Ο μικρός αριθμός αγοραπωλησιών οφείλεται αφενός στον περιορισμό του αποθέματος και αφετέρου στη στάση αναμονής που τηρούν οι μεγάλοι έμποροι, περιμένοντας να δουν πώς θα διαμορφωθεί η ζήτηση στην εστίαση.
Η κατάσταση στη διεθνή αγορά του ελαιόλαδου περιγράφεται αναλυτικά στο ρεπορτάζ του agronews.gr, σύμφωνα με το οποίο:
"Οι τιμές στα παραγωγικά κέντρα της Ελλάδας έχουν μείνει στάσιμες με ταβάνι τα 3,65 ευρώ το κιλό, όσο οι παραγγελίες από μεσίτες και επιχειρήσεις εμφιάλωσης περιορίζονται σε μικρές ποσότητες. Βέβαια η αγορά δεν εμφανίζει σημάδια κόπωσης ως προς τις τιμές παραγωγού, αφού τα αποθέματα των συνεταιρισμών έχουν περιοριστεί και τα μηνύματα από την επερχόμενη παραγωγή δείχνουν ότι μάλλον θα είναι μικρότερη συγκριτικά με την περσινή, ειδικά σε περιοχές της Κρήτης.
Αν προκύπτει κάτι ανησυχητικό από αυτήν την προσμονή των μεγάλων βιομηχανιών της Ιταλίας και της Ισπανίας, έγκειται στο κομμάτι της κατανάλωσης στο ράφι, αφού οι Ισπανοί βιομήχανοι έσπευσαν να μετακυλήσουν στον τελικό καταναλωτή την ανάκαμψη στις τιμές παραγωγού, με την κατανάλωση τελικά να δείχνει ότι αποτραβιέται από τα ιστορικά υψηλά που σχηματίστηκαν τον περασμένο χειμώνα και την άνοιξη. Βέβαια οι παράγοντες για μια τέτοια εξέλιξη μπορεί να είναι διάφοροι, ενώ ταυτόχρονα επιστρέφει και η ζήτηση από το κλειστό μέχρι πολύ πρόσφατα κανάλι της εστίασης.
Κάπως έτσι, αρκετοί εκτιμούν ότι το ανοδικό ράλι στην τιμή ελαιόλαδου θα συνεχιστεί μόλις τα στοκ των βιομηχανιών εξαντληθούν, όσο παράλληλα η αγορά δείχνει αποφασισμένη να μην επιστρέψει στις αντιαναπτυξιακές χαμηλές τιμές της προηγούμενης διετίας. Σε επίπεδο τιμών τώρα, η μέση τιμή παραγωγού στην Ισπανία υποχώρησε κατά 4 με 5 περίπου λεπτά ανά κιλό συγκριτικά με την προηγούμενη εβδομάδα, φτάνοντας τα 3,28 ευρώ για τα έξτρα παρθένα ελαιόλαδα.
Στα 5,10 ευρώ το κιλό όσο αδειάζουν οι δεξαμενές
Την ανοδική κινητικότητα στην ευρωπαϊκή αγορά ελαιόλαδου προοιωνίζουν αυτήν την περίοδο οι εξελίξεις στη γειτονική Ιταλία, όπου οι τιμές παραγωγού έχουν διαμορφωθεί στα 4,70 με 5,10 ευρώ το κιλό, όταν την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι περιορίζονταν στα 4,30 ευρώ το κιλό.
Εκτιμήσεις από την γειτονική αγορά, κάνουν λόγο για μειωμένη παραγωγή στα βασικά παραγωγικά κέντρα της Απουλίας και της Καλαβρίας πέρυσι, με τις προοπτικές της επερχόμενης συγκομιδής να είναι επίσης αρνητικές για τα αναμενόμενα μεγέθη, αφού καλλιεργητικά ο καιρός της άνοιξης έβαλε εμπόδια. Από την άλλη, η περιοχή της Τοσκάνης φαίνεται ότι εξασφάλισε ικανοποιητική παραγωγή, περιορίζοντας τις ανάγκες των βιομηχανιών της περιοχής να εισάγουν από άλλες περιοχές.
Πάντως και εκεί φαίνεται ότι το εμπορικό ενδιαφέρον έχει ατονήσει, με τις τιμές μάλιστα να υποχωρούν κατά 20 λεπτά το κιλό σε ορισμένες αγορές, χωρίς ωστόσο να προκαλείται ανησυχία στους συνεταιρισμούς της χώρας.
Ανεβάζει στροφές το διεθνές εμπόριο
Θετικές για την εξέλιξη των τιμών παραγωγού στατιστικές παρουσίασε την περασμένη εβδομάδα και το Διεθνές Συμβούλιο Ελαιολάδου (ΙΟC), που δείχνουν το ενδοκοινοτικό εμπόριο ενισχυμένο κατά 3% συγκριτικά με την προηγούμενη περίοδο πέρυσι, όσο παράλληλα καταγράφει μια ανάκαμψη της ζήτησης για όλες τις κατηγορίες ελαιολάδου σε βασικές αγορές.
Συγκεκριμένα, μέχρι και τον περασμένο Μάρτιο οι εισαγωγές της Ρωσίας ενισχύθηκαν κατά 25%, του Καναδά κατά 18%, της Αυστραλίας κατά 16%, κατά 12% στις ΗΠΑ και κατά 5% στη Βραζιλία. Από την άλλη Ιαπωνία και Κίνα περιόρισαν τις αγορές τους κατά 14% και 1% αντίστοιχα.
Σε ό,τι αφορά την εξέλιξη των τιμών παραγωγού, το Διεθνές Συμβούλιο Ελαιόλαδου διαμορφώνει στα 3,37 ευρώ το κιλό τη μέση τιμή της Ισπανίας, υπολογίζοντας μια αύξηση της τάξης του 68,5% συγκριτικά με το καλοκαίρι του 2020.
Για την Ελλάδα, με βαρόμετρο τα Χανιά, η αύξηση που καταγράφει το IOC στις τιμές παραγωγού είναι της τάξης του 52,5% με μέση τιμή τα 3,05 ευρώ το κιλό. Στην Ιταλία η άνοδος ήταν πιο περιορισμένη συγκριτικά με τις υπόλοιπες δύο χώρες, στο 38,8% με μέση τιμή τα 4,65 ευρώ το κιλό. Φαίνεται πάντως ότι και στο πιο πρόσφατο Δελτίο του Συμβουλίου, οι Έλληνες παραγωγοί απολαμβάνουν τις χαμηλότερες τιμές στην Ευρώπη, στοιχείο που αποτυπώνουν και αντίστοιχες εκθέσεις σε βάθος δεκαετίας".