Τρίτη, 13 Αυγούστου 2019 22:16

Κάστρα και οχυρά της Μεσσηνίας: Τα ταμπούρια στο Μανιάκι (β' μέρος)

Γράφτηκε από τον

Το πρωί της επομένης ημέρας (19 Μαΐου 1825), ο Αρχιμανδρίτης Παπαφλέσσας, οι καπετάνιοι που τον ακολούθησαν και πολλοί στρατιώτες πήγαν στις θέσεις που έπρεπε να οχυρωθούν για την πολεμική αναμέτρηση με τις ορδές του Ιμπραήμ.

Αφού εγκρίθηκε η θέση απεφάσισαν όλοι μαζί να γίνουν τρία οχυρώματα (ταμπούρια) με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να υπερασπίζεται το ένα το άλλο. Από τα τρία ταμπούρια ο Φλέσσας κατέλαβε το πρώτο στα βόρεια της θέσης. Στο δεύτερο, το μεσαίο, πήγαν ο Δημήτριος Φλέσσας μαζί με άλλους στο δε τρίτο ταμπούρι πήγαν ο Πιέρος Βοϊδής και οι Μανιάτες καπετάνιοι. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ο γαμπρός του Πετρόμπεη, Αθανασούλης Καπετανάκης ή Αθανάσιος Μιχάλης, καθώς και ο φημισμένος Μανιάτης πειρατής καπετάν Παναγιώτης Κεφάλας. Τα οχυρώματα είχαν διεύθυνση από βορά προς νότο. Η θέση που έγιναν τα ταμπούρια έκρυβε μεγάλο κίνδυνο επειδή αυτά ήταν στην πλαγιά και όχι στην κορυφή ή στη ράχη κάποιου υψώματος. Ετσι δεν υπήρχε ικανή απόσταση μεταξύ των επιτιθέμενων Αιγυπτίων και των οχυρωμένων πολεμιστών του Αρχιμανδρίτη αφού η ορατότητα μεταξύ τους ήταν περιορισμένη.

Θύματα και της έλλειψης «υπηρεσίας πληροφοριών» δεν κατάφεραν να προσδιορίσουν το μέγεθος του εχθρικού στρατεύματος αλλά κυρίως την ώρα της επίθεσης. Ο Ιμπραήμ με οργανωμένο δίκτυο παραπληροφόρησης διέσπειρε αντικρουόμενες φήμες για τον αριθμό του στρατού του αλλά και την ημέρα της εκστρατείας του. Ετσι κατάφερε να αιφνιδιάσει και να τρομοκρατήσει αυτό το γενναίο σώμα των ανδρών του Παπαφλέσσα που ουσιαστικά δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την κατασκευή των οχυρωμάτων. Ο Αρχιμανδρίτης ήθελε κλειστά ταμπούρια για μεγαλύτερη ασφάλεια αλλά η εμφάνιση του πολυπληθούς στρατεύματος των Τουρκοαιγυπτίων το επόμενο πρωί (20 Μαΐου)  τους έκοψε την ανάσα. Δύο εχθρικά τμήματα φάνηκαν, το πρώτο πάνω από το βουνό και το χωριό Σκάρμιγκα και το δεύτερο στη Χώρα, πάνω από το Κεφαλόβρυσο, μεταξύ των οχυρωμάτων και του βουνού Αγιά στα δυτικά. Η απόσταση των επερχομένων εχθρών ήταν λίγο περισσότερη από μια ώρα.

