Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου 2013 07:54

Μια διαφορετική προσέγγιση: "Οι δήμοι δεν ενδιαφέρθηκαν για την ένταξη των τσιγγάνων"

Μια διαφορετική προσέγγιση: "Οι δήμοι δεν ενδιαφέρθηκαν για την ένταξη των τσιγγάνων"

Από παιδιά οι γιαγιάδες μας μάς φοβέριζαν ότι αν δεν είμαστε καλά παιδιά "θα έρθει ο γύφτος να μας πάρει". Ο γύφτος με τα χρόνια έγινε… ο αθίγγανος και σήμερα είναι ο Ρομά.

Βέβαια πώς θα αποκαλέσει κάποιος έναν άνθρωπο που ανήκει στη συγκεκριμένη φυλετική ομάδα είναι ίσως το τελευταίο, όταν για δεκαετίες ο φόβος, η προκατάληψη και η απαξία της κοινωνίας μας απέναντί τους τούς οδήγησε στο περιθώριο και εμάς στη σιγουριά ότι όπου και να τον βάλεις το γύφτο, γύφτος θα παραμείνει. Καθοριστικός ήταν και ο ρόλος της ελληνικής Πολιτείας, που κάτω από την πίεση της Ευρωπαϊκής Ενωσης κατασπατάλησε χρήματα χωρίς αντίκρισμα για... Μπιρμπίτες και στεγαστικά δάνεια που κατέληξαν να γίνουν “Ντάτσουν” ή να αυξήσουν ανεξέλεγκτα σε περιοχές όπως η Μεσσήνη τον τσιγγάνικο πληθυσμό. Παράλληλα καμία ουσιαστική μέριμνα δεν πάρθηκε για την εκπαίδευση και την πρόσβαση στην αγορά εργασίας αυτών των ανθρώπων, και το αποτέλεσμα είναι οι τσιγγάνοι, στην συντριπτική τους πλειοψηφία, να επιβιώνουν κάνοντας κλοπές. Η “Ε” μίλησε με ανθρώπους οι οποίοι έχουν ζήσει και δουλέψει πάνω στο ζήτημα των τσιγγάνων, για να πουν τη γνώμη τους για το τι πήγε λάθος με τα φιλόδοξα προγράμματα της κοινωνικής ένταξής τους.

Ο Θοδωρής Αλεξανδρίδης νομικός σύμβουλος του Ελληνικού Παρατηρητηρίου των Συμφωνιών του Ελσίνκι (ΕΠΣΕ) εστιάζει στη στάση της ελληνικής Πολιτείας, που κατά την άποψή του συνοψίζεται στη φράση “απελθέτω απ' εμού το ποτήριον τούτο”, αλλά και στην υποκρισία των δήμων που αν και υπήρχαν χρήματα, ωστόσο, αδιαφόρησαν προκλητικά στο να δώσουν λύσεις, κυρίως στο στεγαστικό πρόβλημα των τσιγγάνων. Η Αγγελική Ρουμελιώτου κοινωνική λειτουργός στο Κέντρο Υγείας Μεσσήνης, επισημαίνει την ανάγκη οι αλλαγές να γίνουν εκ των έσω, μέσα στην ίδια την κοινότητα των τσιγγάνων, και η Πολιτεία χωρίς να χρειαστεί να ξοδέψει τρελά λεφτά να εγκαταστήσει μια κοινωνική υπηρεσία μέσα στην κοινότητά τους. Αποκαλυπτική για το ρόλο που δεν μπορεί να παίξει από μόνη της η Αστυνομία στο πρόβλημα της παραβατικότητας των τσιγγάνων είναι η παρέμβαση του νυν διοικητή της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Καλαμάτας Βασίλη Τσιγαρίδη, με άρθρο του στην “Ε” πέρυσι το Σεπτέμβριο. Στο άρθρο τονίζει την ανάγκη να αναθεωρηθεί η άποψη σχετικά με τη χρήση της φυλακής ως σωφρονιστικού μέσου μικροπαραβατών, όπως είναι οι περισσότεροι τσιγγάνοι, αλλά και την ανάγκη να συνειδητοποιήσουν οι αρμόδιοι ότι το δίκτυο «Πρόληψη - Αστυνομία - Δικαιοσύνη - Φυλακή - Κοινωνική επανένταξη» πρέπει να λειτουργήσει με ενιαία και ταυτόχρονη αντίληψη.

