Δευτέρα, 13 Σεπτεμβρίου 2021 18:27

Η θέση της Ελληνικής Επανάστασης στην ευρωπαϊκή διπλωματική σκηνή το 1823 και το 1824

Η θέση της Ελληνικής Επανάστασης στην ευρωπαϊκή διπλωματική σκηνή το 1823 και το 1824

 

Στο τέταρτο συνέδριο της Ιερής συμμαχίας στη Verona το τέλος του 1822, τέθηκαν δυο κύρια ζητήματα, το ισπανικό και το ιταλικό ενώ από τον τσάρο τέθηκε και το ελληνικό ζήτημα.

Τα δύο πρώτα αφορούσαν αντικαθεστωτικές επαναστάσεις ενώ το ελληνικό αφορούσε, επανάσταση στην Οθωμανική αυτοκρατορία και σύμφωνα με τη διακήρυξή του, εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Στη Verona για την Αγγλία, εκπροσωπώντας τον νέο υπουργό εξωτερικών της Αγγλίας George Canning συμμετείχε ο 1ος δούκας του Wellington, Arthur Wellesley. Ο George Canning διαδέχθηκε τον μισέλληνα Robert Stewart, υποκόμη του Castlereagh που είχε αυτοκτονήσει πριν περίπου δύο μήνες, στις 12 Αυγούστου 1822. 

Αυτή η αλλαγή στο υπουργείο εξωτερικών της Αγγλίας ήταν μια ριζική αλλαγή και για την Ελληνική Επανάσταση. Ο Castlereagh λίγο πριν αυτοκτονήσει, είχε εκμυστηρευθεί στον δούκα του Wellington ότι, αν σχηματιζόταν de facto μια ελληνική κυβέρνηση στην Πελοπόννησο, θα ήταν δύσκολο να της αρνηθούν τα προνόμια του «εμπολέμου». Του ζήτησε δε να μεσολαβήσει ή για την εκ νέου υποταγή των Ελλήνων στην Πύλη με αμνηστία γι’ αυτούς που ξεσηκώθηκαν ή για τη δημιουργία μιας ελληνικής αυτόνομης κυβέρνησης, χωρίς όμως αγγλικές εγγυήσεις.

Ο Canning, περισσότερο οξυδερκής από τον προκάτοχό του, ανακάλεσε αυτές τις οδηγίες αφού πίστευε ότι, η Αγγλία δεν θα έπρεπε να ακολουθεί την Ιερή Συμμαχία σε αποφάσεις για την κατάπνιξη των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων στην Ευρώπη και στην Αμερική. Είχε δε μια ιδιαίτερη απέχθεια για τον Metternich και τις μεθόδους του. Και όχι μόνον αυτό, αλλά έβλεπε ότι ήταν συμφέρον για την Αγγλία να δημιουργηθούν καινούργια κράτη, εν δυνάμει πελάτες της Αγγλίας, αφού στο ξεκίνημά τους θα είχαν ανάγκη από δάνεια, εμπορικό στόλο, βιομηχανικά προϊόντα κ.ά. Αυτά θα μπορούσαν να τα εξασφαλίσουν από την Αγγλία και βέβαια θα εξαρτιούνταν από αυτήν. Αυτός ήταν και ο πραγματικός λόγος που δεν πήρε ο ίδιος μέρος στο συνέδριο της Verona. Ουσιαστικά ο Canning απέβλεπε στη διάλυση της Ιερής Συμμαχίας και την παύση των αντιδράσεων της Αυστρίας αλλά και της Ρωσίας στα επαναστατικά κινήματα.

Στη Verona, μετά από συνομιλίες που είχαν προηγηθεί στη Βιέννη μεταξύ του Metternich και του τσάρου Αλέξανδρου Α´, η αντιμετώπιση του ελληνικού ζητήματος ήταν ρωσο-τουρκική διαφορά και έπρεπε να συζητηθεί σε ιδιαίτερες συσκέψεις. Στις 9 Νοεμβρίου υπογράφτηκε στη Verona πρωτόκολλο που καθόριζε τους όρους για την επανάληψη των διπλωματικών σχέσεων Ρωσίας και Τουρκίας. Οι όροι αυτοί ήταν:

• α. η υποχρέωση της Πύλης να αρχίσει διαπραγματεύσεις με τη Ρωσία και τους συμμάχους για τις εγγυήσεις που θα έπρεπε να δοθούν στους Έλληνες ή να επιδείξει πράξεις οι οποίες θα βεβαίωναν ότι σέβεται τη χριστιανική θρησκεία και επιθυμεί την αποκατάσταση ειρήνης στην Ελλάδα.

