Κυριακή, 07 Μαϊος 2017 14:22

Η ιστορική πραγματικότητα δεν είναι αναπαράσταση

Η ιστορική πραγματικότητα δεν είναι αναπαράσταση

Απάντηση στον Ιωάννη Πλεμμένο

Αγαπητέ κ. Πλεμμένε, θα επιτρέψετε σε μένα, τον ελάχιστο εκπαιδευτικό, να σας απευθύνω ένα απόφθεγμα του συνάδελφού σας καθηγητού Νόαμ Τσόμσκι, που έχει γράψει ότι: «Υπάρχει ένας καλός λόγος που δεν σπουδάζει ιστορία ο καθένας. Σου μαθαίνει πάρα πολλά». 

Χαίρομαι ειλικρινά που το κείμενό μου στην εφημερίδα "Ελευθερία" (8,1 Απριλίου 2017 και 25 Μαρτίου 2017) περί της δημιουργίας των εκδηλώσεων της επετείου της 23ης Μαρτίου 1821 και τη συμμετοχή της εκκλησιαστικής κοινότητος της Καλαμάτας σε αυτές προκάλεσε την απάντηση του κ. Ι. Πλεμμένου, ερευνητή στο Κέντρο Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών. Ο επιστημονικός διάλογος συμβάλλει στην έρευνα, ιδίως όταν είναι οξύς. Ειδικά στη θεολογία, την ιστορία και τη φιλοσοφία -επιστήμες που υπηρετώ σεμνά επί έτη. Οπως έχει αποδείξει ο Κ. Πόπερ, ακόμα και η διατύπωση παράδοξων ή αστήρικτων απόψεων βοηθά στην προσέγγιση της αλήθειας μέσω της διάψευσής τους. 

Ο κ. Πλεμμένος στις 14 Απριλίου 2017, στην εφημερίδα "Ελευθερία", απαντά στα γραφόμενά μου με άρθρο του υπό τον τίτλο: «Επινοημένη ιστορία ή επιβεβλημένη αναγνώριση;».

Απαντώντας λοιπόν στις θέσεις του, θα ήθελα να επισημάνω τα εξής:

Είναι απορίας άξιον πως ο κ. Πλεμμένος αναφέρει, ότι η προκήρυξη του Γερμανού καταγράφει ημερομηνίες παλαιού και νέου ημερολόγιου. Συγκεκριμένα με εγκαλεί λέγοντας ότι παρέβλεψα αυτή την λεπτομέρεια: «Σε αυτό, εμείς προσθέτουμε και την περίεργη ημερομηνία που φέρεται να εκφωνήθηκε ο λόγος και που είναι η 8η/20η Μαρτίου, με το παλαιό και το νέο ημερολόγιο αντίστοιχα. Ο κ. Μπουγάς παραβλέπει αυτή τη “λεπτομέρεια”, θεωρώντας ότι πρόκειται για την 20ή Μαρτίου/1 Απριλίου». Η αναφορά του με εξέπληξε, καθώς η 1η Απριλίου δεν αναφερόταν στο κείμενό μου. Συνεπώς, δεν είμαι εγώ που επινοώ. 

Σε πολλά χειρόγραφα, επιστολές και δημόσια έγγραφα του 18ου, 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα δεν τίθεται θέμα παλαιού και νέου ημερολογίου, αλλά διαφοράς 11, 12 και 13 ημερών αντίστοιχα ανά αιώνα, μεταξύ των κρατών της δυτικής Ευρώπης και της Ανατολής. Πρακτική την οποία χρησιμοποιούσαν πολλοί συντάκτες επιστολών, ιδιαιτέρως από και προς την Ευρώπη -οι μορφωμένοι ως επί το πλείστον- η οποία συνεχίστηκε όλον τον 19ο αιώνα. Οι ημερομηνίες αναγράφονται στο Ιουλιανό ημερολόγιο, που ίσχυε στον ορθόδοξο ανατολικό κόσμο (οθωμανική αυτοκρατορία), και στο Γρηγοριανό ημερολόγιο που ίσχυε στον δυτικό κόσμο, το οποίο τον 19ο αιώνα προηγείται κατά δώδεκα ημέρες του Ιουλιανού. Στην περίπτωση αυτή έχουμε διπλή ένδειξη.

