σχέση με το σημερινό (96,9), ενώ σημαντική άνοδος φαίνεται να  υπάρχει στο ποσοστό εκείνων που δηλώνουν άθεοι (14,7% ήταν μόλις 2% το 2006). Επίσης η πίστη στον Θεό παρουσιάζεται μειωμένη

κατά 17,5% σε σχέση με το 2005». Σε σύγκριση όμως με άλλους λαούς του συγχρόνου κόσμου, «οι Ελληνες παρουσιάζουν υψηλά επίπεδα πίστης και θρησκευτικής συνείδησης. Το 81,4% αισθάνονται χριστιανοί ορθόδοξοι, ενώ πάνω από επτά στους δέκα δηλώνουν την πίστη τους στον Θεό. Οσον αφορά τις θρησκευτικές συνήθειες, 55,8% συνηθίζουν να κάνουν τον σταυρό τους όταν περνούν από εκκλησία».

Εξαιτίας αυτής της εκκλησιαστικής εσωστρέφειας, το «πνευματικό κενό» που δημιουργείται στην κοινωνία σε συνδυασμό και με τον εφήμερο αλλά επικοινωνιακά δυναμικό εναγκαλισμό με την κοσμική εξουσία, δημιουργεί διάφορα μορφώματα πολιτικά και θρησκευτικά (εθνικοθρησκευτικού λαϊκισμού μάλιστα αριστερού τύπου, χρησιμοθηρική εκμετάλλευση θρησκευτικών συμβόλων και εικόνων για  την εξυπηρέτηση πολιτικών σκοπιμοτήτων), τα οποία αποδυναμώνουν ακόμη περισσότερο την σχέση της Εκκλησίας με την «κοινωνία», η  οποία αντί να είναι εποικοδομητική γίνεται απλά και μόνο χρηστική για  τις μεταφυσικές δήθεν «ανάγκες» και τις «χρείες» του κόσμου.

Αυτό το «πνευματικό κενό» αποδυναμώνει την εμπιστοσύνη του  ανθρώπου απέναντι στην Εκκλησία, ενώ φαίνεται ότι η ίδια η Εκκλησία «φθείρεται» κατά την τελευταία 5ετία (47%), ενώ αυξάνεται το  ποσοστό της αθεΐας (14,7%), η θετική άποψη για τον πολιτικό γάμο είναι αρκετά υψηλή (50,5%), ενώ η αφηρημένη έννοια και εν πολλοίς συγκεχυμένη θρησκευτικότητα φαίνεται ότι, μεταξύ του «πολύ» και  του «λίγο», βρίσκεται στο ίδιο ποσοστό, 49,5% και 49,9% αντίστοιχα. Ολα αυτά τα στοιχεία εκτός από την απογοήτευση δίνουν ακόμη ένα μήνυμα θετικό, το οποίο η Εκκλησία πρέπει να καλλιεργήσει στη σχέση της με την κοινωνία, προκειμένου να αποκτήσει και πάλι τον λόγο, τον

ρόλο και την παρουσία της μέσα στην ανθρώπινη πραγματικότητα, ανάλογη με αυτή πού της «αξίζει» και της αρμόζει, ακολουθώντας όχι μεθόδους προνοιακής «πολιτικής» μόνο αλλά και καλλιέργειας εκκλησιαστικής συνειδήσεως για «τα του κόσμου πράγματα».

α) Θα πρέπει να μετατρέψει την «ηχηρή σιωπή» της σε λόγο κατηχητικό και έκφραση επανευαγγελισμού. Η μη συμμετοχή στα μυστήρια (βάπτισμα, γάμος) δεν είναι απλώς μόνο για οικονομικούς λόγους, όπως επιβεβαιώνεται από την δημοσκόπηση, αλλά κυρίως έλλειψη κατανόησης του σκοπού και του ρόλου των μυστηρίων αυτών στην όλη ζωή των πιστών. Η μετατροπή των μυστηρίων σε μαγικού τύπου εκδηλώσεις και δημιουργίας «κοινωνικών σχέσεων» έχει ήδη διαβρώσει το ίδιο το σώμα του εκκλησιαστικού πληρώματος.

Ο κηρυγματικός λόγος της Εκκλησίας δεν μπορεί να φαίνεται αποκομμένος από την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη και 

το σκοπό του ανθρώπου. Δεν μπορεί να παραμένει περιορισμένος μόνο στο κοινωνικό κομμάτι της κρίσης, χωρίς να δίνει και μία προοπτική μέλλοντος.

Αυτός ο υπαρξιακός λόγος της Εκκλησίας, δεν μπορεί να αποτελεί μία στείρα και στυγνή επανάληψη παλαιών εκφράσεων ηθικιστικών συνταγών, αποστεωμένων και ξύλινων διατυπώσεων. Πρέπει η  εκκλησιαστική γλώσσα, από όργανο επικοινωνίας να γίνει μέσο κοινωνίας και μετάδοσης μηνυμάτων υπαρξιακής ελπίδας για τον άνθρωπο, αλλά και διαμόρφωσης «πολιτισμού». Μόνο τότε η Εκκλησία αποτελεί μία αληθινή ιστορική πραγματικότητα, η οποία κινείται και  σχετίζεται με το εκάστοτε χωρο-χρονικό ιστορικό πλαίσιο, ενώ δρώντας μέσα σ' αυτόν, χωρίς να εκκοσμικεύεται, συγχρόνως το  μεταμορφώνει. Με αυτόν τον τρόπο οριοθετεί με σαφήνεια και το  πλαίσιο προσδιορισμού των στοιχείων της ταυτότητάς της.

β) Θα πρέπει επίσης να μετατραπεί η «ανεκτική απραξία και επαναληπτικότητα» της λειτουργικής ζωής σε πρωτεύον και δομικό στοιχείο της όλης εκκλησιαστικής πραγματικότητας.