• β. η Πύλη έπρεπε να δηλώσει στη Ρωσία την πρόθεσή της για την εκκένωση των παραδουνάβιων ηγεμονιών και τον διορισμό οσποδάρων. Τέλος

• γ. να ανακαλέσει τα μέτρα για τη ναυτιλία ώστε να επιτρέπεται ελεύθερα για τα πλοία όλων των κρατών, ο διάπλους των στενών της Κωνσταντινούπολης.

Μέχρι εκείνη τη στιγμή μόνο η Αγγλία είχε εναντιωθεί επίσημα στην Ελληνική Επανάσταση. Και ο λόγος ήταν βέβαια σαφής αφού μέχρι τότε, το μόνο που την ενδιέφερε ήταν η επικυριαρχία της στα Επτάνησα. Η ανάγνωση της ελληνικής διακήρυξης στο συνέδριο της Verona ήταν και η αιτία της αμφισβήτησης της αυθεντίας του μισέλληνα Αυστριακού Metternich. Ο προβληματισμός που επέφερε στους συνέδρους η χριστιανική διατύπωση των «ικετηρίων εγγράφων» των επαναστατημένων αλλά και το φιλελληνικό κλίμα που είχε αρχίσει να φουντώνει στην Ευρώπη, κυρίως μετά τη σφαγή της Χίου, ενίσχυσαν τις βλέψεις του Canning και αποδυνάμωσαν την Ιερή Συμμαχία, η οποία μετά το συνέδριο της Verona δεν συγκάλεσε άλλο συνέδριο τουλάχιστον υπό πλήρη σύνθεση.

Ενώ οι προκάτοχοι του Canning θεωρούσαν ότι οι επαναστατημένοι Έλληνες ήταν «στασιαστές αντάρτες», αυτός στις 14 Φεβρουαρίου 1823, απέστειλε με τον Άγγλο πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη, λόρδο Percy Clinton Sydney Smythe, 6ο υποκόμη του Strangford, διακοίνωση στην Πύλη με την απαίτηση η Οθωμανική αυτοκρατορία να εκπληρώνει τις συμβατικές υποχρεώσεις της στους Χριστιανούς υπηκόους της! Τη διακοίνωση συνόδευε και απειλή ότι, αν δεν συμμορφωνόταν, η Αγγλία θα καταλάμβανε κάποια νησιά του Αιγαίου. Αυτές οι κινήσεις των Άγγλων άρχισαν να εκδηλώνονται μετά την άστατη και ασυνεπή πολιτική του τσάρου Αλέξανδρου στο ελληνικό ζήτημα. Ο Canning είχε ήδη διαβλέψει ότι η Ελλάδα μετά την ελευθέρωσή της, θα μπορούσε να γίνει ένα ισχυρό γεωπολιτικό στήριγμα για την Αγγλία, στην ανατολική Μεσόγειο.    

Σαφώς στη στάση του Canning συνέβαλε η φιλελληνική κίνηση στην Αγγλία αλλά και οι πρώτες επιτυχίες των Ελλήνων. Στο πλαίσιο της αλλαγής του ύφους της αγγλικής πολιτικής, μετά τον θάνατο του Thomas Maitland τον Ιανουάριο του 1824, ο Canning έστειλε στα Επτάνησα Ύπατο Αρμοστή τον sir Frederick Adam. Αυτός, σε αυτή την κρίσιμη καμπή του ξεσηκωμού, εξυπηρετώντας φυσικά τα αγγλικά συμφέροντα και ακολουθώντας τις οδηγίες του Canning, έδειξε φιλελληνική στάση. Παράλληλα η Αγγλία αναγνώρισε στην ελληνική κυβέρνηση το δικαίωμα νηοψίας για όλα τα ουδέτερα πλοία.