 

Τι μέτρα παίρνει η ελληνική Πολιτεία

 

"Ελάχιστα και πάντα μόνο υπό πίεση", λέει ο Θοδωρής Αλεξανδρίδης για τα μέτρα που παίρνει η ελληνική Πολιτεία για τους τσιγγάνους. “Τα κύρια σημεία επαφής θα πρέπει να είναι οι δήμοι, το κράτος θα πρέπει να παρέχει τα μέσα στους δήμους και βεβαίως, κάτι που δεν γίνεται, να λαμβάνει μέτρα εναντίον των δήμων που δεν κάνουν κάτι”, προσθέτει. Επισημαίνει δε ότι στην Ελλάδα “με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι οποίες οφείλονται σε χαρισματικούς δημάρχους και γιατί η τοπική κοινωνία δεν ήταν τόσο αντίθετη με τους τσιγγάνους, οι τοπικές αρχές δεν θέλουν να ασχολούνται” κι όχι γιατί “δεν υπάρχουν λεφτά, δεν έπαιρναν λεφτά για τους τσιγγάνους, γιατί αν τα έπαιρναν θα έπρεπε να κάνουν κάτι γι' αυτούς”. Κι αυτό που δεν έκαναν οι δήμοι στη Μεσσηνία, αλλά και αλλού, ήταν να λύσουν το στεγαστικό πρόβλημα των τσιγγάνων κτίζοντας οικισμούς, αλλά και να τους εντάξουν στην κοινωνία δίνοντάς τους παράλληλα πρόσβαση στην εκπαίδευση, την υγεία και την επαγγελματική κατάρτιση, όπως προέβλεπε το Ολοκληρωμένο Πρόγραμμα Δράσης (ΟΠΔ) του 2000. “Αυτά θα τα έκαναν οι δήμοι, με χρηματοδότηση από το κράτος, όμως οι δήμοι δεν ενδιαφέρθηκαν”, λέει ο Θ. Αλεξανδρίδης, ενώ ειδικά για το Δήμο Καλαμάτας επισημαίνει πως “όπως φάνηκε και με τους Ρομά στα Παλιάμπελα, για κάποιο λόγο η Μπιρμπίτα θεωρείται κανονικός οικισμός, που όμως δεν είναι. Ηταν μια προσπάθεια η οποία είχε μια βάση -σαν ενέργεια είναι καλή, αν είχε γίνει μια μελέτη και έλεγε "ναι, ξέρετε υπάρχει ο εξής αριθμός τσιγγάνων οι οποίοι έρχονται εποχικά και μετά φεύγουν", δηλαδή να λειτουργεί όπως είχε σχεδιαστεί, ως μια κατασκήνωση για προσωρινή στέγαση”.

Ομως όσο περνούν τα χρόνια η Πολιτεία βλέπει ότι οι δήμοι δεν κάνουν τίποτα, αυξάνεται η πίεση από την Ευρωπαϊκή Ενωση και για να λυθεί το στεγαστικό πρόβλημα των τσιγγάνων “αρχίζει σιγά - σιγά να ανεβαίνει ο αριθμός των δανείων, σήμερα έχουν παγώσει και υπάρχει πρόβλημα με καταπτώσεις εγγυήσεων -δηλαδή η Πολιτεία είπε “απελθέτω απ' εμού το ποτήριον τούτο”: εγώ λέω στα διεθνή φόρα ότι τους δίνω δάνεια, από εκεί και πέρα μού είναι αδιάφορο”. Σήμερα όπως λέει “όλο το δικαίωμα στη στέγαση δεν μπορεί να ικανοποιηθεί άμεσα”, γι' αυτό χρειάζεται ένας χρονικός ορίζοντας και απαιτούνται και χρήματα, “δεν μπορεί κανένα κράτος, ακόμα και το πιο εύρωστο οικονομικά να πει ότι από αύριο όλοι έχουν ένα σπίτι. Αρχίζεις κάνοντας ένα στεγαστικό σχέδιο, να πεις ότι οι ανάγκες είναι π.χ. 10.000, κι εγώ αναλαμβάνω ανά έτος να στεγάζω 2.000 οικογένειες”.

