Δευτέρα, 16 Σεπτεμβρίου 2019 14:30

Kάστρα και οχυρά της Μεσσηνίας: Το Νιόκαστρο (Α’ μέρος)

Γράφτηκε από τον

Γράφει ο Γιάννης Α. Μπίρης

Κυριακή πρωί, 7 Οκτωβρίου 1571. Μετά από μια διαρκή, μονότονη και ανυπόφορη για τους χριστιανικούς πληθυσμούς της Μεσογείου τουρκική επικράτηση, για περισσότερο από 120 χρόνια, έρχεται η ναυμαχία στη Ναύπακτο (Lepanto), να ταράξει το θρυλούμενο αήττητο της αυτοκρατορίας των Οσμανιδών. Ο ιερός αντιτουρκικός συνασπισμός (Sacra Liga Antiturca) Βενετών και Ισπανών με την προτροπή του Πάπα Πίου V, καταφέρνει αυτό που φάνταζε ακατόρθωτο. Η χριστιανική αρμάδα υπό το φιλόδοξο Ισπανό πρίγκιπα Don Juan τον Αυστριακό, αφού απέκλεισε τα ευκίνητα πλοία του τουρκικού στόλου στη Ναύπακτο, κατάφερε να τον καταστρέψει σχεδόν ολοκληρωτικά, σε μια φονικότατη ναυμαχία περίπου πέντε ωρών.

Τα τουρκικά όνειρα για τη μετατροπή της Μεσογείου σε τουρκική θάλασσα πνίγηκαν οριστικά στα δυτικά των Εχινάδων νήσων. Μετά τη ναυμαχία στην οποία χάθηκαν περισσότερες από διακόσιες τουρκικές γαλέρες και πολλά μικρότερα πλοία, ο διάσημος Σικελός εξωμότης που πέρασε στον τουρκικό στόλο, ο πειρατής Ülüc Ali, βεηλέρμπεης της Αλγερίας, κατάφερε να ξεφύγει στην Πρέβεζα, με δεκατρείς γαλέρες του και 27 μικρότερα πλοία. Ετσι ο 13ος σουλτάνος των Τούρκων Selim II απένειμε λόγω ανδρείας στον Ülüc Ali το αξίωμα του καπουδάν-πασά και μετέτρεψε μάλιστα το επίθετό του σε Kilinc Ali, που στα τουρκικά σημαίνει σπαθί ή ρομφαία.

Μετά την ανασύνταξη του τουρκικού στόλου, στο τέλος της άνοιξης του 1572, ο Ülüc (Kilinc) Ali εμφανίζεται παντοδύναμος στο Αιγαίο με νέο στόλο από 250 γαλέρες, οκτώ γαλεάσσες και πολλά μικρότερα ευκίνητα πλοία. Τον ίδιο χρόνο ο χριστιανικός συνασπισμός εμφανίζεται αποδυναμωμένος αφού την 1η Μαΐου, πέθανε ο εμπνευστής της συμμαχίας Ισπανών και Βενετών Πάπας Πίος V.

Μετά από παραινέσεις κυρίως από τους επαναστατημένους Μανιάτες, ο Don Juan κατεβαίνει στο νότιο Ιόνιο και προκαλεί στις 16 Σεπτεμβρίου σε ναυμαχία τον τουρκικό στόλο. Μετά από επίμονο θαλάσσιο κυνηγητό, ο Ülüc Ali αποσύρθηκε στο Παλιοναβαρίνο. Στην προσπάθειά του μάλιστα να επιτύχει μεγαλύτερη ασφάλεια για τον νεότευκτο τουρκικό στόλο στον όρμο του Ναβαρίνου, έκλεισε με παλιά ξύλινα σκαριά, ογκόλιθους, πέτρες, χώματα και άλλα άχρηστα υλικά το βόρειο πέρασμα του λιμανιού, στο στενό της Συκιάς ή Φάλτσα-Μπούκα κι έτσι αυτό έγινε αδιάβατο για μεγάλα πλοία.