Αφού οι διαπραγματεύσεις με την Πύλη ανατέθηκαν από όλους τους συμμάχους στον Άγγλο πρεσβευτή Strangford, τον Μάιο του 1823 ο σουλτάνος υπακούοντας στους όρους της συνθήκης της Verona, διόρισε οσποδάρους στη Μολδαβία και τη Βλαχία χωρίς όμως να ολοκληρώσει την απόσυρση των στρατευμάτων του από εκεί. Η Αυστρία με τη συγκατάθεση του τσάρου προσπάθησε να διευκολύνει την Πύλη, ζητώντας από τον Strangford να επιμείνει μόνο στο εμπόριο και την εκκένωση της Μολδοβλαχίας.

Η αποστολή από τον Ανδρέα Μεταξά του Philippe Jourdain από την Ανκόνα στο Παρίσι για την εξεύρεση δανείου από τους ανέστιους Ιωαννίτες σταυροφόρους ιππότες, ήταν ουσιαστικά ένα άνοιγμα της αγωνιζόμενης Ελλάδας προς τη Γαλλία. Με αυτή την κίνηση η Γαλλία θα αποκτούσε βάση στην ελληνική χερσόνησο, κάτι που θα αποδυνάμωνε ουσιαστικά την Αγγλία, που κατείχε ήδη τη Μάλτα, στην ανατολική Μεσόγειο. Αυτή η συμφωνία που από την πλευρά των Ιωαννιτών επικυρώθηκε στις 18 Ιουλίου 1823, δεν μπορούσε να προχωρήσει. Οι Έλληνες απεσταλμένοι για τη σύναψη δανείου στο Λονδίνο, πληροφόρησαν την ελληνική Διοίκηση ότι η αγγλική κυβέρνηση αποδοκίμαζε μια τέτοια συμμαχία.

Το ίδιο επικριτικός για τη συμφωνία ήταν και ο λόρδος Byron που τότε βρισκόταν στο Μεσολόγγι. Ο Μαυροκορδάτος γράφει για την απάντηση του Byron σε αυτόν:

«.... Δεν νομίζει δυνατόν ο λόρδος το να ευχαριστηθεί η Αγγλία εις την αποκατάστασιν των σταυροφόρων, φρονεί όμως ότι ημπορεί να λάβη ευνοϊκωτέραν διάθεσιν προς ημάς εάν το πράγμα ενεργηθή παρά των απεσταλμένων μας με τον ανήκοντα τρόπον ....»

Εμμ. Πρωτοψάλτη, Αλέξανδρος Ν. Μαυροκορδάτος, 173/4

Αυτός ακριβώς ήταν ο στόχος του διορατικού σε αυτή την περίπτωση Μαυροκορδάτου. Ο ανταγωνισμός Γαλλίας και Αγγλίας έφερε και πάλι το ελληνικό ζήτημα στα διπλωματικά παρασκήνια των μεγάλων δυνάμεων. Ακόμα και η Ρωσία προβληματίστηκε από τις κινήσεις δανεισμού των Ελλήνων από τους Γάλλους σταυροφόρους, με τη μεσολάβηση μάλιστα του πάπα. Όλοι προσπαθούσαν να βάλουν πόδι στην Ελλάδα.

Από την πλευρά των Ελλήνων, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ήταν πολύ καλά κατατοπισμένος για τις αντιλήψεις και τις προθέσεις του Canning και κατάφερε να έχει μυστικές επαφές μαζί του, μέσω αντιπροσώπων του (Πολυζωΐδης, Ψύλλας, Πραΐδης, Τρικούπης, Λουριώτης). Ο Thomas Erskine, τραπεζίτης και μέλος της Φιλελληνικής Επιτροπής του Λονδίνου (London Philhellenic Committee), στις 23 Σεπτέμβρη 1823, έγραψε στον Μαυροκορδάτο:

… «Επειδή οι πολιτικοί μας σε λίγο θα καταλάβουν ότι τα βρετανικά συμφέροντα είναι αχώριστα από την ασφάλεια και την πρόοδό σας, με όλες τις δυνάμεις μου σας εμψυχώνω να ελπίζετε (χωρίς να ομιλώ επίσημα και χωρίς να γνωρίζω τους σκοπούς της αγγλικής κυβέρνησης) στην αναγνώριση του ελληνικού πολιτεύματος που πλησιάζει να γίνει.» …       

