Οταν σε περιόδους κρίσης καταθέτεις προϋπολογισμό 1.000.000 ευρώ και προϋπολογίζεις μόνο 10.000 ευρώ για εξωστρέφεια, τότε δεν βοηθάς στην ανάπτυξη της τοπικής οικονομίας, δεν στηρίζεις τις μικρομεσαίες μεταποιητικές μονάδες του νομού μας και δεν σε ενδιαφέρει η αύξηση των εισροών στην τοπική οικονομία».
Ανάλογη άποψη εκφράζει και για τη στάση της Πολιτείας απέναντι στον πρωτογενή και τον δευτερογενή τομέα. «Η βοήθεια της Πολιτείας έχει αρνητικό πρόσημο», λέει χαρακτηριστικά. «Οχι απλά δεν βοηθά τους γεωργούς, αλλά τους κάνει τη ζωή πιο δύσκολη».
Παράλληλα ο Γ. Γκούμας επισημαίνει ότι από μόνη της η ποιότητα, όσο υψηλή κι αν είναι, δεν αρκεί για να προωθήσει ένα προϊόν στις αγορές. Σχολιάζει πάντως ότι «τα τελικά προϊόντα που παράγουν οι επιχειρήσεις στον τόπο μας είναι αρκετά ποιοτικά, έχουν όμως μεγάλα περιθώρια βελτίωσης. Μην ξεχνάμε πως τα στάνταρ των αγορών δεν είναι τα ίδια με αυτά του 1980 και του 1990. Δεν μπορούμε να παράγουμε ένα προϊόν με τις μεθόδους του 1980 και να το πουλάμε με την τιμή του 2014».
- Προσφέρεται η εποχή μας για εξαγωγικές επιχειρήσεις αγροτικών προϊόντων;
«Είναι πλέον γνωστό στον καθένα ότι στην αγορά υπάρχουν κενά - πάντα υπήρχαν και θα υπάρχουν. Οι άνθρωποι, οι επιχειρήσεις που βρίσκουν αυτά τα κενά και τα καλύπτουν, μπορούν να αναπτυχθούν.
Στην αγορά των αγροτικών προϊόντων, υπάρχουν αρκετές επιχειρήσεις της χώρας μας που είναι επιτυχημένες και παρουσιάζουν μια σχετικά σταθερή ανοδική πορεία. Αυτό δείχνει ότι υπάρχουν περιθώρια ανάπτυξης.
Εχοντας τις προοπτικές ανάπτυξης από τα μηνύματα που δίνει η αγορά, και δεδομένου του πολύ κακού οικονομικού περιβάλλοντος, η Πολιτεία θα έπρεπε να δίνει περισσότερα κίνητρα στις επιχειρήσεις που θέλουν να αναπτύξουν την εξαγωγική τους δραστηριότητα. Με την αδικαιολόγητα υψηλή φορολόγηση των εξαγωγικών επιχειρήσεων, με την ολική ή μερική διακοπή της χρηματοδότησης και με το γνωστό καθεστώς γραφειοκρατίας, δεν μπορεί να αναπτυχθεί κανείς με τον ταχύ ρυθμό που απαιτούν οι αγορές».
- Υπάρχει ενδιαφέρον από το εξωτερικό για τα αγροτικά προϊόντα της χώρας μας;
«Βεβαίως και υπάρχει. Για να φτάσεις όμως από το ενδιαφέρον του πελάτη στην πώληση, πρέπει να περάσεις μία δύσβατη γέφυρα. Δεν πρέπει να μας απασχολεί τόσο το αν υπάρχει ενδιαφέρον από τις αγορές του εξωτερικού για τα προϊόντα μας -όλοι ξέρουμε ότι υπάρχει-, όσο το πώς θα "περπατήσουμε" αυτή τη γέφυρα και θα φτάσουμε στην πώληση.
