Μετά την «τριπλή συνθήκη» που υπογράφηκε στο Λονδίνο στις 6 Ιουλίου 1827, οι αντίπαλοι άρχισαν να ετοιμάζονται για την διαφαινόμενη αντιπαράθεση, ο καθένας με τους δικούς του στόχους. Στις αρχές Αυγούστου ξεκίνησε από την Αλεξάνδρεια ο αιγυπτιακός στόλος υπό τον γυναικάδελφο του Ιμπραήμ, Μουχαρέμ-μπέη και τη συνδρομή έξι Γάλλων, πρώην αξιωματικών του ναυτικού του Ναπολέοντα. Υπό τις διαταγές του είχαν μπει ακόμα δύο μοίρες, μία από την Κωνσταντινούπολη και μία από την Τύνιδα. Συνολικά ογδόντα δύο πλοία και έξι πυρπολικά με τεσσεράμισι χιλιάδες άνδρες, έφθασαν στο Ναβαρίνο στις 8 Σεπτεμβρίου. Μια ημέρα αργότερα, έφθασε εκεί ακόμα ένας μικρότερος στόλος από είκοσι τρία τουρκικά πλοία υπό τη διοίκηση του Αμίρ Ταχίρ πασά.
Μια απρόσμενη αλλαγή στη διεθνή πολιτική σκηνή ήταν ο θάνατος του Άγγλου πρωθυπουργού George Canning, στις 8 Αυγούστου 1827. Την ίδια ημέρα που έφτανε για επίσκεψη στο Portsmouth από την Kronstadt ο ρωσικός στόλος. Ταυτόχρονα οι στόλοι των δύο άλλων Δυνάμεων, της Αγγλίας και της Γαλλίας, κατευθύνονταν στο Ναβαρίνο. Ο Άγγλος ναύαρχος Edward Codrington, με εικοσιένα πλοία βρισκόταν στην περιοχή. Περίμενε ακόμα δυο πλοία, το Albion και το Genoa που έφθασαν στις αρχές Σεπτέμβρη. Ο Γάλλος υποναύαρχος Henri de Rigny με οκτώ πλοία ήταν κι αυτός καθ’ οδόν. Όπως και ο Ολλανδός υποναύαρχος του ρωσικού στόλου Lodewijk van Heiden, που έπρεπε με μια μοίρα οκτώ πλοίων αλλά και με μεγάλη δύναμη πυρός, φεύγοντας από το Portsmouth να περιπλεύσει την Ευρώπη για να μπει στη Μεσόγειο από το Γιβραλτάρ. Τα πεντακόσια είκοσι πυροβόλα των οκτώ ρωσικών πλοίων της επιχείρησης στο Ναβαρίνο, ήταν περισσότερα από το άθροισμα των πυροβόλων των άλλων δύο συμμάχων.
Μετά από διπλωματικά παιχνίδια και αναβολές και μετά τη λήξη της προθεσμίας της 31ης Αυγούστου, την οποία αρνήθηκε η Πύλη, επιβλήθηκε εκεχειρία μεταξύ των Ελλήνων και των Τουρκο-Αιγυπτίων στις 4 Σεπτέμβρη 1827. Η ελληνική Αντικυβερνητική Επιτροπή είχε δεχθεί την ανακωχή στις 3 Σεπτέμβρη από την νέα έδρα της στην Αίγινα, όπου είχε μεταφερθεί μετά τις συμβουλές των ναυάρχων των Δυνάμεων. Η εκεχειρία όμως ίσχυσε, αν και δύσκολα, για τις ναυτικές δυνάμεις.
Συγκεκριμένα, στις 25 Σεπτεμβρίου ο Ιμπραήμ συναντήθηκε με τους Codrington και de Rigny στο Ναβαρίνο και πληροφορήθηκε επίσημα από αυτούς για την επιβολή εκεχειρίας. Συμφώνησε ότι θα υπάρξει εκεχειρία σε ξηρά και θάλασσα και ότι θα παραμείνει αδρανής μέχρι να πάρει εντολές από την Κωνσταντινούπολη. Την επόμενη ημέρα όμως, ισχυριζόμενος ότι ο ναύαρχος Cochrane έπλεε στην Πάτρα για λογαριασμό των Ελλήνων, ζήτησε να του επιτραπεί να πλεύσει στην Πάτρα για να την υπερασπιστεί. Παρά την αρνητική απάντηση του Codrington, ο Ιμπραήμ έστειλε μια ισχυρή μοίρα του τουρκο-αιγυπτιακού στόλου προς την Πάτρα. Μετά από τουλάχιστον τρεις αψιμαχίες στη διαδρομή με πλοία της αγγλικής μοίρας, μέχρι τις 3 Οκτωβρίου, αυτές οι κινήσεις του Ιμπραήμ ματαιώθηκαν.