Ενδεικτικά, για του λόγου το αληθές, παραθέτω τα εξής -άσχετα βεβαίως με το θέμα- παραδείγματα :

1. το ΦΕΚ 1/1833 Ναύπλιον 16 Φεβρουαρίου/ 28 Φεβρουαρίου

 2. Επιστολή Αδελφότητας Αγίας Τριάδος του Λιβόρνου με ημερομηνία 3/14-4-1796 για την πρόσληψη διδασκάλου. Αλλη επιστολή των ιδίων με ημερομηνία 15/27 Ιουνίου 1814 περί του διδασκάλου Γρηγορίου Παλιουρίτη (στο Γεωργίου Μοσχόπουλου, Πληροφορίες για τη συμβολή της Ελληνικής κοινότητας του Λιβόρνου στο φωτισμό του Γένους (18ος- 19ος αι.).

3. «Τη 23 Μαρτίου (12 δηλαδή) 1706 έγραφεν ο Κομνηνός περί του Φιλαδελφείας Μελετίου Τυπάλδου…» στο Κωνσταντίνου Μπόνη Προέδρου της Ακαδημίας, Ο της Εθνεγερσίας Πρόδρομος Μητροπολίτης Μονεμβασίας Γρηγόριος Σωτηριανός ο Γέροντας Αθήνα 1987, Ακαδημία Αθηνών.

4. Επιστολή του Ιωάννη Καποδίστρια με ημερομηνία 6/18 Απριλίου 1819 προς τον Γενικό πρόξενο της Ρωσίας στην Πάτρα με τίτλο: «Εγκύκλια επιστολή με παρατηρήσεις πάνω στα “μέσα” βελτίωσης της μοίρας των Ελλήνων».

Κάθε ερευνητής οφείλει να γνωρίζει ότι δεν πρόκειται περί παλαιού και νέου ημερολογίου, αλλά περί δυτικού και ανατολικού ημερολογίου. Αν τα ανωτέρω παραδείγματα δεν τον πείθουν περί τούτου, ας αναζητήσει ως ερευνητής άλλα πλείστα όσα.

Βεβαίως στα περί πρωτιάς της Πάτρας ή της Αγιας Λαύρας δεν προσθέτει κάτι καινούργιο, διότι και ο κ. Κρεμμυδάς τα αναφέρει αυτά σε άρθρο του στο περιοδικό “Μνήμων” (1996), το οποίο και επικαλείται ο κ. Πλεμμένος στην προς εμέ απάντηση του. 