Κύριος παράγοντας για να πετύχεις την πώληση είναι το πόσο ανταγωνιστικό είναι το προϊόν που προωθείς. Πιο συγκεκριμένα, η τιμή, η σχέση ποιότητας-τιμής, η συσκευασία και η ευελιξία του προϊόντος, ώστε να προσαρμόζεται στην ανάγκη του πελάτη, είναι οι μεταβλητές που αποτελούν τη συνάρτηση της πώλησης».
- Η αγροτική παραγωγή στη Μεσσηνία ανταποκρίνεται στα στάνταρ που θέτουν οι ξένες αγορές, όσον αφορά την ποιότητα των προϊόντων;
«Η ποιότητα των προϊόντων της περιοχής μας είναι πολύ καλή, εξ ου και οι ιδιαίτεροι χαρακτηρισμοί της περιοχής μας - "ευλογημένη", "δώρου θεού" κ.ά. Η γεύση, η διατροφική αξία και άλλες ιδιότητες των τοπικών προϊόντων προκαλούν ενθουσιασμό σε όποιον τα γνωρίσει.
Η ποιότητα των τελικών προϊόντων είναι όμως αυτή που απασχολεί τους αγοραστές. Η ποιότητα του τυποποιημένου ελαιόλαδου, των συσκευασμένων σύκων, είναι αυτή που πρέπει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των ξένων αγορών.
Πιστεύω πως τα τελικά προϊόντα που παράγουν οι επιχειρήσεις στον τόπο μας είναι αρκετά ποιοτικά, έχουν όμως μεγάλα περιθώρια βελτίωσης. Μην ξεχνάμε πως τα στάνταρ των αγορών δεν είναι τα ίδια με αυτά του 1980 και του 1990. Δεν μπορούμε να παράγουμε ένα προϊόν με τις μεθόδους του 1980 και να το πουλάμε με την τιμή του 2014».
- Με την πείρα που έχετε αποκτήσει από τη συνεργασία σας με το εξωτερικό, πώς θα προσδιορίζατε την έννοια "ποιότητα"; Και αρκεί μόνο αυτή για να διασφαλίσει την επιτυχημένη πορεία μιας εξαγωγικής επιχείρησης;
«Η ποιότητα των τελικών προϊόντων μιας επιχείρησης είναι, όπως ξέρουμε, μέρος της συνολικής της εικόνας. Οι αγοραστές του εξωτερικού εξετάζουν το κύρος και την αξία της επιχείρησης. Η συνολική της αξία όμως δεν αποτελείται μόνο από την ποιότητα των προϊόντων της. Η φερεγγυότητα και η συνέπεια των ανθρώπων της, η αξιοπιστία της, η ιστορία της, η οικονομική της θέση κ.α. αποτελούν, μαζί με την ποιότητα των προϊόντων της, την συνολική της εικόνα, αυτή που βλέπουν οι πελάτες.
Για να διασφαλιστεί η ανοδική πορεία μιας εξαγωγικής επιχείρησης θα πρέπει αυτή να έχει μια σοβαρή και σταθερή παρουσία».
- Πόσο καλά βλέπετε να αντεπεξέρχεται ο πρωτογενής τομέας τα τελευταία 5 χρόνια στην πατρίδα μας, με δεδομένο το οικονομικό κλίμα που υπάρχει στο εσωτερικό της;
«Το οικονομικό κλίμα που επικρατεί στην περιοχή μας έχει διαφορετικές συνέπειες στον κάθε γεωργό. Παρατηρείται ότι οι "κακοί" γεωργοί καταστρέφονται και οι "καλοί" μένουν στάσιμοι.
Το μεγαλύτερο πλήγμα στην γεωργία πιστεύω πως είναι η μη ανάπτυξη των "καλών" γεωργών και των "καλών" επιχειρήσεων. Τα χρόνια περνούν, και όλη η κοινωνία, αντί να κάνει βήματα μπροστά, παραμένει στο ίδιο σημείο - ενώ πολλές φορές κάνει και βήματα προς τα πίσω».
