Τους λόγους κατανόησα αργότερα, όταν προσπάθησε να προσεγγίσω ερευνητικά πλευρές του απέραντου χρονικά και χωρικά και άκρως σημαντικού αυτού πεδίου, που ονομάζεται ρωμαϊκή εποχή. Στη χώρα μας, το ρωμαϊκό παρελθόν ταυτίστηκε, μεταξύ άλλων, με την αρνητική πλευρά της ιστορικής εξέλιξης, όπως επισημαίνουν Ελληνες και ξένοι ερευνητές.
Τα τελευταία χρόνια η κατάσταση έχει αλλάξει. Αρκετοί, νέοι κυρίως ερευνητές ασχολούνται συστηματικά με τη Ρωμαιοκρατία, ενώ στα Πανεπιστήμια Θεσσαλονίκης και Κρήτης διδάσκουν καταξιωμένοι συνάδελφοι. Στα μεγάλα αστικά κέντρα της ρωμαϊκής εποχής, όπως η Πάτρα και η Κόρινθος, αλλά και η Σπάρτη, το Αργος, η Θεσσαλονίκη, η Γόρτυνα και η Ελεύθερνα της Κρήτης, καθώς και η Μεσσήνη έχουν έλθει στο φως αξιόλογα υλικά κατάλοιπα της περιόδου, που μελετώνται από αρχαιολόγους τόσο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, όσο και των πανεπιστημίων και των ξένων Αρχαιολογικών Σχολών. Δεν αποτελεί πια έκπληξη το γεγονός ότι οργανώνονται συχνά συνέδριο, σεμινάρια και διαλέξεις με ποικίλα θέματα της ρωμαϊκής περιόδου στην Ελλάδα. Εισάγεται συχνά η προβληματική της κλασικής παράδοσης και του νέου που προσκομίζει η ρωμαιοκρατία στον ελλαδικό χώρο. Δημοσιεύονται πρωτότυπες μελέτες με πρωτογενές υλικό, που ανοίγουν νέους ορίζοντες στην έρευνα των ελληνικών πόλεων στα ρωμαϊκά χρόνια.
Στις ελληνικές πόλεις, ο αρχιτεκτονικός και πολεοδομικός εκρωμαϊσμός συντελείται με ήπιο τρόπο και με τη χρήση κλασικών αρχιτεκτονικών στοιχείων και προτύπων στο πολιτικό και θρησκευτικό κέντρο τους. Η τάση είναι ηθελημένη και ως ένα βαθμό κατευθυνόμενη από την ελίτ των ίδιων των πόλεων, που δρουν με δικά τους έξοδα ή με οικονομική ενίσχυση από την κεντρική εξουσία όχι όμως με ανάμειξη ή επέμβαση του ίδιου του αυτοκράτορα. Καίριος ήταν ο ρόλος της προσκείμενης στον αυτοκράτορα αστικής τάξης των αριστοκρατών στις πολεοδομικές και αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις, με βάση και τη μαρτυρία επιγραφών. Αντίστοιχα φαινόμενα έχουν παρατηρηθεί και σε ρωμαϊκές πόλεις της Πελοποννήσου της επαρχίας Αχαΐας, όπως για παράδειγμα στην Αρχαία Μεσσήνη.
Οι Ελληνες καλλιτέχνες υπηρέτησαν με έμπνευση την καλλιτεχνική παράδοση της πατρίδας τους και κατανόησαν τους κανόνες της αγοράς και μετέδωσαν την τέχνη τους σε ολόκληρη τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, στα πλαίσια της λεγόμενης «ρωμαϊκής ειρήνης». Ηταν οι καλλιτέχνες, όχι οι παραγγελιοδότες, που έφερναν τις νέες ιδέες και αυτό προκύπτει από τη μελέτη των γλυπτών που έχουν έλθει στο φως στην Αθήνα και στις ελληνικές πόλεις συμπεριλαμβανομένης της Αρχαίας Μεσσήνης.
Ο όρος “νεοαττική τέχνη” είναι δικαιολογημένος γιατί η Αθήνα πρωτοστατεί στην παραγωγή ποικίλων έργων, όπως κρατήρων, ανάγλυφων πλακών, σαρκοφάγων και άλλων αντικειμένων, από τον 1ο αι. ως τον 3ο αι. μ.Χ., που προορίζονταν για εξαγωγή, προκειμένου να κοσμήσουν τις επαύλεις ή τους πολυτελείς τάφους των Ρωμαίων αριστοκρατών και των εκρωμαϊσμένων εύπορων Ελλήνων, οι οποίοι ζούσαν σε πόλεις της αυτοκρατορίας και βέβαια στην Αρχαία Μεσσήνη, όπου έχουν δει το φως σημαντικά αντίγραφα αγαλμάτων φημισμένων κλασικών προτύπων, όπως του δορυφόρου του Πολυκλείτου, της πραξιτελικής Αρτέμιδος Λαφρίας. Η απεικόνιση επιφανών ανδρών, ιστορικών προσώπων του πνεύματος, της τέχνης και της πολιτικής ανήκει αποκλειστικά στις ιδιαιτερότητες της ελληνικής κουλτούρας με αγοραστές όχι μόνο Ρωμαίους αλλά και Ελληνες της ελίτ. Η εφεύρεση της ερμαϊκής στήλης με πορτραίτο (χωριστά δουλεμένο, χάλκινο ή ενσωματωμένο στον κορμό της στήλης), τον 1ο αι. π.Χ., από Αθηναίους μάλλον καλλιτέχνες, έριξε κατακόρυφα το κόστος, διευκόλυνε τις μεταφορές και εξοικονόμησε φυσικά χώρο στις επαύλεις και στα δημόσια οικοδομήματα για έκθεση πολλών έργων. Ενα αξιόλογο πορτραίτο της ύστερης περιόδου του Αδριανού είναι αυτό του Μεσσήνιου ευπατρίδη Σαιθίδα Καιλιανού (Εικ. 1).