Ο κ. Κρεμμυδάς στο άρθρο του αυτό στηρίζεται κυρίως την πλαστότητα του εγγράφου του Γερμανού και σε λανθασμένα, όπως υποστηρίζει, χωρία της Παλαιάς Διαθήκης. Απορίας άξιον είναι ότι ενώ, όπως αναφέρει ο ίδιος, χρησιμοποιεί την έκδοση της Παλαιάς Διαθήκης του 1939, δεν υπάρχει κατ’ εμέ καμία λανθασμένη παραπομπή στην Παλαιά Διαθήκη. Επίσης, ο συντάκτης αυτής της προκηρύξεως φυσικά και δεν είχε υπόψη του την έκδοση του 1939, αλλά άλλη έκδοση της εποχής του. Ενδεχομένως βεβαίως η διακήρυξη αυτή να μην είναι γνήσια, αλλά αυτό θα το αποδείξει περισσότερο η κριτική φιλολογική μελέτη αυτής και όχι τόσο η ιστορική. Βεβαίως ο κ. Κρεμμυδάς, όπως φαίνεται από την όλη του έρευνα, δεν έχει σκοπό να δώσει την πρωτιά στην Καλαμάτα, αλλά να απομυθεύσει την πίστη περί την 25ην Μαρτίου 1821. Αλλά, από το 1966 τον έχουν προλάβει άλλοι, οι οποίοι βεβαίως δεν σκόπευαν να αφαιρέσουν από την ελληνική εθνική συνείδηση τον πολύτιμο θρύλο της 25ης Μαρτίου 1821. «Συγκινητική λαϊκή παράδοσις τοποθετεί την έκρηξιν της Ελληνικής Επαναστάσεως κατά την 25ην Μαρτίου 1821. Κατ’ αυτήν, εορταζομένου του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, ο Μητροπολίτης Παλαιών Πατρών Γερμανός εκήρυξε μετά των προυχόντων της Αχαΐας από της Μονής της Αγίας Λαύρας την έναρξιν του Αγώνος. Ο θρύλος αυτός, πολύτιμος ως ένδειξις των ενδομύχων συναισθημάτων της Φυλής όπως συνδέση την αποτίναξιν του τουρκικού ζυγού μετά την μεγάλης ημέρας του Χριστιανισμού, πρέπει να διαχωρισθεί από τα δηλούντα την ιστορικήν αλήθειαν γεγονότα. Πολύ προ της ημερομηνίας αυτής διάσπαρτα γεγονότα είχον λάβει χώραν, εξελιχθέντα ραγδαίως ». βλ. Γεωργίου Δημακόπουλου, Η διοικητική οργάνωσις κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν, 1821-1827, Αθήνα 1966, σελ. 37. στο: (https://www.didaktorika.gr/eadd/handle/10442/11282). Οταν κάποιος είναι ερευνητής οφείλει να διαβάζει και να σχολιάζει όλες τις πηγές, όχι όσες τον βολεύουν. Εκτός και αν σε άλλες επιστήμες και σε αυτήν που θεραπεύει ο κ. Πλεμμένος τη λαογραφία, ισχύει ιδιαίτερη επιστημονική μέθοδος, διάφορη των υπολοίπων ανθρωπιστικών σπουδών. 

Σκοπός του άρθρου μου ήταν να τονιστεί ότι με κατασκευή αναπαραστάσεων τα πρωτεία της Επαναστάσεως του 1821 μπορεί να διεκδικήσουν η Αρεόπολη, τα Καλάβρυτα (τα οποία και τα διεκδίκησαν), η Πάτρα το Ιάσιο, το Λουτρό της Οιχαλίας, το Γαλάτσι, όπου στις 21 Φεβρουαρίου 1821 ο Βασίλειος Καρραβιάς-Τσεπέρης υψώνει πρώτος την σημαία της Επανάστασης νικώντας την τουρκική φρουρά, και κάθε πόλη όπου συνέβη μάχη ή εξέγερση προ της 23ης Μαρτίου 1821. «Ανεξαρτήτως των θρύλων και των απόψεων περί των πρώτων πολεμικών επεισοδίων εν αύτη ή εκείνη τη περιοχή της Πελοποννήσου, δεν πρέπει να αποσυνδέωνται των εν Ελλάδι τα διαδραματισθέντα εν Μολδαβία γεγονότα και η εν Ιασίω υπό του Αλεξ. Υψηλάντου κήρυξις της Επαναστάσεως κατά την 24ην Φεβρουαρίου 1821. Ο διαχωρισμός αυτός των δύο κινημάτων κρίνεται ιστορικώς αυθαίρετος και εθνικώς απαράδεκτος». Δ. Ζακυνθηνού, Η Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος, εν Αθήναις 1965, σελ. 59. 

Το όντως σημαντικό γεγονός της Καλαμάτας τον Μάρτιο του 1821 είναι η προκήρυξη της Μεσσηνιακής Γερουσίας, μνημείο λόγου για το άθλημα της ελευθερίας του ανθρώπου, τότε και πάντοτε, κάτι το οποίο πρέπει να τονίζεται στις επερχόμενες γενεές και να μην υποβιβάζεται η σημασία του με αναπαραστάσεις, με «αμαλίες και τσολιαδάκια» όπως την εποχή της εθνικοφροσύνης μετά τον εμφύλιο. Σε σύνολο εκατό μαθητών της Α’ και Β’ Λυκείου σε σχολείο της Καλαμάτας μόνο 5 γνωρίζουν κάτι για μια προκήρυξη στην Καλαμάτα. Οι υπόλοιποι μαθητές γνωρίζουν για τους χορούς, τα τραγούδια και τα άλογα με τα οποία έρχεται ο «Κολοκοτρώνης» με κάτι τσολιάδες. Λέει αυτό κάτι σε όσους υποστηρίζουν τους θεατρινισμούς και το εθνικόφρων κιτς; Ως επιστήμονες θα έπρεπε να μας ενδιαφέρει η αλήθεια, όχι ο χαβαλές και οι πανηγυρικοί. Θα έπρεπε να αντιμαχόμεθα το ψεύδος και όχι να το υπηρετούμε. Η δουλειά του διανοούμενου είναι να ανοίγει φως στο σκοτάδι, να συγκρούεται, όχι να υπηρετεί δουλικά με την συγγραφή θεατρικών έργων για την υποστήριξη τοπικών ιστορικών αναληθειών. 

