Οι Αμαζόνες ήταν μια φυλετική ομάδα της Ευρασίας που ζούσε νομαδικά και διακρινόταν για τον υψηλό βαθμό ελευθερίας και ισότητας. Ο μύθος θέλει να αποτελούνταν αποκλειστικά από πολεμίστριες γυναίκες που ζούσαν νομαδικά, άρτια εκπαιδευμένες στρατιωτικά, χωρίς άνδρες. Αυτές, σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, κατάγονταν από τον θεό του πολέμου Άρη και λάτρευαν την Άρτεμη, θεά του κυνηγιού, της ελεύθερης ζωής και της άρνησης του γάμου.
Είναι αναμφισβήτητη από την αρχαιότητα, η ύπαρξη νομαδικών φυλών που κινούνταν στις στέπες της Ουγγαρίας, της Ουκρανίας και τη Λευκορωσίας μέχρι τις ερήμους του Ιράν και του Ιράκ. Αυτές οι νομαδικές φυλές ήταν πολεμικές και κινούνταν ακατάπαυστα σε αυτόν τον γεωγραφικό χώρο ζώντας από το κυνήγι. Τα μέλη τους ήταν εξαίρετοι αναβάτες και σκληροί πολεμιστές. Το ίδιο και οι γυναίκες τους, ήταν εξίσου σκληρές και συμμετείχαν στο κυνήγι και την τροφοσυλλογή. Φυσικά αυτές συμμετείχαν και στις μάχες.
Τα ταφικά μνημεία «σκυθικού τύπου» που ανακαλύπτονται σήμερα στην Ουκρανία και το Καζακστάν πιστοποιούν ακριβώς αυτά τα χαρακτηριστικά. Μία στις πέντε ταφές που βρέθηκαν, περιείχαν γυναικείους σκελετούς, θαμμένους με τα προσωπικά τους αντικείμενα και τα άλογά τους. Σε αυτές, το ένα τέταρτο περιείχαν τον οπλισμό τους, θώρακα, ξίφος και τόξα. Παλιότερα πίστευαν ότι το όνομα των Αμαζόνων προερχόταν από το στερητικό α- και το μαζός που σημαίνει μαστός. Αυτό υποδηλούσε μια υποτιθέμενη συνήθεια των νομαδικών κοινωνιών να καυτηριάζουν ή να ακρωτηριάζουν τον δεξό μαστό του κοριτσιού μόλις έμπαινε στην εφηβεία, ώστε να μην την ενοχλεί αργότερα στη χρήση του τόξου και του ξίφους. Όμως κάτι τέτοιο δεν ευσταθεί. Σε καμιά περίπτωση ο μαστός δεν εμποδίζει τη χρήση του τόξου. Νεότερες θεωρίες για την ονομασία Αμαζόνες παραπέμπουν στην προέλευση του ονόματος από το ιρανικό ha-mazan που σημαίνει πολεμιστές ή το περσικό hamazakaran που σημαίνει αυτόν που πολεμά.
Οι Αμαζόνες δεν άφησαν γραπτά κείμενα που να πιστοποιούν την παρουσία τους στην ιστορία. Οι μύθοι που διασώθηκαν περιέχουν σίγουρα υπερβολές για τις ικανότητές τους. Αλλά δεν μπορεί όλοι οι αρχαίοι λαοί να δημιούργησαν τόσες διηγήσεις και καλλιτεχνήματα γι’ αυτόν τον νομαδικό λαό αφού Αμαζόνες απεικονίζονται σε αγγεία ή αγάλματα σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας και σε πολλές περιοχές.
Οι Έλληνες πάντοτε παρουσίαζαν τα αμαζονικά φύλλα με ασιατική καταγωγή και τα απεικόνιζαν με σκυθικούς σκούφους. Αντιμετώπιζαν δε με περίσκεψη μια ισότιμη κοινωνία ανδρών και γυναικών, με τις γυναίκες μάλιστα να αναλαμβάνουν ηγετικό ρόλο και στις πολεμικές επιχειρήσεις ή να υπερασπίζονται την κοινότητά τους όταν οι άνδρες έλειπαν σε κάποια μάχη. Ίσως έτσι δικαιολογείται η αναφορά του Ηροδότου για κοινωνίες με γυναίκες χωρίς άνδρες που έρχονταν σε ερωτική επαφή μια φορά το χρόνο. Η συνεχής κίνηση των νομάδων σε όλη την έκταση των στεπών της κεντρικής Ευρώπης έδωσε μάλλον την ψευδή εντύπωση της ύπαρξης πολλών διαφορετικών αμαζονικών εθνών.