 

Η παρανομία τρόπος ζωής

Οπως μπορεί εύκολα να συμπεράνει κανείς “η έλλειψη οργανωμένης κοινωνικής πολιτικής για τους Ρομά δεν μπορεί παρά να ανακυκλώνει το πρόβλημα της ανομίας και της εγκληματικότητας, συγκρατώντας αυτή την ομάδα του ελληνικού πληθυσμού στο χώρο του κοινωνικού αποκλεισμού”, αναφέρει χαρακτηριστικά ο Βασίλης Τσιγαρίδης στο προαναφερόμενο άρθρο του στην “Ε”. Αλλά και συνάδελφοί του αστυνομικοί αυτό που επισημαίνουν είναι πως τα τελευταία χρόνια οι τσιγγάνοι επιβιώνουν μόνο με κλοπές -“δεν υπάρχει εργασία γι' αυτούς, τα επιδόματα της πρόνοιας κόπηκαν, ενώ οικογένειες που δεν κλέβουν συχνά περνούν 3 μέρες με ένα καρβέλι ψωμί, κι έχουν το μωρό να τρώει ρύζι πρωί, μεσημέρι, βράδυ”, αναφέρουν συγκεκριμένα. Και το πιο ανησυχητικό, όπως λένε είναι ότι “η εγκληματικότητα αρχίζει και παρατηρείται όλο και σε μικρότερες ηλικίες, καθώς ηλικιακά κατεβαίνει ο μέσος όρος και αυτό έχει σχέση και με τα ναρκωτικά και τη χρήση τους”.

Είναι όμως λύση στην αύξηση της μικροεγκληματικότητας των τσιγγάνων η καταστολή; Εμπειροι αξιωματικοί της Αστυνομίας επισημαίνουν πως η αντιμετώπιση της παραβατικής συμπεριφοράς των τσιγγάνων με τον τρόπο που γίνεται σήμερα, σε καμία περίπτωση δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα αλλά το αναπαράγει. Οι ίδιοι παρατηρούν ότι “έως τώρα δεν υπάρχει τσιγγάνος ο οποίος μπήκε φυλακή και σωφρονίστηκε. Απεναντίας αυτού του είδους η αντιμετώπιση αναπαράγει το εγκληματικό φαινόμενο”.

 

ΜΕΣΣΗΝΗ

Η Μεσσήνη είναι μια πόλη με μεγάλο τσιγγάνικο πληθυσμό και οι κάτοικοι της περιοχής βιώνουν την παρουσία των τσιγγάνων ως απειλή και, όχι άδικα, όπως επισημαίνει η κοινωνική λειτουργός του Κέντρου Υγείας Μεσσήνης Αγγελική Ρουμελιώτου. “Σε σχέση με το γενικό πληθυσμό της Μεσσήνης, οι Ρομά είναι πολλοί σε αριθμό. Αυτή η δημογραφική αύξηση αλλάζει συνέχεια τις ισορροπίες και από το 2001 μέχρι σήμερα οι οικογένειες εκείνες με τα 3 - 4 παιδιά αυξήθηκαν, τα παιδιά παντρεύτηκαν και απέκτησαν 5-6 παιδιά, και με τους ρυθμούς ανάπτυξης του πληθυσμού σίγουρα έχουν πάψει να είναι μειονότητα”, λέει.

Οι τσιγγάνοι της Μεσσήνης, και όχι μόνο, έχουν τη δική τους κουλτούρα και τρόπο ζωής και όπως λέει η Αγγ. Ρουμελιώτου υπάρχει ένα ζήτημα που πρέπει να λυθεί για να υπάρξει αρμονική σχέση μεταξύ των δύο κοινοτήτων: “Να κερδίσουμε σαν κοινωνία την εμπιστοσύνη τους, την χάσαμε την εμπιστοσύνη τους γιατί θυμώσανε μαζί μας, γιατί με το κύμα παραβατικότητας βάλαμε το δάχτυλο μπροστά στα μάτια μας”, λέει χαρακτηριστικά και επισημαίνει ότι “δικοί μας” συχνά κρύβονται πίσω από τις κλεψιές και καθοδηγούν τους τσιγγάνους. Ως κάτοικος όμως και η ίδια της Μεσσήνης γνωρίζει ότι η τοπική κοινωνία ζει με τις κλοπές, ενώ “όταν ο καθένας από εμάς περνά από πολλές διαδικασίες και πληρώνει για να είναι νόμιμος και δίπλα του, στο τσιγγάνικο παράπηγμα, να μην τηρείται κανένας κανόνας, υγειονομικός ή άλλος, να μην υπάρχει τουαλέτα ή δίπλα στο σπίτι να υπάρχουν παραπήγματα, ο τσιγγάνος γίνεται ενοχλητικός για την γειτονιά”. Επόμενο λοιπόν είναι “ο ντόπιος να έχει δίκιο να αισθάνεται ότι απειλείται και φοβάται τους τσιγγάνους, και ο φόβος θα δημιουργήσει θυμό”.