Για τα περί πρώτης απελευθερωθείσης της πόλεως υπάρχουν από το 1821 μέχρι το 1946 σποραδικές αναφορές από διαφόρους λογίους, σε διάφορες εφημερίδες, χωρίς όμως να έχει καθιερωθεί κανείς μέχρι το 1946 εορτασμός. Ούτε καν είχε χαρακτηριστεί η ημέρα αυτή ως επέτειος, σε αντίθεση με τον πανελληνίως καθιερωμένο εορτασμό της 25ης Μαρτίου, εορτασμό που ετελείτο με κάθε λαμπρότητα και στην πόλη της Καλαμάτας.

Η πόλη της Καλαμάτας, από το 1946 και εντεύθεν, διεκδίκησε τα πρωτεία με τις πλάτες του κράτους. Το ελληνικό κράτος όμως για να μην υπάρχουν αυτού του είδους οι διεκδικήσεις έχει καθιερώσει την 25ην Μαρτίου ως ημέρα σύμβολο της Εθνεγερσίας του 1821, κάτι το οποίο καθιερώθηκε στην συνείδηση των όπου γης Ελλήνων μέχρι σήμερα. 

Γιατί λοιπόν οι της Καλαμάτας άρχοντες και διανοούμενοι διεκδίκησαν μετά τον εμφύλιο ή και κατά την διάρκεια αυτού, την καθιέρωση της Καλαμάτας ως της πρώτης απελευθερωθείσης πόλεως της Ελλάδος κατά την Επανάσταση του 1821; Βεβαίως και προ του 1947 υπήρξαν διάφορες αναφορές στην περί Καλαμάτας επανάσταση, αλλά καμία αναφορά σε εορτές και επετείους, διότι αυτές δημιουργούνται μετά το 1946 και κορυφώνονται το 1952. Πεδίον δόξης λαμπρόν διά τους ερευνητές η απάντηση στο ερώτημα αυτό. Η δημοσίευση του μικρού χρονικού καθιερώσεως αυτού του εορτασμού από τον γράφοντα είναι μια πρώτη απάντηση στο ερώτημα αυτό. Στην προς εμέ απάντησή σας κ. Πλεμμένε δεν λάβατε καθόλου υπόψη σας τα ιστορικά ντοκουμέντα, τα οποία παρέθεσα για τον τρόπο δημιουργίας των εκδηλώσεων της 23ης Μαρτίου στην Καλαμάτα.

Η ιστορική έρευνα θα συνεχιστεί, με όλες τις αντικρουόμενες προσεγγίσεις, χωρίς πανηγυράκια, φολκλορικές αναπαραστάσεις και θεατρινισμούς, με τίποτα στατικό ή με οποιαδήποτε προσπάθεια δημιουργίας ιστορικής τοπικιστικής συνειδήσεως με κατασκευασμένες ιστοριούλες. Πολύ περισσότερο με την μετονομασία μιας αμαχητί ειρηνικής παραδόσεως, ή ενός περιπάτου κατ’ άλλους, σε Επανάσταση.