- Στην ελληνική γεωργία αντιστοιχεί το 29% της αξίας των ελληνικών εξαγωγών. Θεωρείτε ότι -με βάση το στοιχείο αυτό- η Πολιτεία επενδύει επαρκώς στον πρωτογενή τομέα;
«Οπως προανέφερα, η βοήθεια της Πολιτείας προς τον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα έχει αρνητικό πρόσημο. Οχι απλά δεν βοηθά τους γεωργούς, αλλά παράλληλα τους κάνει τη ζωή πιο δύσκολη.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η φορολόγηση των εισοδημάτων τους. Δεν διαφωνώ με την φορολόγησή τους, αυτό είναι μια άλλη κουβέντα, διαφωνώ με την εποχή που ξεκίνησε η φορολόγησή τους. Οταν ένα έθνος, μια οικονομία, προσπαθεί να φύγει από την ύφεση, θα πρέπει να δίνει "ανάσα" και να επενδύει στα δυνατά χαρτιά της.
Γιατί π.χ. να μην εφαρμοστεί ένας νόμος που να ενθαρρύνει τις επενδύσεις των γεωργών για την ανάπτυξη της καλλιέργειάς τους;».
Η αναδιάρθωση των συκεώνων
- Είναι γνωστό ότι τα σύκα δεν φτάνουν πλέον για την εξαγωγή. Πόσο ρεαλιστική είναι η αναδιάρθρωση και η επέκταση των φυτειών ώστε να καλύπτουν ανάγκες και να ανοίγουν αγορές;
«Σίγουρα τίποτα δεν είναι εύκολο, όταν αυτό όμως κρίνεται αναγκαίο και η αγορά το ζητάει, πρέπει να κάνουμε ακριβώς αυτό που πρέπει. Η αναδιάρθρωση σαφώς απαιτεί χρόνο και προϋποθέτει σχεδιασμό.
Η συνεργασία επιβάλλεται, και θα πρέπει από κοινού η Συκική και οι μεταποιητές, με ειλικρίνεια και πνεύμα συνεργασίας, να δημιουργήσουν ένα ασφαλές πεδίο με πρόγραμμα τουλάχιστον δεκαετίας - προσδοκώντας, όχι μόνο την αύξηση της της παραγωγής, αλλά και την αναβάθμιση της ποιότητας, που σε αυτό το χρονικό σημείο κρίνεται αναγκαία, για να επιτύχουν όσο το δυνατόν καλύτερες τιμές για τους παραγωγούς».
- Πόσο έχει επηρεάσει η κρίση τις ελληνικές τυποποιητικές και εξαγωγικές επιχειρήσεις, που στηρίζονται στον πρωτογενή τομέα; Εχετε εικόνα για τη Μεσσηνία;
«Οπως ανέφερα, η κρίση δεν βοηθά τις επιχειρήσεις να αναπτυχθούν. Αλλες τις φέρνει σε πολύ δύσκολη θέση και άλλες, που τα οικονομικά τους είναι καλύτερα, τις περιορίζει, χωρίς αυτές να μπορούν να αναπτυχθούν με σταθερό ρυθμό.
Στη Μεσσηνία αρκετές επιχειρήσεις έχουν περιορίσει αισθητά την δραστηριότητά τους, παίρνοντας λιγότερα ρίσκα, πράγμα που επαληθεύει την ύφεση στην επιχειρηματικότητα και την οικονομία γενικότερα».
- Εχουν γίνει κινήσεις στο θέμα του μάρκετινγκ από τους Ελληνες εξαγωγείς, ώστε να καταστεί το προϊόν τους ελκυστικό;
«Οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν δείξει δείγματα πετυχημένου μάρκετινγκ (καινοτόμες συσκευασίες, νέα προϊόντα, βελτίωση ποιότητας κ.α.). Συμμετέχουν σε διεθνείς εκθέσεις στο εξωτερικό και προβάλλονται συνεχώς, με όλο και μεγαλύτερη συχνότητα.