Στην ξηρά τα πράγματα αγρίευαν. Στα μέσα Σεπτεμβρίου ο Ιμπραήμ, διέταξε τον κεχαγιάμπεη να κάψει τους ελαιώνες και τα οπωροφόρα στα πεδινά της Μεσσηνίας αν οι Μεσσήνιοι δεν προσκυνούσαν. Ο ίδιος έφυγε για τη Ζαχάρω με στόχο του την Καρύταινα. Εκ μέρους των Μεσσηνίων απάντησε ο Κολοκοτρώνης:
«Αυτό που μας φοβερίζεις να μας κόψης και κάψης τα καρποφόρα δένδρα μας δεν είναι της πολεμικής έργον διατί τα άψυχα δένδρα δεν εναντιώνονται εις κανένα μόνον οι άνθρωποι οπού εναντιώνονται έχουνε στρατεύματα και σκλαβώνεις και έτσι είναι το δίκαιον του πολέμου με τους ανθρώπους και όχι με τα άψυχα δένδρα όχι τα κλαριά να μας κόψης, όχι τα δένδρα, όχι τα σπίτια που μας έκαψες, μόνον πέτρα απάνω στην πέτρα να μην μείνη, ημείς δεν προσκυνούμε.»...
Η απάντηση του Κολοκοτρώνη στον Ιμπραήμ συνοδεύτηκε και από ανάλογη ενημέρωση των ναυάρχων των Δυνάμεων. Ο Ιμπραήμ, στις 25 Σεπτέμβρη δέχθηκε την εκεχειρία αλλά δεν είχε σκοπό να την τηρήσει. Μετά την απώθηση του τουρκο-αιγυπτιακού στόλου στην προσπάθειά του να φτάσει στην Πάτρα, ο Ιμπραήμ έστειλε τα στρατεύματά του στη μεσσηνιακή ενδοχώρα για να εκδικηθεί τους Έλληνες. Έτσι σε έναν παράλληλο αγώνα στη στεριά και τη θάλασσα για την επιβολή της εκεχειρίας, οι στόλοι έφθασαν έξω από το λιμάνι του Ναβαρίνου, στις 12 Οκτωβρίου του 1827. Στις οδηγίες που στάλθηκαν στον Codrington από το Λονδίνο στις 16 Οκτωβρίου, καθορίζονταν με ανατριχιαστική λεπτομέρεια τα μελλοντικά σύνορα του υπό δημιουργία Ελληνικού Κράτους, ως «περιοχές που έπρεπε να αποκλεισθούν ειρηνικά»:
«...από τον κόλπο του Βόλου ανατολικά, μέχρι την εκβολή του Ασπροπόταμου δυτικά, και τα νησιά Εύβοια, Σαλαμίνα, Αίγινα, Ύδρα, Πόρος, Σπέτσες, αλλά και τα άλλα γειτονικά νησιά του Αρχιπελάγους τα οποία αποτελούν συνέχεια και εξαρτώνται από την ηπειρωτική Ελλάδα, εκτός από τη Σάμο και την Κάντια (Κρήτη)...»
Σκοπός τους ήταν να επιβάλλουν τα κατάλληλα μέτρα ώστε να υποχρεώσουν τον Ιμπραήμ σε αποχώρηση, σύμφωνα με τη συνθήκη του Λονδίνου. Οι οδηγίες που είχαν από τις τρεις Δυνάμεις συνέχιζαν:
... «Όσον αφορά τα τουρκικά πλοία που βρίσκονται στους κόλπους του Ναβαρίνου και της Μεθώνης, πιθανόν να επιμείνουν στην εκεί παραμονή τους, θα πρέπει, όπως και τα οχυρά, να υποστούν όλες τις συνέπειες του πολέμου.»...