Ο χριστιανικός στόλος, μικρότερος και αποδυναμωμένος, υπό τον Don Juan, αφού πέρασε από τη Μεθώνη, μπήκε στο λιμάνι του Ναβαρίνου και απέκλεισε το στόλο του Ülüc Ali για περισσότερο από ένα μήνα. Εγιναν μάλιστα και ανεπιτυχείς προσπάθειες κατάληψης του Παλιοναβαρίνου. Λόγω της έλλειψης συνοχής Ισπανών και Βενετών αλλά και της κακής ψυχολογίας στον χριστιανικό στόλο, ο Don Juan αποχώρησε, αφήνοντας εκεί άκαπνο και ντροπιασμένο τον Ülüc Ali και το στόλο του. Οι οικονομικές συγκυρίες της εποχής, αφού ανοίχθηκαν νέοι δρόμοι εμπορίου για τον πλούσιο Νέο Κόσμο και τις Ινδίες αλλά και η σχετική εγκατάλειψη της Ανατολικής Μεσογείου από τους εμπορικούς στόλους της Βενετίας και της Γένοβας, οδήγησαν την Οθωμανική αυτοκρατορία και το σουλτάνο Selim II σε αναθεώρηση της αμυντικής στρατηγικής στα σύνορα της αχανούς επικράτειάς της. Για το Ναβαρίνο, αυτή η κατάληψη, από τον ενωμένο χριστιανικό στόλο, του λιμανιού στην καταδίωξη του Ülüc Ali, έγινε η αφορμή για την άμεση αναδιάταξη των οχυρωματικών έργων στην περιοχή και το χτίσιμο του Νιόκαστρου, το 1573. Ετσι αφού πρώτα γκρεμίστηκαν κάποια φραγκικά κτήρια στο Ντιβάρι αλλά και το κοντινό μοναστήρι της Σγράπας, κυρίως για την ψυχολογική αποδυνάμωση του χριστιανικού πληθυσμού, στο τέλος του 1572, ξεκίνησε το κτίσιμο ενός μικρού τετράγωνου κάστρου στο νότιο πέρασμα του λιμανιού, στα δυτικά πάνω στα βράχια της ακτής, απέναντι από τη νησίδα Τσιχλή-μπαμπά.

Αυτό το καστράκι είναι ο γνωστός «έβδομος» προμαχώνας ή καστράκι του πυροβολικού της Αγίας Βαρβάρας ή ντάπια της θάλασσας (Castello da Mare). Το όνομά του το πήρε από τα επτά διαμερίσματα και τις ισάριθμες θέσεις κανονιών προς τη θάλασσα. Η είσοδός του είναι τοξωτή και είναι κατασκευασμένη από πωρόλιθο. Ολη η κατασκευή είχε στηθαίο πλάτους τριών μέτρων περιμετρικά και ήταν ενισχυμένη με επάλξεις. Στο εσωτερικό της κατασκευής υπήρχε η πυριτιδαποθήκη που σώζεται μέχρι σήμερα. Μετά το θάνατο του σουλτάνου Selim II το 1574, τον διαδέχθηκε ο γιος του Murat III, που συνέχισε το αμυντικό πρόγραμμα του πατέρα του και έτσι ολοκληρώθηκε η κατασκευή του Νιόκαστρου, το 1578.

Αυτό το φρούριο των εβδομήντα πέντε στρεμμάτων έχει απλό σχέδιο και αποτελείται από δυο τμήματα. Την ακρόπολη, στο ψηλότερο σημείο στα νοτιοανατολικά και το κάτω κάστρο που είναι το μεγαλύτερο σε έκταση και απλώνεται μέχρι τη θάλασσα. Στη συνέχεια, μετά τον έβδομο, κατασκευάστηκαν και οι άλλοι πύργοι. Ο νότιος ή προμαχώνας της βέργας και ο βόρειος πύργος ή πύργος του Τζαφέρ-πασά ή Σάντα-Μαρία. Μετά έγινε η θαυμαστή εξαγωνική ακρόπολη και ακολούθησαν τα τείχη (οι βέργες), με τις πολεμίστρες και τις τηλεβολήθρες που περιβάλλουν όλες τις κατασκευές και βέβαια οι δυο είσοδοι του κάστρου. Η επιβλητική παλιά κύρια είσοδος του κάστρου, στα ανατολικά της ακρόπολης που σήμερα μένει κλειστή, αποτελεί τυπικό σωζόμενο δείγμα φρουριακής θολωτής πύλης με τη μεταλλική επένδυση στη βαριά ξύλινη καστρόπορτα, τις αντηρίδες και τις θέσεις των φρουρών, εντοιχισμένες στο άνοιγμά της. Τέτοιες βαριές κατασκευές συναντάμε και σήμερα σε αρκετά από τα μοναστήρια του Αγίου Ορους. Οταν κάποιος εχθρός μετά από πολιορκία και αποκλεισμό πλησίαζε την κεντρική πύλη, το ζεματιστό νερό, το λιωμένο μολύβι ή και το καυτό λάδι που χύνονταν πάνω από την πύλη, αποθάρρυναν κάθε επιβουλή. Ετσι έμεινε και σ’ αυτήν την πύλη το όνομα «ζεματίστρα».