Βέβαια, τα παραπάνω ισχύουν για τις μεγάλες επιχειρήσεις, με τις μικρότερες να μην μπορούν να διαθέσουν κεφάλαια για την εξωστρέφειά τους, λόγω έλλειψης πόρων.
Ολες όμως αυτές οι επιχειρήσεις λειτουργούμε ατομικά, χωρίς μια συλλογική προσπάθεια και κοινό στόχο. Βλέπουμε επιχειρήσεις από χώρες του εξωτερικού να συνεργάζονται, με σκοπό την κοινή ανάπτυξή τους, να κάνουν σχεδιασμούς μάρκετινγκ συλλογικά, έχοντας και τη βοήθεια από τους κρατικούς τους φορείς».
- Η δική σας εμπειρία από τις εξαγωγές ελαιοκομικών προϊόντων ποια είναι;
«Ο ανταγωνισμός στα ελαιοκομικά προϊόντα είναι μεγάλος. Οταν λέω ανταγωνισμός, δεν αναφέρομαι στον τοπικό ανταγωνισμό, αλλά στον παγκόσμιο. Οι "αντίπαλοί" μας είναι οι επιχειρήσεις άλλων χωρών (βλ. Ισπανία, Ιταλία, Τυνησία) οι οποίες καταφέρνουν να έχουν ένα πολύ πιο ανταγωνιστικό προϊόν από εμάς.
Τα τοπικά μας προϊόντα έχουν την υψηλή ποιότητα, χωρίς όμως την απαραίτητη εξωστρέφεια και διαφήμιση. Πώς θα ανταγωνιστείς τους Ισπανούς, όταν αυτοί έχουν τηλεοπτικές διαφημίσεις στις περισσότερες χώρες;
Σίγουρα υπάρχει και το μερίδιο αγοράς για τα ελληνικά προϊόντα, που αποκτήθηκε με κόπο όλα αυτά τα χρόνια, από εταιρείες της χώρας μας, αλλά αυτό δεν φτάνει. Στόχος μας πρέπει να είναι η διεύρυνση του μεριδίου αυτού.
Ολα αυτά τα χρόνια οι επιχειρήσεις ακολουθούν στην στρατηγική "push/pull", ξοδεύοντας τα περισσότερα χρήματά τους για να βάλουν τα προϊόντα τους, με το ζόρι, στο ράφι.
Ισως θα πρέπει να διαθέσουμε παραπάνω χρήματα στην pull. Να διαθέσουμε περισσότερα κεφάλαια για άμεση διαφήμιση στους τελικούς καταναλωτές (π.χ. τηλεοπτική διαφήμιση), ώστε να είναι αυτοί που θα ζητούν τα προϊόντα μας στα ράφια».
- Οι αποκαλούμενες “εναλλακτικές” καλλιέργειες, κατά πόσο θεωρείτε ότι έχουν αλλοιώσει την παραδοσιακή ελληνική γεωργία; Θα πρέπει, νομίζετε, ο αγρότης να μείνει σε αυτή την γεωργία και να μη δοκιμάσει νέα πράγματα;
«Η άποψή μου είναι ότι χρειαζόμαστε τους υφιστάμενους αλλά και τους νέους, μελλοντικούς, γεωργούς να δώσουν έμφαση στην εξέλιξη και ανάπτυξη των παραδοσιακών μας καλλιεργειών. Οι εναλλακτικές νέες καλλιέργειες απαιτούν από τους γεωργούς να αποκτήσουν την κατάλληλη γνώση, εξειδίκευση και στο επόμενο στάδιο την εμπειρία, πράγμα που απαιτεί πολύ χρόνο και χρήμα.
Η τοπική μας οικονομία χρειάζεται άμεση ώθηση, και αυτή είναι πιο εύκολο να την πετύχουμε αν γίνουμε καλύτεροι σε αυτό που ήδη ξέρουμε και εξειδικευόμαστε, τις παραδοσιακές μας καλλιέργειες».