Ποιές όμως θα ήταν οι «συνέπειες του πολέμου»; Ο αποκλεισμός του τουρκο-αιγυπτιακού στόλου στη Μεθώνη και στο Ναβαρίνο ή και η καταναυμάχησή του; Πρέπει δε, να θεωρείται δεδομένη η απροθυμία των Άγγλων για πολεμική εμπλοκή του αγγλικού στόλου στο Ναβαρίνο. Αυτό είναι αναμφισβήτητο αφού η οθωμανική Πύλη ήταν παραδοσιακός σύμμαχος του αγγλικού θρόνου. Ένα «δυσάρεστο γεγονός», όπως χαρακτηρίστηκε αμέσως μετά από την αγγλική αλλά και τη διεθνή διπλωματία, οδήγησε στην Ελληνική Απελευθέρωση. Μετά από σύσκεψη των τριών ναυάρχων, του μετριοπαθή Codrington, του «φιλότουρκου» de Rigny και του ετοιμοπόλεμου και αψύ Heiden, πάνω στην «Asia» στις 19 Οκτωβρίου, αποφασίστηκε η είσοδος των στόλων στο λιμάνι του Ναβαρίνου, για μεγαλύτερη πίεση και διαπραγματεύσεις με τους Τουρκο-Αιγυπτίους. Έτσι το ηλιόλουστο μεσημέρι του Σαββάτου 20 Οκτωβρίου 1827, το «Asia» του Codrington, έφθασε κοντά στη ναυαρχίδα του Μουχαρέμ-μπέη. Ακολούθησαν και τα υπόλοιπα 11 πλοία του αγγλικού στόλου όπως το «Genoa», το «Albion», το «Dartmouth» κ.ά.
Στιγμές μεγάλης έντασης, μετά την είσοδο επτά γαλλικών πλοίων με το «Breslau», το «Scipion», το «Trident» κ.ά., αλλά και τέλος λίγο αργότερα και του ρωσικού στόλου με το «Gangut» (Hanhoute) και άλλα επτά πλοία όπως το «Azoff», το «Ezekiel», το «Alexander Nefski», το «Czar Konstatine» κ.ά. Σημειώθηκε μεγάλη κινητικότητα στις τουρκικές γραμμές στην ξηρά, σινιάλα με άσφαιρα πυρά και κόκκινες σημαίες. Ο Ιμπραήμ παράδοξα, έλειπε στην ενδοχώρα, μάλλον στη Μεθώνη.
Το «δυσάρεστο γεγονός» («untoward event») για τον Γεώργιο Δ΄ της Αγγλίας, ξεκίνησε μεταξύ του πληρώματος μιας λέμβου του «Dartmouth» και ενός τουρκικού πυρπολικού, ενώ οι στόλοι ήταν «επ’ αγκύρα». Ένας πυροβολισμός από την τουρκική πλευρά, που σκότωσε τον κυβερνήτη της λέμβου υπολοχαγό G.W.H. Fitzroy, όταν πλησίαζε για διαπραγματεύσεις, ήταν η θρυαλλίδα για τη μεγάλη και πιο παράξενη ναυμαχία της Ιστορίας, αφού δεν υπήρχε κανένα σχέδιο για τη δράση των αγκυροβολημένων στόλων. Κατεστραμμένα πλοία και καιγόμενες λέμβοι του τουρκο-αιγυπτιακού στόλου, νεκροί, τραυματίες, φωτιές, εκρήξεις, κόλαση... Από τις 2:30 το μεσημέρι μέχρι τις 6 το απόγευμα, στη σκληρή ναυμαχία οι απώλειες ήταν μονόπλευρες: εκατόν εβδομήντα τέσσερις νεκροί και τετρακόσιοι εβδομήντα πέντε τραυματίες από τον στόλο των Δυνάμεων, χωρίς καμιά απώλεια πλοίου. Αντίθετα οι οθωμανικές απώλειες, σύμφωνα με τον Codrington ήταν έξι χιλιάδες νεκροί και τέσσερις χιλιάδες τραυματίες, με εξήντα πέντε καμένα πλοία να «κοσμούν», ακόμα και σήμερα τον βυθό, στην ανατολική πλευρά της Σφακτηρίας.