Η πρώτη αναφορά στον λαό των Αμαζόνων στην ελληνική μυθολογία έγινε από τον Όμηρο στην Ιλιάδα όπου αναφέρει «Αμαζόνες αντιάνειραι». Οι «αντιάνειραι» δεν ήταν γυναίκες αντίθετες στους άντρες αλλά ίσες με εκείνους. Δεν είχαν σκοπό να εξοντώσουν άντρες θα ονομάζονταν «ανδροκτόναι».
Χαρακτηριστικό είναι ότι Αντιάνειρα ήταν το όνομα και μιας βασίλισσας των Αμαζόνων και αυτό δεν δηλώνει αντίθεση ή έχθρα για τους άντρες, αλλά ότι οι πολεμικές ικανότητές της ήταν ίδιες με εκείνες ενός άντρα. Δηλαδή, η πρόθεση «αντί» δεν υποδήλωνε αντίθεση, αλλά ομοιότητα και συγγένεια. Επίσης αν ο Όμηρος μιλούσε για αμιγή γυναικείο πληθυσμό θα έλεγε αι Αμαζόναι και όχι οι Αμαζόνες. Συνεπώς οι Αμαζόνες ήταν λαός όπως οι Φαίακες ή οι Μυρμιδόνες και συμπεριλάμβαναν στον στρατό τους γυναίκες. Όμως το επίθετο «αντιάνειραι» αναφέρεται σαφώς σε γυναίκες και αυτό επειδή το χαρακτηριστικό στοιχείο αυτού του λαού ήταν οι πολεμίστριες γυναίκες, το επίθετο υποδηλοί συγκεκριμένα αυτές. Για την εποχή, ήταν εξαιρετικά εντυπωσιακό για τους Αχαιούς να βλέπουν αυτές τις τρομερές πολεμίστριες απέναντί τους, τόσο που θεωρούσαν ότι οι Αμαζόνες ήταν μόνο γυναίκες, ενώ όλους τους υπόλοιπους νομαδικούς λαούς της Ευρασίας τους ονόμαζαν Σκύθες. Με το πέρασμα του χρόνου οι Αχαιοί πίστεψαν ότι οι Αμαζόνες ήταν αποκλειστικά γυναικείος λαός που καταγόταν από τον Εύξεινο Πόντο. Το εξαιρετικά αξιόμαχο των Αμαζόνων φαίνεται και από την έκπληξη του Αχιλλέα στην κατάληξη της μάχης του με την Πενθεσίλεια. Συγκεκριμένα:
Κοντά στη λήξη του Τρωικού Πολέμου, μετά τον θάνατο του Έκτορα, η Πενθεσίλεια επικεφαλής στρατού Αμαζόνων, έφτασε στην Τροία για να βοηθήσουν τους συμμάχους τους. Επειδή στο κυνήγι είχε σκοτώσει άθελά της κάποια αδελφή της, πίστευε ότι βοηθώντας τους Τρώες που είχαν προστάτιδα τη θεά του κυνηγιού Άρτεμη, αυτή θα τη συγχωρούσε. Ο Πρίαμος την υποδέχτηκε και την ευχαρίστησε για την απροσδόκητη προσφερόμενη βοήθεια. Μετά την δωδεκαήμερη ανακωχή λόγω του θανάτου του Έκτορα, η Πενθεσίλεια και οι Αμαζόνες μπήκαν στη μάχη και διακρίθηκαν, σκοτώνοντας πολλούς Αχαιούς. Η αρχηγός των Αμαζόνων φορούσε πολεμική μάσκα. Στη διάρκειά της μάχης, η Πενθεσίλεια βρέθηκε αντιμέτωπη με τον Αχιλλέα. Ο Αχιλλέας βλέποντας ότι σκορπίζει τον θάνατο στις γραμμές των Αχαιών, έτρεξε προς το μέρος της για να ανακόψει την ορμή της. Η Πενθεσίλεια βλέποντας τον φοβερό αντίπαλό της έμεινε στη θέση της για να κονταροχτυπηθεί μαζί του.