Η επικέντρωση και μόνο της ποιμαντικής μας παρουσίας σε μία ακτιβιστικού τύπου κοινωνική και προνοιακή δράση, χωρίς παράλληλα και πρώτιστα το ίδιο το μήνυμα της Ευχαριστίας να γίνεται τρόπος ελπίδας και μέσο άντλησης κουράγιου και προσδοκίας, αφού «ζωή που  δεν μοιράζεται είναι ζωή κλεμμένη», δεν θα μπορεί να συμβάλλει στην επίλυση κανενός προβλήματος ανθρωπιστικού. Κανένα πρόβλημα στην Εκκλησία δεν αντιμετωπίζεται απ' αυτήν εάν δεν γίνει πρώτιστα θέμα υπαρξιακό για ολόκληρη την ζωή του εκκλησιαστικού πληρώματος και  εάν επίσης δεν κατανοηθεί ως μέθοδος επίλυσής του στη βάση της ευχαριστιακής αναφοράς του όλου προς όλα. Χωρίς αυτήν την ευχαριστιακή αναφορά του κόσμου, η Εκκλησία κινδυνεύει να  μεταβληθεί σε μία από τις πολλές κοινωνικές ομάδες - σωματεία -εταιρείες, με φιλοσοφικό και θεωρητικό ή ακτιβιστικό και 

κοινωνιολογικό προσανατολισμό. «Τα σα εκ των σων» όταν εκκλησιοποιούνται ευχαριστιακά δεν χρειάζονται άλλες

δομές, μη κυβερνητικού χαρακτήρα, για να γίνουν αποδοτικές από μέρους του ανθρώπου και της κοινωνίας.

γ) Θα πρέπει να πάψουμε να υποδεικνύουμε ως γεγονός πίστης κάθε τι το οποίο κατανοείται ή περιορίζεται στα όρια του ευσεβισμού και του  πουριτανισμού και να απομακρύνουμε την πραγματική πίστη, ως γεγονότος εκκλησιαστικού, από την ίδια την ζωή, ή οποία έχει να κάνει με μία συγκεκριμένη στάση ζωής και ύπαρξης του κάθε

ανθρώπου έναντι του άλλου, του συνανθρώπου του. Να καταστεί ή πίστη δηλαδή μια διαδικασία έκφρασης εμπιστοσύνης του ενός προς τον άλλον και συν-χωρητικότητας (αλληλο-περιχώρησης), στα πλαίσια του σεβασμού και της αποδοχής του ενός από τον άλλον κυρίως μέσα από τον υπαρξιακό και όχι απλά τον διανοητικό συλλογισμό

ή στοχασμό. Να γίνει η δράση της Εκκλησίας μέσα στην κοινωνία «διακονία αγάπης εν ελευθερία» και μαρτυρία ζωής και όχι συστήματος. Αυτός ο εκκλησιαστικός τρόπος κατανόησης του άλλου και της ύπαρξής του είναι που νοηματοδοτεί την σχέση των ανθρώπων ως «σχέση κοινωνική», έργω και όχι λόγω, ως σχέση δηλαδή προσφοράς και θυσιαστικής αγάπης, με την οποίαν καταργούνται κάθε είδους διαιρέσεις και διακρίσεις. Με τον τρόπο αυτό η Εκκλησία αναλαμβάνει την αστοχία και την αποτυχία του κόσμου και του  ανθρώπου και την μεταμορφώνει σε επιτυχία με σκοπό την σωτηρία «του σύμπαντος κόσμου».

Χαρακτηριστικό είναι το μήνυμα που φέρνει η δημοσκόπηση, και ως προς τον τρόπο με τον οποίο γίνεται κατανοητή και η διδασκαλία του  μαθήματος των θρησκευτικών και του σκοπού της διδασκαλίας του. Μία συγκριτική θεώρηση μεταξύ των ετών 2006 και 2015 δεν απέχει ως προς την δυναμική της, αφού το ποσοστό δείχνει μάλιστα ανοδική τάση (39,8% το έτος 2006 - 44,3% το έτος 2015), κατά το σημείο εκείνο, που «το μάθημα των θρησκευτικών πρέπει να είναι υποχρεωτικό αλλά  να διδάσκονται όλα τα δόγματα». Αυτή η τάση τονίζει ακριβώς

την ανάγκη της διαλεκτικής, όπως η ίδια η Εκκλησία την εφήρμοζε και  κατανοούσε διαχρονικά το περιεχόμενο της πίστης σε αναφορά προς τους «άλλους». Σε μία διαλεκτική και με μία ανοικτότητα.

Αλλως κινδυνεύουμε να μετατρέψουμε την όλη Εκκλησία και το  γεγονός της πίστης μας σε μία οργάνωση θρησκόληπτων οπαδών με  μια ιδεολογικοποιημένη αντίληψη μεταφυσικών και μεταψυχικών αναφορών, απόμακρη από το γεγονός της ζωής και της ύπαρξης, όπου το κάθε τι, με μία προτεσταντικού τύπου ηθική και με προεκτάσεις

και εξυπηρετήσεις, κοινωνιολογικού και κοινωνικού χαρακτήρα, θα  περιορίζει τη ζωή στο σήμερα χωρίς καμμία προοπτική για το αύριο, ως μία πορεία δυναμική ανανεωτική, ενώ η Εκκλησία θα παραμένει απομονωμένη από τον άνθρωπο και την ανθρώπινη κοινωνία και  πραγματικότητα και περιορισμένη στα όρια μιας παθολογικής θρησκοληψίας και ευσεβοφάνειας. Στώμεν καλώς!!!

Πηγή: amen.gr