Πάντα σύμφωνα με τον Codrington, πολλοί από τους νεκρούς και τους τραυματίες των τουρκο-αιγυπτιακών καραβιών παρέμειναν στα πόστα τους και αρκετοί απ’ αυτούς δεν ήταν ούτε Τούρκοι, ούτε Αιγύπτιοι, αλλά στρατολογημένοι Άραβες, Έλληνες, Σλάβοι, Αφρικανοί ακόμη και αιχμάλωτοι Άγγλοι και Αμερικανοί ναύτες. Το θέαμα μετά τη ναυμαχία ήταν από τα σπανιότερα της Ιστορίας· είκοσι επτά πολεμικά πλοία καταναυμάχησαν «επ’ αγκύρα» και αχρήστεψαν εξήντα πέντε! Η επιστροφή του Ιμπραήμ το πρωί της 21ης Οκτωβρίου, συνοδεύτηκε από την ύψωση της λευκής σημαίας. Το ερωτηματικό, ποιος και γιατί πυροβόλησε τον διαπραγματευτή G.W.H. Fitzroy, μπορεί να έμεινε αναπάντητο, αλλά το αποτέλεσμα της ναυμαχίας, είναι σίγουρα, κατά μία άποψη, μια λαμπρή στιγμή στη νεότερη ελληνική ιστορία, αφού επέβαλε τη διεθνή αναγνώριση του Ελληνικού Κράτους. Πέντε ημέρες μετά τη συνθηκολόγηση, οι συμμαχικοί στόλοι απέπλευσαν για τη Μάλτα και την Toulon.
Ο χρόνος άρχισε να μετράει πλέον αντίστροφα για τον Ιμπραήμ. Οι «Μεγάλες Δυνάμεις» είχαν αλλάξει την πολιτική τους και ήταν αποφασισμένες να υποστηρίξουν την Ελληνική Ανεξαρτησία. Δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε επίσης, ότι μετά την τότε δηλωθείσα από τον Καποδίστρια αδυναμία αποπληρωμής των δανείων της Ανεξαρτησίας, η δημιουργία του Ελληνικού Κράτους ήταν μια εγγύηση για τους δανειστές, αφού έστω και μακροχρόνια θα εισέπρατταν τα οφειλόμενα ενώ ταυτόχρονα το νέο κράτος θα είχε ισχυρές εξαρτήσεις από αυτούς.
Ακριβώς αυτή η δήλωση του Καποδίστρια εξηγεί και την εμπλοκή των Μεγάλων Δυνάμεων στην απελευθέρωση της Ελλάδας. Τα δάνεια του 1824 και του 1825 ήταν ομολογιακά και είχαν εισαχθεί στο χρηματιστήριο του Λονδίνου. Έτσι κάθε επιτυχία των Ελλήνων απέφερε κέρδη στους ομολογιούχους και βέβαια η αποπληρωμή τους θα γινόταν με την συγκρότηση του Ελληνικού Κράτους. Αλλά εκείνη τη στιγμή μετά την απώλεια και της Αθήνας, η επανάσταση φαινόταν να έχει σβήσει και το ελεύθερο ελληνικό έδαφος, που κι αυτό ήταν στόχος του Ιμπραήμ, περιοριζόταν στην Αργολίδα γύρω από το Ναύπλιο και στην Ύδρα όπου ναυλοχούσε ο μικρός ελληνικός στόλος. Έτσι οι οδηγίες της «τριπλής συμμαχίας» του Λονδίνου ήταν σαφείς και αποσκοπούσαν στην εκδίωξη από τον Μοριά των Αιγυπτίων του Ιμπραήμ. Κάτι απαραίτητο για τη δημιουργία Ελληνικού Κράτους.
