Δευτέρα, 27 Νοεμβρίου 2017 08:20

Kαλαμάτα: "Παιδική εργασία" ή είδος επαιτείας;

Kαλαμάτα: "Παιδική εργασία" ή είδος επαιτείας;

Συχνά μικρά παιδιά με την πραμάτεια στα χέρια ή ακουμπισμένη έξω από εκκλησίες, σε πλατείες ή αλλού, παρακαλάνε να αγοράσουμε κάτι για να βγάλουν το μεροκάματο.

Και ίσως μία από τις δυσχερέστερες συνέπειες της κρίσης είναι ότι συνηθίσαμε να βλέπουμε δίπλα μας τη φτώχεια, τη δυστυχία και την κατάφωρη καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και να αισθανόμαστε ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε.

Με αφορμή τα δύο παιδιά στη φωτογραφία έξω από τους Αγίους Ταξιάρχες στην Καλαμάτα, το ερώτημα είναι αν μπορούμε να τα προστατεύσουμε από την εκμετάλλευση και την παιδική εργασία, αν μπορούν οι ίδιοι οι θεσμοί να το κάνουν.

Η επιμελήτρια ανηλίκων Καλαμάτας, κοινωνική λειτουργός Αγγελική Ρουμελιώτου, απαντά ότι “οι θεσμοί είναι σχεδιασμένοι για να μπορούν”. Υπάρχει άλλωστε “μια σειρά άρθρων που δημιουργεί ομπρέλα προστασίας, αρχής γενομένης από το ελληνικό Σύνταγμα που ορίζει την προστασία της αξίας του ανθρώπου ως πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας, εξειδικεύοντας μάλιστα, σε επόμενα άρθρα, στην αναγκαιότητα προστασίας της παιδικής ηλικίας από το κράτος”. Οπως και η Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού ορίζει σειρά δικαιωμάτων για την προστασία των παιδιών - ωστόσο, στην εικόνα που απαθανατίσαμε μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι παραβιάζονται στο μεγαλύτερο μέρος τους.

 

Η ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ

Ο αναπληρωτής διοικητής της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Καλαμάτας, αστυνόμος Α’ Παναγιώτης Μπαστακός, λέει στην “Ε” ότι συνήθως τα παιδιά αυτά τα εκμεταλλεύονται οι ίδιοι οι γονείς - και επισημαίνει την ανάγκη συνεργασίας της Αστυνομίας με τις κοινωνικές υπηρεσίες, καθώς “τέτοια φαινόμενα, όπως εξάλλου και η επαιτεία ανηλίκων, είναι πρωτίστως ένα ευαίσθητο κοινωνικό θέμα και με την καταστολή και μόνο δεν λύνεται”.

Ωστόσο, διαβεβαιώνει ότι η Ασφάλεια προσπαθεί, και όταν διαπιστώνει τέτοιες παραβάσεις, αναζητά και συλλαμβάνει τους γονείς για παραμέληση εποπτείας ανηλίκου. Προσθέτει ακόμα πως πέρυσι τον Απρίλιο, σε βάρος των γονιών ενός 10χρονου και ενός 3χρονου Ελλήνων Ρομά ασκήθηκε δίωξη για εμπορία ανθρώπων - όπως και πέρυσι το Μάιο σε βάρος ενός ακόμα ζευγαριού, επίσης τσιγγάνων, που εξωθούσαν στην επαιτεία τα παιδιά τους, ηλικίας τριάμισι, πεντέμισι και 8 ετών.

 

ΔΕΝ ΑΝΤΙΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΤΗΝ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ

Συνήθως τα παιδιά-γυρολόγοι που πουλάνε μικροεμπορεύματα είναι τσιγγανόπουλα, Ελληνες ή Ρουμάνοι, που μεγαλώνουν σε ένα περιβάλλον εκμετάλλευσης και βίας, το οποίο όμως θεωρούν ως κάτι το φυσιολογικό. Οπως επισημαίνει και ο αστυνόμος κ. Μπαστακός, εκεί είναι δύσκολο να παρέμβουν ποινικά, εφόσον “τα παιδιά αυτά δεν αντιλαμβάνονται την εκμετάλλευση, με αποτέλεσμα όταν εξετάζονται στο τμήμα να μην στρέφονται κατά των γονιών - και η μαρτυρία τους είναι αναγκαία για την αποδεικτική διαδικασία”.

Επιπρόσθετα, σημειώνει, γίνεται ακόμα πιο περίπλοκο όταν τα παιδιά αυτά είναι μεγαλύτερα των 14 χρόνων, αφού “ο νομοθέτης επιτρέπει, ως γενικό κανόνα, να εκτελούν ελαφρές εργασίες, με την προϋπόθεση ότι δεν θα βλάψουν την υγεία ή την ασφάλεια και δεν θα προσβάλουν την ηθική τους”.  