Ο τρόπος με τον οποίο η μεσσηνιακή κοινωνία αντιμετώπισε κατά καιρούς τα πολυπληθή έργα γλυπτικής από ορείχαλκο ή μάρμαρο που κοσμούσαν τα δημόσια οικοδομήματα της πόλης τους δεν ήταν ενιαίος, ιδιαίτερα στην ύστερη ρωμαϊκή περίοδο, όταν ο χριστιανισμός είχε επεκταθεί σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Ορισμένα από τα πρώιμα έργα άλλαξαν θέση, ταυτότητα, χρήση και μορφή ακόμη και φύλο με μερική ή ολική επεξεργασία, στο πλαίσιο μιας διεργασίας που αποκαλείται ανακύκλωση.
Υπάρχουν βεβαίως και περιπτώσεις ολικής καταστροφής μαρμάρινων έργων με κατακερματισμό για λόγους θρησκευτικούς, αλλά κυρίως για λόγους μετατροπής τους σε οικοδομικό υλικό και κυρίως ασβέστη. Ωστόσο, δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο της consecratio cristiana, του καθαγιασμού και «εκχριστιανισμού» παγανιστικών αγαλμάτων με την εγχάραξη σταυρών ή άλλων χριστιανικών συμβόλων στο πρόσωπο ή σε αθέατα σημεία του κεφαλιού ή του κορμιού τους.
Από τα έργα που αποκαλύφθηκαν στις ανασκαφές της Αρχαίας Μεσσήνης ιδιαίτερα σημαντικό και πολυσήμαντο, παρά τα σπασίματα και τις ελλείψεις, είναι το άγαλμα της θεάς Ισιδας, που καθισμένη θηλάζει το παιδί της, τον Ωρο (Εικ. 2). Αυτό το πρωτότυπο σε σύλληψη και πλήρως εξελληνισμένο άγαλμα της πανάρχαιας αιγυπτιακής θεότητας, αποτελεί έργο άριστης τέχνης των πρώιμων ρωμαϊκών χρόνων. Με το αριστερό χέρι αγγίζει τρυφερά την πλάτη του παιδιού της, ενώ εκείνο καθισμένο στην αγκαλιά της μητέρας του ακουμπά το υψωμένο δεξί του στο αριστερό γυμνό στήθος της.
Η εικονογραφική συγγένεια της Ισιδας που θηλάζει το βρέφος Ωρο με τη βρεφοκρατούσα Θεοτόκο, την Παναγία της δικής μας θρησκείας, είναι προφανής. Η θεά του Νείλου με τα δέκα χιλιάδες ονόματα, η μυριώνυμος Ισιδα ταυτίστηκε με πολυάριθμες θεότητες του αρχαίου ελληνικού πανθέου, συμπεριλαμβανομένης της Δήμητρας και θεωρήθηκε εφευρέτης του σίτου και όλων των καρπών της γης. Αγαπήθηκε με πάθος και λατρεύτηκε από τους κατοίκους της ελλαδικής χερσονήσου και των νησιών ως την ύστερη αρχαιότητα, ενώ πολλές από τις υποστάσεις της, όπως εκείνη της Ισιδας Πελαγίας, προστάτιδας των ναυτικών, ενσωματώθηκαν στη χριστιανική πίστη.
Το αρχιτεκτονικό συγκρότημα που ήλθε στο φως αμέσως νότια από το Θέατρο της Αρχαίας Μεσσήνης ταυτίζεται με το ιερό της Ισιδος που είδε ο Παυσανίας στη θέση αυτή. Στο νότιο τμήμα του συγκροτήματος αποκαλύπτεται ένα πλέγμα από δέκα περίπου υπόγειες ανισομεγέθεις αίθουσες μεγάλων διαστάσεων και βάθους που ξεπερνά τα 6 μέτρα και επικοινωνούν μεταξύ τους μέσω αψιδωτών θυραίων ανοιγμάτων ύψους 4 μέτρων κατά μέσο όρο.
Η λειτουργία του συγκροτήματος σχετίζεται με τελετουργίες μύησης όπου ο ρόλος του νερού ήταν ουσιαστικός για τη μετάβαση του μυημένου στον κόσμο των πιστών της αιγυπτιακής λατρείας, όπως συμβαίνει στην τέλεση του μυστηρίου της βάπτισης. Οι μύστες, μετά από κατήχηση που δέχονταν καθισμένοι σε λίθινα έδρανα, έπρεπε σε συνέχεια να βυθιστούν στο νερό των δεξαμενών, στο πλαίσιο μιας τελετουργικής πράξης που συμβόλιζε το θάνατο του Οσίριδος από πνιγμό στα νερά του Νείλου και την ανάστασή του. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο (Περί Ισιδος, 39), κατά τη διάρκεια της τέλεσης των μυστηρίων του Οσίριδος, ο ιερέας βάδιζε στο νερό κρατώντας ένα δοχείο στο οποίο συγκέντρωνε συμβολικά τα επιπλέοντα μέλη του Οσίριδος. Από μέλη διάσπαρτα ανέστησε τον γιο της η Ισιδα.
Η μεταφορά στοιχείων της μυητικής αυτής τελετουργίας στο χριστιανισμό είναι προφανής, ενώ η εγγύτητα των δύο ιερών στην Αρχαία Μεσσήνη, του ιερού της Ισιδας και της χριστιανικής εκκλησίας των χρόνων του Ιουστινιανού δεν είναι τυχαία.
Του Πέτρου Θέμελη