Όμως, έπρεπε να διατηρηθούν και οι ισορροπίες στις διπλωματικές σχέσεις της Αγγλίας που εξακολουθούσε να έχει συμφέροντα από την Πύλη. Η βρετανική κυβέρνηση, όπως άλλωστε και οι άλλες «Μεγάλες Δυνάμεις», με πολύ κόπο κατάφεραν να προσποιηθούν ότι η καταστροφή του τουρκο-αιγυπτιακού στόλου στο Ναβαρίνο δεν επέφερε καμιά ουσιαστική αλλαγή στο status quo αφού πλέον ήταν κοινή πεποίθηση ότι θα επιτευχθεί φιλικός διακανονισμός της Πύλης με τους Έλληνες! Σε μια θεαματική κίνηση των Άγγλων, παραιτήθηκε ο υπηρεσιακός πρωθυπουργός F. J. Robinson, πρώτος υποκόμης του Goderich και στη θέση του τοποθετήθηκε ο πανίσχυρος αλλά και φιλότουρκος Arthur Wellesley, πρώτος δούκας του Wellington. Ταυτόχρονα, κλήθηκε σε απολογία ο Edward Codrington επειδή είχε υπερβεί τις εντολές του αγγλικού ναυαρχείου! Ανακλήθηκε μάλιστα και ανέλαβε τη διοίκηση εκπαιδευτικών μονάδων του στόλου.
Στον «λόγο του θρόνου» για την έναρξη των εργασιών του κοινοβουλίου στις 29 Ιανουαρίου 1828, ο βασιλιάς George IV μετά από εισήγηση του υπηρεσιακού πρωθυπουργού, δούκα του Wellington, «δικαιολογώντας» τη στάση των «Μεγάλων Δυνάμεων» αναφέρει για τη ναυμαχία του Ναβαρίνου:
…« Στη σειρά των μέτρων που υιοθετήθηκαν με σκοπό την εφαρμογή του αντικειμενικού στόχου της συνθήκης (υπονοεί την συνθήκη της «τριπλής συμμαχίας» της 6ης Ιουλίου 1827 στο Λονδίνο), έλαβε χώρα μια σύγκρουση, τελείως απροσδόκητη για την Αυτού Μεγαλειότητα, στο λιμάνι του Ναβαρίνου, μεταξύ των στόλων των δυνάμεων που είχαν υπογράψει τη συνθήκη και της Οθωμανικής Πύλης. Παρά την ανδρεία που επιδείχθηκε από τον συγκροτημένο στόλο, η Αυτού Μεγαλειότης θρηνεί γιατί αυτή η σύρραξη χρειάστηκε να γίνει εναντίον της ναυτικής δύναμης ενός παλαιού συμμάχου. Αλλά έχει ακόμα την ελπίδα και την πεποίθηση ότι αυτό το «ατυχές γεγονός» δεν θα έχει σαν επακόλουθο τις περαιτέρω εχθροπραξίες και ότι δεν θα εμποδίσει τον φιλικό διακανονισμό των διαφορών που υπάρχουν μεταξύ της Πύλης και των Ελλήνων και προς τον οποίο θα προχωρήσουν για χάρη του καταφανούς κοινού συμφέροντος.»…
Με τη συνθήκη της Αλεξάνδρειας στις 19 Ιουλίου 1828, μεταξύ του Μεχμέτ-Αλή και του Codrington, ο Ιμπραήμ αναγκάστηκε να αποχωρήσει από την Πελοπόννησο Οι τρεις Δυνάμεις απέστειλαν στην Πελοπόννησο γαλλικό εκστρατευτικό σώμα με σκοπό να επιβάλλουν την υπογραφείσα συνθήκη. Γαλλικά στρατεύματα υπό τους Maison και Sebastiani έφθασαν στο Πεταλίδι στις 30 Αυγούστου 1828. Αφού παρέλαβαν την Κορώνη και το Ναβαρίνο, τα παρέδωσαν στον Έλληνα φρούραρχο Νικηταρά. Οι Αιγύπτιοι του Ιμπραήμ, κατά τον George Finlay, μετά από συμφωνία στις 7 Σεπτεμβρίου 1828 με τον Γάλλο στρατηγό Maison, ξεκίνησαν την αποχώρησή τους στις 16 Σεπτεμβρίου και την ολοκλήρωσαν στις 5 Οκτωβρίου 1828.
Το γαλλικό εκστρατευτικό σώμα, παρέμεινε για περίπου πέντε χρόνια στη Μεθώνη και στην ευρύτερη περιοχή και συνέβαλλε κατά πολύ, στην οργάνωση και στα έργα υποδομής του τότε νεοσύστατου ελληνικού κράτους, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα τα συμφέροντα των «Μεγάλων Δυνάμεων» στο πέρασμα για την Ανατολή.