Η συμβολαιακή γεωργία
- Ποια είναι η εμπειρία σας από τη συμβολαιακή γεωργία; Μπορεί να αποτελέσει επικερδή διέξοδο για τον αγροτικό κόσμο, αλλά και να διασφαλίσει εξαγωγικές επιχειρήσεις αγροτικών προϊόντων;
«Η συμβολαιακή γεωργία υπήρχε και στο παρελθόν, από μεγάλες εταιρείες στην Ελλάδα. Η ανάγκη για εξασφάλιση της προώθησης των προϊόντων των γεωργών σε καθορισμένη τιμή, με μείωση έτσι του ρίσκου, και η ανάγκη για διασφάλιση της πρώτης ύλης από τις επιχειρήσεις, είναι τα βασικά κίνητρα για να την εφαρμόσει κάποιος.
Τα τελευταία χρόνια έχει προστεθεί ένα ακόμα κίνητρο, αυτό της χρηματοδότησης της παραγωγής μέσω τραπεζών.
Κατά την άποψή μου, η συμβολαιακή καλλιέργεια αποτελεί ένα σύγχρονο "όπλο" για τους παραγωγούς και τις επιχειρήσεις, ώστε να αντιμετωπίσουν την οικονομική κρίση και να αναπτυχθούν».
- Η πατατοκαλλιέργεια είναι βασική για μια ολόκληρη περιοχή της Μεσσηνίας. Στις συνθήκες που διαμορφώνονται έχει μέλλον και υπό ποίες προϋποθέσεις;
«Μέσω της πατατοκαλλιέργειας και της εξαγωγής πατάτας σε διάφορες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, τα κεφάλαια που εισρέουν στην τοπική οικονομία είναι αξιοσημείωτα. Είναι πολλές οικογένειες που ζουν από αυτό. Υπάρχει μέλλον για την καλλιέργεια αυτή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις που πάνω - κάτω όλοι γνωρίζουν.
Συγκεκριμένα, θα πρέπει να δημιουργηθούν κι άλλες Ομάδες Παραγωγών, να εφαρμόσουν σύστημα ολοκληρωμένης διαχείρισης και να διαφημίσουν το προϊόν για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και την ποιότητά του.
Η εταιρεία μας το εφαρμόζει εδώ και 10 χρόνια περίπου κι έχει αναβαθμίσει την διαχείριση του προϊόντος, μέσω των απαραίτητων συστημάτων ποιότητας και ιχνηλασιμότητας, που εκτός των άλλων προστατεύουν και την υγεία των καταναλωτών».
- Κάθε χρόνο στην Ελλάδα επαναλαμβάνεται το “σίριαλ” με τις εισαγωγές πατάτας από τρίτες χώρες, η οποία διατίθεται από κάποιους ακόμα και ως ελληνική. Πόσο προστατεύει η Πολιτεία τα ελληνικά αγροτικά προϊόντα;
«Εχουμε δει και στο παρελθόν αρκετές εταιρείες της Κεντρικής Λαχαναγοράς Ρέντη, με υποκαταστήματά τους ή και με συσκευαστήρια, που εδρεύουν κυρίως στον Νομό Αχαΐας, να παραποιούν γαλλικές και αιγυπτιακές πατάτες, αμφίβολης ποιότητας, στις λαχαναγορές και στα σούπερ μάρκετ σε όλη την Ελλάδα.
Επιβλήθηκαν πρόστιμα, αλλά το σύστημα ελέγχου από τότε χαλάρωσε αρκετά - και αυτή τη στιγμή πιστεύω ότι οι εισαγωγές και η παραποίηση των προϊόντων βρίσκονται σε έξαρση.