Ο τσάρος, πριν την αποστολή πρεσβευτή, αποφάσισε τον Οκτώβριο του 1823 να στείλει εμπορικό και ναυτικό αντιπρόσωπο στην Κωνσταντινούπολη, τον έμπιστό του τραπεζίτη Matvei Iakovlevich Minciaky, διευκρινίζοντας ότι δεν θα έπαιρνε άλλες πρωτοβουλίες για το ελληνικό ζήτημα. Κάλεσε όμως όλους τους συμμάχους σε συνέδριο στην Πετρούπολη την επόμενη άνοιξη, με μοναδικό θέμα το ελληνικό ζήτημα.

Κάπως ανέλπιστα ήρθε για τους Έλληνες μια σοβαρή διπλωματική βοήθεια από τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, James Monroe, στις 2 Δεκεμβρίου 1823. Με το «δόγμα Monroe» που αναγνώριζε ότι είχε ήδη δημιουργηθεί μια κυρίαρχη ελληνική επικράτεια και την πρόταση του προέδρου στο Κογκρέσο να στείλει Αμερικανό πρεσβευτή στην Ελλάδα ήρθε ουσιαστικά η πρώτη ευνοϊκή τοποθέτηση για την αναγνώριση της Ελληνικής Ανεξαρτησίας από Μεγάλη Δύναμη.

Την ίδια στιγμή, τον Ιανουάριο του 1824, ο σουλτάνος, με μια τουρκο-αιγυπτιακή συμφωνία, ζήτησε από τον υποτελή του Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου να καθυποτάξει τους επαναστατημένους Έλληνες, με αντάλλαγμα την Πελοπόννησο και την Κρήτη που θα περνούσαν στη διοίκηση του γιου του Ιμπραήμ. 

Δραματική ήταν η αλλαγή της ρωσικής πολιτικής στο ελληνικό ζήτημα. Ο τσάρος, αφού είδε ότι έχανε τα ηνία στη διεθνή διπλωματία, ανέκαμψε με μια πρόταση στις Δυνάμεις της Συμμαχίας στις 9 Ιανουαρίου 1824. Στη διακοίνωσή της η Ρωσία πρότεινε ως λύση για το ελληνικό ζήτημα το «σχέδιο των τριών τμημάτων». Ο τσάρος αφού αναγνώριζε ότι δεν υπήρχε περίπτωση επανόδου στην προτέρα κατάσταση και με υπόδειγμα τις παραδουνάβιες ηγεμονίες, πρότεινε τη δημιουργία τριών ημιαυτόνομων πριγκιπάτων:

Ανατολική Ελλάδα (από τη Θεσσαλία μέχρι και την Αττική)

Δυτική Ελλάδα (από την Ήπειρο μέχρι και την Αιτωλοακαρνανία) και

Νότια Ελλάδα (Πελοπόννησος και Κρήτη)

*Τα νησιά του Αιγαίου θα είχαν τοπικούς διοικητικούς θεσμούς και κοινοτική αυτονομία

Με βάση το ρωσικό σχέδιο, η Πύλη θα διατηρούσε την επικυριαρχία της, εισπράττοντας ετήσιο φόρο και θα διατηρούσε επί τόπου φρουρές αλλά οι διοικητικές θέσεις θα ανήκαν στους κατοίκους κάθε τόπου και το εμπόριο θα ήταν ελεύθερο. Φυσικά μετά τη δημιουργία των ημιανεξάρτητων ελληνικών κρατιδίων, αυτά θα ήταν πρόσφορο έδαφος για πανταχόθεν επεμβάσεις.