Βέβαια ήταν σίγουρο ότι μπροστά σε έναν τόσο φοβερό αντίπαλο θα έχανε τη ζωή της. Προσπάθησε να τον χτυπήσει με το δόρυ της αλλά μάταια. Ή ασπίδα του τον προστάτευε. Και δεν έφτανε αυτό. Ο Αχιλλέας ανταπέδωσε το χτύπημα και με το ξίφος του την τραυμάτισε θανάσιμα στο θώρακα. Αυτή έπεσε. Πήγε κοντά της, της έβγαλε τη μάσκα και έμεινε αποσβολωμένος. Η ομορφιά της τον ζάλισε. Την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα, μα εκείνη πέθαινε. Σχεδόν όλοι οι παρόντες συμπολεμιστές του Αχιλλέα είχαν αντιληφθεί ότι ο Αχιλλέας είχε θαμπωθεί από την ομορφιά της Πενθεσίλειας. Κάποιοι άρχιζαν να φωνάζουν, άλλοι να αγανακτούν αλλά ο Αχιλλέας αδιαφορούσε. Γονάτισε μπροστά στην ετοιμοθάνατη Αμαζόνα. Και τότε βλέπει έναν συμπολεμιστή του, τον Θερσίτη, να τον ειρωνεύεται και να τον περιπαίζει επειδή αυτός ο αλύγιστος πολέμαρχος είχε λυγίσει μπροστά στη γυναικεία ομορφιά της Πενθεσίλειας. Ο Αχιλλέας αδιαφορούσε για τις λοιδορίες του Θερσίτη.
Μα αυτός δεν έμεινε μόνο στα λόγια. Πλησίασε στην πεσμένη, μπροστά στον Αχιλλέα, Αμαζόνα και βρίζοντας την κάρφωσε με το δόρυ του στο μάτι. Αμέσως τότε, ο Αχιλλέας εκτός εαυτού, μπροστά σε μια τέτοια προσβολή θύμωσε τόσο πολύ που πετάχτηκε όρθιος και σκότωσε τον αθυρόστομο και ασεβή Θερσίτη με γροθιές. Στη συνέχεια, πήρε τη νεκρή Πενθεσίλεια στα χέρια του και την έβγαλε από το πεδίο της μάχης. Δεν κράτησε τα όπλα της ούτε την πέταξε στα σκυλιά και τα όρνια, όπως συνηθιζόταν για τους εχθρούς στον πόλεμο. Οι Αχαιοί παρέδωσαν τη νεκρή Πενθεσίλεια μαζί με άλλες δώδεκα νεκρές Αμαζόνες και τον οπλισμό τους, στους Τρώες. Κι αυτοί τις έθαψαν με όλες τις τιμές.
Το γεγονός ότι ο Αχιλλέας έφτασε στον φόνο ενός συμπολεμιστή του για την υπεράσπιση της τιμής και της αξιοπρέπειας ενός εχθρού, προκάλεσε μεγάλη αναταραχή στο στρατόπεδο των Αχαιών. Έτσι ο Αχιλλέας αναγκάστηκε να περάσει απέναντι, στη Λέσβο και να θυσιάσει στους θεούς για να απαλλαχθεί από το μίασμα του φόνου.
Στην Ιλιάδα δεν περιγράφεται με λεπτομέρειες ο θάνατος της Πενθεσίλειας. Αυτό όμως γίνεται στις «Ηρωίδες» του Οβίδιου και την «Αινειάδα» του Βιργίλιου. Για τον Θερσίτη έγραψε στις αρχές του 4ου π.Χ. αιώνα, ό τραγικός ποιητής Χαιρήμων, την τραγωδία «Αχιλλεύς Θερσιτοκτόνος».
Βιβλιογραφία
1. Ηροδότου, Ιστορίαι, Βιβλίο Τέταρτο, 113, Oxford University Press 1998.
2. Παυσανίου, Ελλάδος Περιήγησις.
[Στη φωτογραφία: Γιάννης Αντωνόπουλος. Ο θρήνος των Αμαζόνων πάνω από τη νεκρή Πενθεσίλεια]