Αφού οι Έλληνες είδαν το πολυπληθές τουρκικό στράτευμα που «σκέπασε όλον τον τόπον, όσον βλέπει το μάτι του ανθρώπου» φοβήθηκαν και άρχισαν να μουρμουρίζουν. Η φυγή έγινε η πρώτη σκέψη των περισσοτέρων. Ο Παπαφλέσσας κάλεσε κοντά του τον μυστικοσύμβουλο και γραμματέα του Γεώργιο Καραγιαννόπουλο, που αργότερα μετονομάστηκε Τισαμενός, και τον διέταξε να πάρει τα άλογά του και όλους τους υπηρέτες του, εκτός από τον Μιχαήλ Στάικο, και να πάει να εγκατασταθεί στην απέναντι ράχη. Επειδή ο Τισαμενός δεν ήθελε να τον εγκαταλείψει ο Αρχιμανδρίτης τον υποχρέωσε να πάει εκεί για να περιγράψει την επερχόμενη μάχη αλλά και για να παρακινεί και να οδηγεί τους τυχόν ερχόμενους για βοήθεια, να παίρνουν γρήγορα μέρος στη μάχη και να χτυπούν στα νώτα τον εχθρό. Παρά όμως τη σχετική αισιοδοξία του αρχηγού πολλοί στρατιώτες αλλά και καπετάνιοι αποφάσισαν να φύγουν. Οσοι έμειναν, κι’ αυτοί δεν ήταν περισσότεροι από επτακόσιοι, άκουσαν τον θερμό λόγο της ψυχής του μεγάλου Εθνεγέρτη:

«Πιστεύω αδιστάκτως ότι θα είμεθα νικηταί, αλλ’ ο μη γένοιτο, και νικηθώμεν, θα αδυνατίσωμεν την δύναμιν του εχθρού, πολλούς Τούρκους θα χάση, και την μάχην μας θα την ονομάσουν ιστορικώς Λεωνίδειον μάχην, Παπαγεώργη!»

Τότε ο Μανιάτης καπετάνιος Πιέρος Βοϊδής είπε αυτά τα αξιομνημόνευτα λόγια:

«Πάμε εις τα ταμπούρια μας, και όποιος θα μείνη γιαμά, ας ακούη των γυναικών τα μοιρολόγια»…

Ετσι και έγινε. Οσοι έμειναν πολέμησαν γενναία. Ελάχιστοι διασώθηκαν. Τα ηρωικά κορμιά έπεσαν σαν τα φύλλα  στα οχυρώματά τους. Μετά το τέλος της άνισης μάχης ο Ιμπραήμ πασάς πήγε στο οχύρωμα του γενναίου Αρχιμανδρίτη και οι στρατιώτες του βρήκαν το αποκεφαλισμένο σώμα του ανάμεσα σε πλήθος εχθρικών πτωμάτων. Κοντά στο σώμα του Παπαφλέσσα βρέθηκε και το σώμα του Γάλλου στρατιώτη που είχε δώσει σαν υπασπιστή του ο Γάλλος τυχοδιώκτης «φιλέλληνας» στρατηγός Henri Roche, απεσταλμένος της «Φιλελληνικής Εταιρείας των Παρισίων» προς την Ελληνική Διοίκηση. Πολλοί νεκροί Τούρκοι γύρω από το Γάλλο φάνηκε ότι έπεσαν από το σπαθί του. Μετά από διαταγή του πασά βρήκαν και το κεφάλι του Αρχιμανδρίτη. Η επιβεβαίωση της ταυτότητας του νεκρού έγινε από τον ψυχογιό του Μιχαήλ Σταϊκόπουλο. Τότε σήκωσαν το άψυχο σώμα και αφού έπλυναν το ματωμένο κεφάλι και τα γένια, το έδεσαν και το στήριξαν σ’ ένα ξύλο έτσι που ο Παπαφλέσσας φαινόταν να στέκεται σαν να ήταν ζωντανός. Ο Ιμπραήμ στάθηκε τότε μπροστά του και αφού τον παρατήρησε για λίγο, γύρισε στους αξιωματικούς του και τους είπε:

«τω όντι αυτός ήτον ικανός και γενναίος άνθρωπος και καλύτερον ήτον να επαθαίναμεν άλλην τόσην ζημίαν, αλλά να τον επιάναμεν ζωντανόν, διότι πολύ ήθελε μας χρησιμεύσει»…

[Αποσπάσματα από το «Βίο του Παπαφλέσσα» του Φωτάκου έκδ. 1868]

Επειτα ο Ιμπραήμ έφυγε από τον τόπο της θυσίας και στρατοπέδευσε στο χωριό Σκάρμιγκα.