Στο τέλος της κατασκευής, ο έβδομος ενσωματώθηκε σαν πύργος στα τείχη του κάστρου, γι’ αυτό και η είσοδός του είναι μόνο από το εσωτερικό. Για να γίνει κατανοητό το σύνολο της οχυρωματικής λογικής του κάστρου θα πρέπει να το δει κανείς περιμετρικά, εξωτερικά και κυρίως στο εξωτερικό της ακρόπολης και της κεντρικής εισόδου όπου υπήρχε και βαθιά αμυντική τάφρος. Την εποχή της κατασκευής του είχαν εξελιχθεί τα πυροβόλα όπλα. Ετσι αυτή η βαριά οχύρωση ήταν ανθεκτική και σε βολές πυροβολικού. Μετά το 1933 φυτεύτηκαν πεύκα γύρω από το κάστρο και το επιβλητικό οχυρό σχεδόν χάθηκε ανάμεσά τους.

Στη Β’ Βενετοκρατία, μετά το 1686, έγιναν επισκευές και νέες διαρρυθμίσεις στο κάστρο. Στην αρχική κατασκευή προστέθηκαν ακόμα τρεις μικροί προμαχώνες. Πάνω από την κεντρική πύλη ο πύργος του Αγίου Αντωνίου (12), στην ανατολική βέργα, μεταξύ της παλιάς κύριας εισόδου και της σημερινής, ο κυλινδρικός πύργος της Αγίας Αγνής (11) ή προμαχώνας του Μακρυγιάννη, όπως έμεινε στα χρόνια και τέλος στη δυτική βέργα κατασκευάστηκε ο πύργος του Αγίου Πατρικίου (8). Κυρίως όμως τότε διαμορφώθηκε το πιο όμορφο κομμάτι του κάστρου, η εξαγωνική του ακρόπολη. Στους πέντε προμαχώνες της, υπάρχουν θολωτές στέρνες για τη συλλογή των ομβρίων και καταπακτές για την εξυπηρέτηση της φρουράς. Το πάχος της κατασκευής φθάνει εδώ τα τρία μέτρα. Κατά την πολιορκία από τα στρατεύματα του Francesco Morosini, τη νύχτα της 19ης Ιουνίου του 1686, μετά την απόφαση για την παράδοση του κάστρου, έντονες διαφωνίες και φιλονικίες στην τουρκική φρουρά είχαν σαν αποτέλεσμα την ανάφλεξη των πολεμοφοδίων και την ανατίναξη του προμαχώνα της ακρόπολης στα βόρεια, πίσω ακριβώς από την κύρια είσοδο του κάστρου. Ετσι και μόνη η παρουσία του Morosini ήταν αρκετή, για να γίνουν οι προμαχώνες και της εδώ εξαγωνικής ακρόπολης, ακόμα και μετά την επισκευή τους… πέντε. Αυτή η έκρηξη αλλά και η αιχμαλωσία του γιου του πασά, αρχηγού της φρουράς, έγιναν η αφορμή για την άμεση παράδοση του κάστρου στους Βενετούς, στις 21 Ιουνίου 1686.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει μια περιγραφή του οχυρού από τους τότε κατακτητές του σε ημερολόγιο της βενετσιάνικης αρμάδας:

«Είναι φρούριο πολύ ισχυρό αφού έχει και εσωτερικά τείχη, όπου κατέφευγε ο κόσμος για να αποφεύγει τις βόμβες. Εχει θαυμαστές πυροβολαρχίες τόσο προς την ξηρά όσο και προς τη θάλασσα. Στην πλευρά του λιμανιού υπάρχει ένας ερειπωμένος οικισμός, ενώ άλλος οικισμός, από την άλλη πλευρά του κάστρου προς τη θάλασσα, κατοικείται από Ελληνες. Το κάστρο αυτό είναι σπουδαίο εμπορικό κέντρο, μ’ ένα πολύ ευρύχωρο λιμάνι και γι’ αυτό ξεκινούσαν από εκεί πολλές επιδρομές και μεγάλες αιχμαλωσίες σκλάβων από τα μέρη του κόλπου του Λέοντος και της Απουλίας. Με την κατάληψη του Νέου Ναβαρίνου εξέλειψε η αιτία τόσων αποτρόπαιων εγκλημάτων».