Δεν υπάρχουν πολλά γραπτά στοιχεία γι’ αυτό. Eτσι, κύριες πηγές μας είναι οι χωρογραφικοί πίνακες των Hopf και Buchon. Στον χωρογραφικό πίνακα του K. Hopf: Chroniques Greco-Romanes – 1463, αναφέρεται το Mayayiado vel Maconico. Στον πίνακα του K. Hopf και πάλι, Chroniques Greco-Romanes (fol 394), που αφορά το Σεπτέμβριο του 1467, υπάρχουν τα ερείπια (R) του Manconico στα χέρια των Τούρκων. Ακόμη, στον πίνακα του J. A. Buchon: “Le Livre de la Congueste de la Moree V.I.P. (64-65) – Dichiarazione di Tutta la Moree Fata nel 1471 – La Signoria (Venise) Possiede”, αναφέρεται το Monciniaco, τότε όμως στα χέρια των Βενετών. Οπως κι αν έχει, και μόνο το όνομα του χωριού ταυτοποιεί τα ερείπια στο λόφο του Παλιόκαστρου με το οχυρό Manconico.
Η άποψη που θέλει το όνομα του οχυρού Mayayiado ή Maconico να είναι το όνομα κάποιου Ισπανού τυχοδιώκτη της Ναβάρρας δεν μπορεί να ευσταθεί. Κι αυτό γιατί αφού οι Ισπανοί εγκαταστάθηκαν στην περιοχή, αρχικά σαν τοποτηρητές του Jaques de Beaux το 1381, τότε θα έπρεπε το Mayayiado ή Maconico να αναφέρεται από τον K. Hopf στον χωρογραφικό πίνακα του 1391. Ομως το όνομα Maconico ή Manconico ή Monciniaco το συναντάμε μόνο από το χωρογραφικό πίνακα του 1463 και μετά, δηλαδή αμέσως με την κατάκτηση του Δεσποτάτου του Μυστρά από τους Τούρκους και σχεδόν ταυτόχρονα με την έναρξη του πρώτου βενετοτουρκικού πολέμου. Φυσικά η οχυρή θέση και ο οικισμός που προϋπήρχαν θα είχαν κάποιο άλλο όνομα που σήμερα δεν σώζεται.
Ετσι έφτασε στις μέρες μας μόνο σαν Μαγγανιακό. Αυτό το παλιότερο όνομα πρέπει να αναζητηθεί. Βέβαια σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να γίνει ασφαλής ταυτοποίηση του κάστρου του Μαγγανιακού, αν αυτό δεν είναι αποτέλεσμα μελέτης και τεκμηρίωσης από ευρήματα ή γραπτές πηγές.
Η προσέγγιση στο ερειπωμένο κάστρο είναι σχετικά εύκολη μέχρι τον αυχένα του λόφου, αλλά από εκεί και πάνω και μέχρι την κορυφή απαιτεί καλή φυσική κατάσταση, λόγω του απόκρημνου σε μερικά μέρη και κατάφυτου με πυκνή θαμνώδη βλάστηση λόφου. Για να φτάσει κανείς στο παλιό οχυρό υπάρχουν δυο προσπελάσεις. Η μία, από το Μαγγανιακό και η άλλη από την Κορομηλιά. Η προσέγγιση είναι πιο ομαλή από τη βορειοδυτική πλευρά του λόφου, δηλαδή πίσω από το Μαγγανιακό, από τον αυχένα που σχηματίζεται μεταξύ της Κορομηλιάς (Ζαγάραινας) και του λόφου του Παλιόκαστρου.