Μια επιστολή που στάλθηκε αργότερα, τον Μάρτιο του 1828, στον κυβερνήτη του ελεύθερου κράτους Ι. Καποδίστρια, από τον οικτρά διασωθέντα αγωνιστή της μάχης στα ταμπούρια στο Μανιάκι, Γιώργη Αρκαδινό, αποδίδει σίγουρα το κλίμα και την ατμόσφαιρα αυτού του άνισου αγώνα. Η περιγραφή των δυνάμεων που πήραν μέρος στη μάχη  αλλά και τα αποτελέσματα της μάχης έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα όταν αναφέρονται από έναν αγωνιστή που σώθηκε από αυτή τη σκληρή δοκιμασία. Τα δε αντίποινα των Τουρκοαιγυπτίων στους αγωνιστές της μάχης της Σφακτηρίας δεν θα πρέπει για κανένα λόγο να ξεχασθούν:

«Εξοχώτατε Κυβερνήτα της Ελλάδος,

Ιδετε την αθλιότητα εις την οποίαν κατήντησα διά την πατρίδα. Αφού επολέμησα εις διάφορα μέρη της Πελοποννήσου με τα στρατεύματα τα Αρκάδια έτη πέντε, τέλος ευρέθην και εις την μάχην την γενομένην ανά μέσον Σαμπρίκης και Μανιάκης ομόρων χωρίων Αρκαδίας και Νεοκάστρου, εν η έπεσεν ο αοίδημος Γρηγόριος Δικαίος ο Φλέσσιας. Εν ω Κυβερνήτα είμεθα τρεις χιλιάδες τον αριθμόν εις την θέσιν εκείνην Ελληνες, οι περισσότεροι ιδόντες το σμήνος των πολεμίων έφυγον, εμείναμεν δε επτακόσιοι περίπου στρατιώται, διήρκεσε δε η μάχη ώρας δέκα. Εκ των επτακοσίων δε, μόλις εύρον οι πολέμιοι εξήκοντα ζωντανούς μεν, αλλά πληγωμένους απήγον εις το Νεόκαστρον, ένθα όσους εκ των εξήκοντα εγνώρισαν ότι ήσαν εκ των εν Ναυαρίνοις ηττηθέντων, τούτους ηκρωτηρίασαν κατά διάφορα μέλη. Ηκρωτηρίασαν δε και εμέ κατά τους πόδας και τρόπω ασπλάχνω, ως ο μάγειρος όταν κόπτη το κρέας αλύπως όταν θέλη να κάνη λεπτόν ψητόν. Και έκτοτε άχρι του εμπρησμού του εχθρικού στόλου περιεφερόμην εις Νεόκαστρον, ένθα κακείσε ελεεινώς. Αφανισθέντος δε του στόλου έγινε σύγχυσις, έλαβα καιρόν, και έφυγα με αυτά τα ποδάρια. Διασωθείς δε εύρον τρία μου τέκνα αιχμαλωτισμένα, και τα άλλα εις αθλίαν κατάστασιν, ώστε οι άθλιοι παρ’ αθλιωτάτου προσδοκώσι κηδεμονίαν. Εις τοιαύτην λοιπόν κατάστασιν ευρισκόμενος προστρέχω προς Σε τον κοινόν πατέρα, όστις ενεπιστεύθης την ολικήν παρακαταθήκην του Εθνους, να δείξης προς την ταλαίπωρον οικογένειάν μου την πατρικήν σου κηδεμονίαν, ήτις παρ’ αξίαν στερουμένη του επιουσίου άρτου, επαιτεί.