 

ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΜΟΙΡΟΙ ΕΥΘΥΝΩΝ

Οπως επισημαίνει και η κ. Ρουμελιώτου “οι γονείς δεν είναι άμοιροι ευθυνών, τουναντίον έχουν την κύρια ευθύνη, και στο πλαίσιο αυτό προβλέπονται σοβαρές συνέπειες τόσο από τον Αστικό όσο και από τον Ποινικό Κώδικα”. Προβλέπεται λοιπόν ακόμη και “αφαίρεση επιμέλειας ή και εισαγωγή σε ιδρυματικό πλαίσιο, αν οι γονείς κρίνονται ανίκανοι να ασκήσουν γονική επιμέλεια με τρόπο που θα ευνοεί την υγιή ανάπτυξη του παιδιού”. Αρα, ο νόμος μπορεί να προστατεύσει το παιδί. Οι δυσκολίες προκύπτουν στην εφαρμογή του, καθώς “υπάρχουν τεράστια κενά που συνδέονται κυρίως με τους υπολειτουργούντες πλέον κοινωνικούς θεσμούς. Σκεφτείτε πως αποδεκατίστηκαν οι κοινωνικοπρονοιακές δομές μετά το κύμα μαζικών αποχωρήσεων των υπαλλήλων, οι οποίοι όμως δεν αντικαταστάθηκαν λόγω των σοβαρών περιορισμών στις προσλήψεις”, επισημαίνει η ίδια. Και προσθέτει πως και ο όγκος των περιστατικών που έχουν να διαχειριστούν οι υπηρεσίες “αυξήθηκαν δραματικά εν μέσω της δίνης της κοινωνικοοικονομικής κρίσης”.

 

ΧΩΡΙΣ ΧΩΡΟΥΣ ΦΙΛΟΞΕΝΙΑΣ

Εν τω μεταξύ, πολλές φορές ξεκινούν οι διαδικασίες για την προστασία του παιδιού, ακόμη και με την εισαγωγή του σε ένα ίδρυμα, αλλά “σκοντάφτει σε περιορισμούς, όπως η ανυπαρξία κενών θέσεων, οι περιορισμοί σε επίπεδο σωματικής και ψυχικής υγείας, οι περιορισμοί λόγω ηλικίας και ούτω καθ’ εξής”.

Οπότε, τι; Αδιέξοδο; “Πραγματικά είναι ένα τεράστιο αδιέξοδο η κλειστή ιδρυματική φροντίδα, που πολλές φορές με ευκολία ξεστομίζεται σε περιπτώσεις διαπίστωσης ακατάλληλων οικογενειών, αλλά μπορεί να μπει σε εφαρμογή με τεράστιες δυσκολίες και με μεγάλη αμφισβήτηση σε σχέση με την ποιότητα επίτευξης του ουσιαστικού στόχου προστασίας του παιδιού”, απαντά η ίδια.

Υπάρχει ωστόσο “μια αισιόδοξη εξέλιξη των τελευταίων χρόνων και είναι η επανέναρξη του διαλόγου για την αναδοχή και η σταδιακή επανεμφάνισή της έστω και σε περιορισμένο εύρος”.

Επίσης αισιόδοξη εξέλιξη, σύμφωνα με την κ. Ρουμελιώτου, είναι και η ύπαρξη “των Κέντρων Στήριξης Οικογένειας που στοχεύουν στην ολόπλευρη στήριξή της”.

Ωστόσο, η βασική προϋπόθεση παραμένει “η διάθεση συνεργασίας της οικογένειας και η διαμόρφωση σχετικού «αιτήματος» στήριξης, που, όπως αντιλαμβάνεστε, στις περιπτώσεις παιδιών όπως τα εικονιζόμενα, η οικογένεια απέχει... περίτρανα”.

 

ΤΕΛΙΚΑ, Ο ΝΟΜΟΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΕΙ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ;

Στα ερωτήματα λοιπόν, αν προστατεύονται τα δικαιώματα ενός παιδιού που δέχεται κάθε μορφής κακομεταχείριση και εκμετάλλευση, και ακόμη περισσότερο το δικαίωμά του για ένα επίπεδο ζωής που θα επιτρέπει την ολόπλευρη ανάπτυξή του, μπορεί κανείς να απαντήσει θεωρητικά πως “ο νόμος είναι εδώ. Και οι θεσμοί επίσης”.

Το πώς όμως μπορεί να εξασφαλιστεί στην πράξη το δικαίωμα προστασίας ενός παιδιού από κάθε μορφής εργασία που μπορεί να εκθέσει σε κίνδυνο την ανάπτυξη ή την εκπαίδευσή του, είναι μια άλλη ιστορία.

Οπως τονίζει και η Αγγελική Ρουμελιώτου, “όλο αυτό το σύστημα χρειάζεται υποστήριξη, με δυνατότητες άμεσων παρεμβάσεων, με πλήρη στελέχωση, με μέσα και επιμόρφωση, με δυνατότητες εποπτείας και θεσμικής συνεργασίας”.

Μόνο τότε “θα μπορούμε να μιλάμε για ουσιαστική παρέμβαση στις περιπτώσεις των παιδιών που τα δικαιώματά τους παραβιάζονται κατάφωρα”.