Ξεκινώντας από την πλατεία του Μαγγανιακού ακολουθούμε το δρόμο προς τα δυτικά και βόρεια του χωριού, δηλαδή το δρόμο που οδηγεί στους πρόποδες του λόφου. Στα βόρεια αυτού του δρόμου ξεκινάει ένας αγροτικός χωματόδρομος με κατεύθυνση προς το βορρά. Στη μοναδική διασταύρωσή του με έναν άλλο αγροτικό χωματόδρομο ακολουθούμε τον ανατολικό δρόμο που οδηγεί κοντά στην πλαγιά του λόφου. Από τη βορειοδυτική πια πλευρά του λόφου, εκεί όπου άλλωστε σε μερικά ομαλά σημεία της πλαγιάς φαίνεται ακόμα ο παλιός λιθόστρωτος δρόμος που οδηγούσε στο κάστρο, ακολουθώντας τους λιθοσωρούς που είναι σπαρμένοι ψηλά στην πλαγιά και αφορούν τα ερείπια του εξωτερικού τείχους, προσεγγίζουμε προσεκτικά την κορυφή.
Η κεντρική πύλη του κάστρου φαίνεται να ήταν στα βορειοδυτικά του κάστρου και μπορεί να ανιχνευθεί μόνο από το έλλειμμα λιθοσωρών και την εκεί διακοπή του εξωτερικού τείχους.
Στην κορυφή, δίπλα στα εμφανή ερείπια του κεντρικού πύργου (donjon), υπάρχει η δεξαμενή του κάστρου, στο κέντρο του εσωτερικού περιβόλου που φαίνεται να έχει διαστάσεις 5 x 8 μέτρα. Η δεξαμενή διατηρεί ένα τμήμα της οροφής της και έχει διαστάσεις 1,2 x 2,8 μέτρα. Για λόγους ασφαλείας των κοπαδιών τους όμως, οι ντόπιοι βοσκοί τη γέμισαν αργότερα με πέτρες.
Οπως και σε άλλα κάστρα της φραγκοκρατίας, έτσι και εδώ η στέρνα είναι επιχρισμένη και εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να είναι στεγανή.
Η θέα προς το νότο είναι μοναδική. Από εδώ φαίνεται σχεδόν όλη η Μεσσηνία, από τον Ταΰγετο μέχρι την Κορώνη. Ο Μεσσηνιακός Κόλπος απλώνεται κι αυτός στο νότο. Ανατολικά διαγράφονται οι κορυφές της Ιθώμης και του Ψωριάρη, νότια υψώνονται το Βουνάκι, το Ψώβουνο και το Αλωνάκι του Τρικόρφου ενώ στα δυτικά ξεχωρίζουν τα βουνά της Κυπαρισσίας.
Συνεχίζοντας την έρευνα στο κάστρο, κατεβαίνουμε λίγο τη νότια πλαγιά πάνω από το Μαγγανιακό, πηγαίνοντας από τα δυτικά προς τα ανατολικά του λόφου. Και εδώ θα συναντήσουμε πάλι δυο σειρές λιθοσωρών που απ’ ό,τι φαίνεται αφορούν τα δυο τείχη του κάστρου. Η απόσταση του εσωτερικού από το εξωτερικό τείχος ποικίλλει και είναι περίπου 4 με 5 μέτρα, ανάλογα με τη διαμόρφωση του εδάφους. Σε μερικά σημεία, κυρίως στη νοτιοανατολική αλλά και την ανατολική πλευρά υπάρχουν ανάμεσα στους λιθοσωρούς θεμέλια αλλά και υπολείμματα τειχών σε ύψος από μισό μέχρι το πολύ ενάμισι μέτρο. Το πάχος των θεμελίων είναι λίγο περισσότερο από ένα μέτρο. Στα ανατολικά του οχυρού, υπάρχουν τα ερείπια ενός πύργου με τετράγωνη κάτοψη, διαστάσεων περίπου 3 x 3 μέτρων, που πρέπει να αποδοθεί, λόγω και της εξαιρετικά εποπτικής θέσης του, σε παρατηρητήριο (βίγλα).
Αυτό που όμως είναι πραγματικά εντυπωσιακό σε αυτό το σχεδόν ολοκληρωτικά κατεστραμμένο κάστρο είναι η μεγάλη έκτασή του. Πρόκειται για τα ερείπια ενός περίπου τετράπλευρου κάστρου, που στεφανώνει την κορυφή του λόφου σε μια διάμετρο μεγαλύτερη από 35 μέτρα.