Υποσημειούμαι δε με σέβας τ’ οφειλόμενον

Τη 5 Μαρτίου 1828

Ο ευπειθής και τεθλιμένος πολίτης

γηόργης αρκαδινός»

[Από τα Γ.Α.Κ. , Γεν. Γραμματεία, φακ. 25]

Μια επίσκεψη-προσκύνημα στα ταμπούρια στο Μανιάκι, τις νεότερες Θερμοπύλες της Ελληνικής Ιστορίας, σ’ αυτή τη ράχη με τους ξερόβραχους, που έγινε ο τόπος της θυσίας του μεγάλου εθνεγέρτη Γρηγόριου Δικαίου-Φλέσα ή Παπαφλέσσα, είναι υποχρέωση κάθε ελεύθερου ανθρώπου. Είναι απόδοση τιμής στη θυσία τόσων παλικαριών που κοίταξαν κατάματα το θάνατο και τον αψήφησαν για να νικήσουν ή τουλάχιστον πεθαίνοντας να τονώσουν το ηθικό των εξαντλημένων από τις κακουχίες αλλά και τις εμφύλιες έριδες, συντρόφων τους.

Στο Μανιάκι μπορεί να φθάσει κανείς από τη Χώρα ακολουθώντας το δρόμο από το Κεφαλόβρυσο για Μεταμόρφωση (Σκάρμιγκα), Τουλούπα Χάνι, Μανιάκι ή από την Καζάρμα ακολουθώντας το δρόμο για Πετρίτσι, Χατζή, Βλαχόπουλο, Τουλούπα Χάνι, Μανιάκι. Τα ταμπούρια βρίσκονται λίγο μετά το χωριό στα δεξιά του δρόμου, πηγαίνοντας για Φλεσσιάδα (Παιδεμένου), πάνω στην πλαγιά με τους βράχους που τη σηματοδοτεί από μακριά μια οξύτατη πυραμίδα. Αυτή η πυραμίδα είναι ένας οβελίσκος-τύμβος, που στέκεται εδώ από το 1939, σε ανάμνηση της ηρωικής θυσίας. Μια προτομή του θρυλικού εθνεγέρτη, μια μαρμάρινη πλάκα με τα ονόματα κάποιων από τους νεκρούς της μάχης και το δένδρο που εικάζεται ότι ο Ιμπραήμ διέταξε να «στήσουν» το νεκρό αντίπαλό του, στέκονται ευλαβικά ανάμεσα στις πέτρες των ταμπουριών.

Ενα μικρό, «αναμνηστικό», ξωκκλήσι της Αναστάσεως δίπλα στην πυραμίδα προσδίδει σιωπηλά κατάνυξη στο χώρο. Το ναΐδριο εγκαινιάστηκε στις 22 Μαΐου του 1911, με πρωτοβουλία του τότε μητροπολίτη Μεσσηνίας, Μελέτιου (Σακελλαρόπουλου). Ο σκοπός της ανέγερσης του μικρού ναού, που ανακατασκευάστηκε το 1975, ήταν ιερός. Τα άταφα σώματα των ηρώων της μάχης έγιναν «βορά ορνέων και καταιγίδων». Τα σεπτά οστά των θυσιασθέντων, ανακατεμένα, έμεναν στα ταμπούρια έκθετα, αφού κανείς δεν μπορούσε να αναγνωρίσει ποια ήταν του Παπαφλέσσα ή του Πιέρου Βοϊδή, ποια ήταν του Αθανασούλη Καπετανάκη, του Αναστάση Γυφτάκη, του Μπουχανά, του Παναγιώτη Κεφάλα και τόσων άλλων. Τα οστά όλων, αφανών και επιφανών, συγκεντρώθηκαν και κατατέθηκαν σε κρύπτη του μικρού ναού που γι’ αυτό ονομάσθηκε «αναμνηστικό» ναΐδριο της Αναστάσεως.

Η ανάμνηση της θυσίας και το προσκύνημα στα ταμπούρια στο Μανιάκι είναι υπέρτατο χρέος κάθε ελεύθερου ανθρώπου.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ Α' ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