Θα πρέπει οι ελεγκτικές αρχές, ιδιαίτερα την περίοδο των εορτών, να εντείνουν τους ελέγχους προκειμένου να μην υπάρχει αυτός ο αθέμιτος ανταγωνισμός και η παραπλάνηση του καταναλωτή. Είναι πάντως απορίας άξιον πώς κάνουμε εισαγωγές, από τρίτες χώρες, προϊόντων που έχουμε σε επάρκεια, σε αυτή τη δυσχερή οικονομική θέση που βρίσκεται η ελληνική οικονομία».
Τι κάνει το Επιμελητήριο
- Εχετε διατελέσει αντιπρόεδρος στην Αναπτυξιακή Εταιρεία του Δήμου Καλαμάτας, αλλά και αντιπρόεδρος του Επιμελητηρίου Μεσσηνίας. Εχουν γίνει, κατά τη γνώμη σας, οι απαραίτητες κινήσεις για να βοηθηθούν οι εξαγωγείς αλλά και οι παραγωγοί, ειδικά στα δύσκολα χρόνια που διανύουμε στη χώρα μας;
«Δυστυχώς, τα τελευταία δύο χρόνια οργανωμένη και σωστή προώθηση των προϊόντων της Μεσσηνίας δεν γίνεται. Συγκεκριμένα, για πρώτη φορά πριν από δυο χρόνια, στο Επιμελητήριο Μεσσηνίας πάρθηκε κατά πλειοψηφία απόφαση για την ενίσχυση της προβολής των επιχειρήσεων του νομού μας, με 50% επί των δαπανών τους για τη συμμετοχή τους στις σημαντικότερες κλαδικές εκθέσεις σε Ευρώπη, Αμερική, Κίνα και Ρωσία. Ενώ αυτή η ενέργεια είχε μεγάλη επιτυχία και έδωσε τη δυνατότητα ακόμα και στις μικρές επιχειρήσεις της περιοχής μας, δηλαδή δόθηκε το κίνητρο και στον μικρό επιχειρηματία να προβάλει οργανωμένα και στοχευμένα τα προϊόντα του στο εξωτερικό, το ίδιο Δ.Σ. του Επιμελητηρίου Μεσσηνίας αποφάσισε τη μείωση της ενίσχυσης αυτής, κατ’ αρχήν σε 60% και φέτος στο σύνολό του κατά 90%.
Θεωρώ ότι η Διοικούσα Επιτροπή του Επιμελητηρίου και ο εκτελών χρέη προέδρου στην παρούσα διοίκηση είναι έξω από τα πλαίσια κάθε αναπτυξιακής πρωτοβουλίας για την εξωστρέφεια που όλοι αυτή τη στιγμή επικαλούνται και αναζητούν. Οταν σε περιόδους κρίσης καταθέτεις προϋπολογισμό 1 εκατομμυρίου ευρώ και προϋπολογίζεις μόνο 10.000 ευρώ για εξωστρέφεια, τότε δεν βοηθάς στην ανάπτυξη της τοπικής οικονομίας, δεν στηρίζεις τις μικρομεσαίες μεταποιητικές μονάδες του νομού μας και δεν σε ενδιαφέρει η αύξηση των εισροών στην τοπική οικονομία.
Αν συνδυάσουμε και την παρακμή του συνεταιριστικού κινήματος με όλα αυτά που παρακολουθούμε κάθε ημέρα, μάλλον τα πράγματα είναι άσχημα για τους παραγωγούς και τις επιχειρήσεις της Μεσσηνίας. Είναι αναγκαίο να αλλάξουμε έγκαιρα πολιτική όλοι μαζί, ιδιώτες, φορείς και συνεταιρισμοί, να προχωρήσουμε στη δημιουργία υγιών ομάδων, clusters, με σωστή συνέργεια και να διατηρήσουμε ό,τι πολυτιμότερο έχουμε ως περιοχή, δίνοντας και την ευκαιρία στους νέους ανθρώπους. Υπάρχει άραγε πιο δύσκολο πράγμα στη ζωή από το να στερείς την εργασία από έναν νέο άνθρωπο;».