Καμία Δοξολογία δεν έγινε στο Ναό των Αγίων Αποστόλων, γιατί ουδεμία γραπτή πηγή εποχής έχουμε για αυτό το γεγονός, πλην του αποδεδειγμένα πλαστού χειρογράφου του παπα-Πολυζώη Κουτουμάνου. Εξάλλου, όλες οι δευτερογενείς πηγές αναφέρουν ότι έγινε η δέηση παρά τον ποταμό. Παρά τον ποταμό λοιπόν υπήρχαν τρεις ναοί τότε: ο του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, που λειτουργούσε ως ενοριακός, ο του Αγίου Νικολάου (Φλαρίου), που λειτουργούσε ως ενοριακός, και ο των Αγίων Αποστόλων, που δεν ήταν ενοριακός, αλλά μικρό παρεκκλήσιο. Μάλιστα μέχρι σήμερα υπάρχει μικρή πόρτα στον Ναό του Αγίου Νικολάου προς τον ποταμό. Εδώ θα πρέπει ο ιστορικός να συμβουλευθεί και την περί της Καλαμάτας πολεοδομική ιστορική έρευνα.

Οι θέσεις του κ. Πλεμμένου για την συμμετοχή κληρικών σε αναπαραστάσεις δηλώνουν άγνοια σε θέματα θεολογικής και εκκλησιαστικής τάξεως. Ναι, κ. Ερευνητά της Λαογραφίας, συνιστά εκκλησιαστική παρεκτροπή και εκκοσμίκευση η παρουσία ιερέως με το Ευαγγέλιο σε τελετή αναπαραστάσεως. Οχι βεβαίως επειδή το λέγω εγώ, αλλά επειδή πουθενά δεν υπάρχει στις λειτουργικές-εκκλησιαστικές διατάξεις της Εκκλησίας τέτοια πράξη. Για επιβεβαίωση των λεγομένων μου μπορείτε να απευθυνθείτε, ενδεχομένως και για να με διαψεύσετε, στην εκφράζουσα την εκκλησιαστικότητα Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος. 

Τελειώνοντας σας γνωρίζω ότι η θεολογία της Εκκλησίας δεν υποτάχθηκε ποτέ και δεν θα υποταχθεί σε καμία λαογραφική προσέγγιση και προσπάθεια υποταγής που γίνεται τον τελευταίο καιρό, σε οιονεί δοξολογίες, ανάμματα δάδας, τοποθέτηση κουμπουριών επάνω στο ευαγγέλιο εντός ναών, από διαφόρους πολιτιστικούς και μη συλλόγους, με την ευκαιρία των εορτασμών εθνικών επετείων. Αυτοί οι ανιστόρητοι ημιμαθείς νομίζουν ότι η Εκκλησία είναι τσιφλίκι τους. Και ενθαρρύνονται όταν κάποιοι κληρικοί είναι άγευστοι του εκκλησιαστικού γεγονότος και γίνονται αναπαραγωγοί ή και οργανωτές εθνικιστικών θεατρινισμών. Η Εκκλησία δεν μετρά την ιστορία και τα γεγονότα της με μέτρα ιστορικά, αλλά με μέτρα μεταμορφωτικά, με μέτρα της ερχομένης και παρούσης βασιλείας του Χριστού. Η παρουσία ιερέων-ηθοποιών σημειολογικά καθηλώνει αυτούς στο τώρα, στο αναπαριστώμενο ιστορικό γεγονός.

Η δημιουργία ενός ακόμη θρύλου, ο οποίος καθιερώνεται στην συνείδηση των ανθρώπων μιας περιοχής, όπως οι κάτοικοι της Καλαμάτας, αποτελεί εύκολη λεία στους αποδομητές της ιστορίας, οι οποίοι στην συνέχεια μπορούν να περάσουν όποιο μήνυμα θέλουν και κάθε διεθνιστική ιδεολογία μέσα από την κατευθυνόμενη ιστορική έρευνα. Για τον λόγο αυτό, κατά την γνώμη μου, θα πρέπει να αντιμετωπίζονται τα γεγονότα της ιστορίας με νηφαλιότητα και κριτικό πνεύμα και όχι με εθνικιστικές εξάρσεις, οι οποίες δημιούργησαν μέχρι τώρα μεγάλα προβλήματα στην ιστορική έρευνα, με αποτέλεσμα να ιδεολογικοποιείται από διαφόρους η ιστορική πραγματικότητα.

 

Ιωάννης Π. Μπουγάς

Θεολόγος και Εκπαιδευτικός, Διδάκτωρ Νεωτέρας Ελληνικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και Φιλοσοφίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.