Τι μπορεί όμως να αλλάξει για να πάψουν οι ντόπιοι να ζουν με το φόβο των τσιγγάνων, αλλά και οι τσιγγάνοι να εμπιστευτούν τους ντόπιους; Σίγουρα “η κατάσταση δεν θα αλλάξει με μαγικό ραβδί, πρέπει να σκεφτούμε μέσα από ένα μακροπρόθεσμο πλάνο για την ισορροπημένη ένταξή τους σε βάθος δεκαετίας, κι αν δεν το κάνουμε τώρα τα προβλήματα θα γιγαντωθούν, δεδομένης και της δημογραφικής αύξησης του τσιγγάνικου πληθυσμού”, επισημαίνει η κ. Ρουμελιώτου. Γι' αυτό τώρα, πριν χειροτερέψει η κατάσταση “όλοι να κοιτάξουμε την ευθύνη μας και οι αυτοδιοικητικοί να πάψουν να αντιμετωπίζουν τους τσιγγάνους με ψηφοθηρική λογική, όπως μας λένε και οι ίδιοι οι τσιγγάνοι, γιατί έτσι δημιουργείται μια πελατειακή σχέση και κανένας νόμος και κανόνας δεν τηρείται”.

 

Κοινοτική οργάνωση

 

Οι λύσεις για την Αγγελική Ρουμελιώτου, η οποία δουλεύει από τις αρχές του 2000 με τη συγκεκριμένη κοινότητα, δεν θα έρθουν μέσα από την κατασπατάληση πόρων χωρίς αποτελέσματα στην πράξη, αλλά “πας και μελετάς το συγκεκριμένο πληθυσμό και κάνεις τις αλλαγές εκ των έσω. Μπορούσε μια υπηρεσία να ασχολείται αποκλειστικά με τους τσιγγάνους, να γίνει ο άνθρωπός τους και να παρεμβαίνει στον οικογενειακό προγραμματισμό τους, να τους μαθαίνει για την αντισύλληψη, να φροντίζει τις έγκυες γυναίκες. Τώρα η κατάσταση, οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ζουν, έχει ως αποτέλεσμα πολλά παιδιά να γεννιούνται με προβλήματα. Εκεί να εστιάσουμε και να δουλέψουμε μαζί τους, μέσα από την κοινότητα, και να αρχίσουμε να τους εντάσσουμε από μέσα”, σημειώνει.

Σημαντικό ρόλο επίσης στην κοινωνική ένταξη θα μπορούσε να έχει το σχολείο. “Το δεύτερο σημαντικό είναι η φοίτηση στο σχολείο. Εγγράφονται, ξεκινούν να παρακολουθούν μαθήματα και σε 2-3 μήνες φεύγουν από το σχολείο και κανένας δεν τα αναζητά, γιατί βολεύει τους πάντες. Η αίσθηση ότι έφυγε, ότι δεν θα είναι στο διπλανό θρανίο να μυρίζει, ότι δεν θα ενοχλεί η παρουσία του την τάξη -αλλά και στην κουλτούρα των τσιγγάνων κυριαρχεί το ότι "όσα λιγότερα ξέρεις τόσο καλύτερα θα περάσεις στη ζωή σου". Ο τσιγγάνος γονιός δεν θα σηκωθεί το πρωί να ετοιμάσει το παιδί του και να το πάει στο σχολείο”, εξηγεί. Ομως μέσα από την εκπαιδευτική κοινότητα τα παιδιά θα μάθουν τους κανόνες κοινωνικής συμβίωσης, θα μάθουν να σέβονται, γιατί “εκτός από τα κενά στη γνώση, χωρίς να πηγαίνει σχολείο δεν θα μπορέσει να μάθει να προσαρμόζεται σε κανόνες, όπως δεν βρίζω, δεν φτύνω, δεν κλέβω. Υποστηρίζουμε την σχολική φοίτηση όσο και εάν είναι ο δύσκολος δρόμος, διαφορετικά παιδιά χωρίς κοινωνική παιδεία, θα είναι οι αυριανοί ενήλικες”.