Όλοι δέχθηκαν εκτός της Αγγλίας. Κι αυτό επειδή ο Canning από τη μία πλευρά ήθελε να διατηρεί ζεστές τις αγγλο-ελληνικές σχέσεις για την προστασία ενός ενδεχόμενου, ανεξάρτητου ελληνικού κράτους και από την άλλη δεν έπρεπε να αποστασιοποιηθεί από τη συμμαχία για να μπορεί να παρεμποδίσει έναν ρωσο-τουρκικό πόλεμο. Στις 29 Μαΐου 1824 ο Canning δέχθηκε τελικά με επιφυλάξεις τη συμμετοχή της Αγγλίας στο συνέδριο της Πετρούπολης. Εκεί θα παρίστατο ως απλός παρατηρητής στις όποιες συνεδριάσεις, ο Άγγλος πρεσβευτής στην Πετρούπολη sir Charles Bagot. Για να επιτρέψει όμως την παρουσία του Bagot στο συνέδριο, ο Canning απαίτησε την αποστολή Ρώσου πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη, ώστε να μην είναι επιβαρυμένος εκεί με το ελληνικό ζήτημα μόνο ο Άγγλος πρεσβευτής  Strangford.

Το συνέδριο της Πετρούπολης ξεκίνησε τις εργασίες του στις 17 Ιουνίου 1824. Οι κωλυσιεργίες του Canning όμως δεν επέτρεπαν την ολοκλήρωσή του και είχαν το σκοπό τους. Περίμενε ότι οι απογοητευμένοι από τη ρωσική στάση Έλληνες σύντομα θα προσέγγιζαν την Αγγλία. Και αυτό ακριβώς έγινε στις 4 Νοεμβρίου όταν και έλαβε από την Ελλάδα επιστολή καταγγελίας του ρωσικού σχεδίου. Αν και ο Άγγλος υπουργός απάντησε επιφυλακτικά στο ελληνικό υπόμνημα, προχώρησε σε σκληρότερες απαιτήσεις από τον τσάρο για να συνεχίσει η Αγγλία να παρίσταται στο συνέδριο. Εκτός από την άμεση ανάληψη καθηκόντων στην Κωνσταντινούπολη του Ρώσου πρεσβευτή de Ribeaupierre, η Αγγλία απαίτησε τη δέσμευση της Ρωσίας για την αποφυγή ρωσο-τουρκικού επεισοδίου. Τότε ο Canning άλλαξε τους πρεσβευτές στην Πετρούπολη και στην Κωνσταντινούπολη. Ο λόρδος Strangford πήρε τη θέση του sir Bagot στην Πετρούπολη και στην Κωνσταντινούπολη τοποθετήθηκε ο εξάδελφος του Άγγλου υπουργού, Stratford Canning. Ταυτόχρονα ο Canning, μέσω ενός μακροσκελούς «υπομνήματος» που δήθεν είχε συντάξει ο εξάδελφός του, περιγράφοντας την αγγλική εξωτερική πολιτική, έκανε γνωστό ότι:

«….Λαμβάνεται ως δεδομένο ότι η Βρετανική Κυβέρνηση θα χαιρετούσε με ικανοποίηση την πλήρη ανεξαρτησία της Ελλάδος, αν αυτή επιτυγχανόταν από τους ίδιους τους Έλληνες…»     

Τότε ξεδιπλώθηκε το διπλωματικό ταλέντο του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου στη ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή. Γνωρίζοντας άριστα το αγγλικό «δόγμα» για έλεγχο του δρόμου για την Ανατολή και τις Ινδίες φρόντισε να χειριστεί ανάλογα την κατάσταση για να «μαλακώσει» τη στάση της ευρωπαϊκής διπλωματίας. Σημαντικός για όλους ήταν ο αποκλεισμός της Ρωσίας από τη Μεσόγειο. Ο διπλωμάτης και τότε γενικός Κυβερνήτης των Ινδιών William Pitt Amherst συμβούλευε τους Άγγλους διπλωμάτες:

«…. Η Άρκτος του βορρά δεν πρέπει να κατέβει στο Αιγαίο. Αν η Ρωσία απωθήση την Τουρκία από τη Βαλκανική η Μεσόγειος θα γίνει ρωσική θάλασσα και ο δρόμος προς τις Ινδίες θα κοπή…..».

Στην Γερμανία που ακόμα δεν είχε ενωθεί, ο καθηγητής Thiersch είχε αναπτύξει σημαντική φιλελληνική κίνηση που αντιστάθηκε ακόμα και στις πιέσεις του αμετακίνητα φιλότουρκου Metternich.