Η έκταση αλλά και η θέση του σχετικά άγνωστου οχυρού δείχνουν κάποιο σημαντικό οχυρό της μεσσηνιακής ενδοχώρας την εποχή της Φραγκοκρατίας. Οι ακανόνιστες πέτρες και τα λιγοστά κεραμικά δομικά στοιχεία δείχνουν μια μεγάλη αλλά και φτιαγμένη γρήγορα οχυρή κατασκευή, που μπορεί να ανήκει στη Φραγκοκρατία. Επειδή δεν υπάρχουν ψηλά τείχη, δεν υπάρχουν και στοιχεία για τις επάλξεις του. Ετσι δεν μπορεί κανείς να χρονολογήσει το οχυρό από τις πολεμίστρες του και τη φιλοσοφία της θωράκισής του. Ομως ο κεντρικός πύργος (donjon), η δεξαμενή αλλά και το υπόλειμμα των θεμελίων ενός τετράπλευρου μικρού πύργου στα ανατολικά συνηγορούν στη χρονολόγησή της οχυρής κατασκευής στην εποχή της Φραγκοκρατίας.
Στα νοτιοανατολικά του κάστρου και έξω από αυτό, υπάρχουν ερείπια κάποιου προϊστορικού οικισμού, που μάλλον ήταν οχυρωμένος. Αυτή η οχύρωση προσαρμοζόταν στις απαιτήσεις των κατά καιρούς κυρίων της περιοχής. Ετσι εδώ πρέπει να υπήρχε κάποιο περιφερειακό οχυρό των Μεσσηνιακών Πολέμων, που αργότερα μετεξελίχθηκε σε βυζαντινό κάστρο. Αυτό καταλήφθηκε και ανακατασκευάστηκε από τους Φράγκους και είναι το κάστρο που, όπως αναφέρει ο Περικλής Στασινόπουλος στην “Ιστορία της Μεσσηνίας”, «επανεκτίσθη επί Φραγκοκρατίας».
Ανάλογα ερείπια υπάρχουν και σε άλλα μέρη γύρω από το χωριό, πράγμα που ενισχύει την άποψη για διαχρονική κατοίκηση του χώρου. Στο κέντρο του χωριού, μόλις 50 μέτρα νοτιοανατολικά από την πλατεία, εξακολουθεί να στέκεται όρθια, με ύψος περίπου 5 μέτρα, μια γωνιά ενός βυζαντινού “μελίπυργου”. Στον περίβολο του πύργου υπάρχουν τα ερείπια του βυζαντινού Ναού του Αγίου Ιωάννου. Η συνύπαρξη πύργου και ναού σε κοινό περίβολο παραπέμπει στην ύστερη βυζαντινή εποχή, όταν και η οχύρωση ναών και μοναστηριών ήταν απαραίτητη και συνηθισμένη. Αλλωστε δεν είναι μακριά από εδώ το Ανδρομονάστηρο με τον οχυρό πολεμόπυργό του.
Η καταστροφή του ναού αλλά και μεγάλου τμήματος του μελίπυργου θα πρέπει να έγινε σε ανώμαλες εποχές δηώσεων και εξανδραποδισμών. Πιθανές εποχές γι’ αυτή την καταστροφή είναι δύο: Η πρώτη, με την ανακατάληψη της περιοχής από τους Τούρκους το 1466 κατά τον πρώτο βενετοτουρκικό πόλεμο. Κι αυτό γιατί όπως είδαμε στον πίνακα του K. Hopf, το Σεπτέμβριο του 1467 το Μαγγανιακό αναφέρεται σαν ερείπια (R) στα χέρια των Τούρκων. Η δεύτερη είναι η περίοδος αμέσως μετά τα Ορλωφικά (1770-79), τότε που η μανία των αλβανικών στιφών δεν άφηνε τίποτα όρθιο στο πέρασμά τους.