Δευτέρα, 07 Ιουλίου 2014 20:28

Τοπικό γλωσσάρι ή λέξεις που κινδυνεύουν να χαθούν (μέρος 3ο)

Τοπικό γλωσσάρι ή λέξεις που κινδυνεύουν να χαθούν (μέρος 3ο)

Δεν είναι λίγες οι φορές που οι νεότεροι κοιτούν με απορία και οι παλαιότεροι συγκινούνται όταν ακούν ορισμένες λέξεις. Πρόκειται για λέξεις που δίνουν το χρώμα τοπικής διαλέκτου καθώς χρησιμοποιήθηκαν για αιώνες από τους ανθρώπους που έζησαν σε αυτό τον τρόπο. Κουβαλούν στο εσωτερικό την ιστορία με έναν ιδιότυπο τρόπο επειδή είναι λέξεις με καταγωγή από τα αρχαία ελληνικά, τα λατινικά, τα ιταλικά, τα τούρκικα και άλλες γλώσσες.

 

Λέξεις που προσαρμόστηκαν στις ανάγκες ανθρώπινης επικοινωνίας και της αγροτικής κοινωνίας. Και άρχισαν να εξαφανίζονται με την αστικοποίηση, τα ρεύματα μετανάστευσης, τις γλωσσικές μεταρρυθμίσεις αλλά και τις σκοπιμότητες μερικές φορές. Διαπιστώσαμε ότι έχει ενδιαφέρον να αποθησαυρίσουμε αυτό τον πλούτο ανακαλώντας στη μνήμη το παρελθόν και αναζητώντας πληροφορίες από διάφορες πηγές. Θα συνεχίσουμε κάθε Δευτέρα την παρουσίαση αυτής της συλλογής. Με τη βεβαιότητα ότι και οι αναγνώστες μπορούν να συμβάλουν στέλνοντας παρατηρήσεις, διορθώσεις και υλικό με οποιονδήποτε τρόπο κρίνουν πρόσφορο. Θα το περιμένουμε και θα φροντίσουμε για τη δημοσίευσή του. 

 

K

κα κάτω.

καβάδια (τα) τα ράσα του παπά.

καγιανάς (ο) φαγητό με χτυπημένα αυγά και τομάτα στο τηγάνι, στο οποίο κατά περίπτωση πρόσθεταν και τυρί, παστή ή συνηθέστερα το λίπος του χοιρινού.

καδίνα (η) η πήλινη σουπιέρα.

καδένα (η) η αλυσίδα, το κόσμημα-αλυσίδα.

καζάντια (τα) η προκοπή, τα υπάρχοντα, τα κέρδη.

καζάρμα (η) ο στρατώνας, το φρουραρχείο.

κάθικο (το) το πήλινο δοχείο και κατ' επέκταση κάθε δοχείο.

καθίκι (το) το "δοχείο νυκτός" (κατουροδοχείο), μεταφορικά ο παλιάνθρωπος, ο κακός χαρακτήρας.

καΐλα (η) το κάψιμο στο στομάχι, μεταφορικά η σφοδρή επιθυμία.

κακάβι (το) μεγάλο χάλκινο δοχείο που έμπαινε στη φωτιά και χωρούσε μεγάλες ποσότητες νερού, καζάνι.

κακαβώνω βάζω το κακάβι στη φωτιά, μεταφορικά ο ουρανός με πυκνά μαύρα σύννεφα.

κακάρισμα (το) η φωνή της κότας.

κακαράντζα (η) η κοπριά της γίδας και του προβάτου.

κακίστρω (η) η ιδιότροπη, κακή γυναίκα.

κακοζάκανος (ο) ο καχεκτικός, με σωματικό ελάττωμα, ο κακοφτιαγμένος.

κακομάντζαλος (ο) ασουλούπωτος, καημένος, δυστυχισμένος.

κακοντέλης (ο) ο κακότυχος, φουκαράς.

κακορίζικος (ο) ο δυστυχισμένος από τη μοίρα του.

κακαρώνω πεθαίνω, συνήθως χρησιμοποιείται για το θάνατο από κρύο.

κακοφόρμισμα (το) ο ερεθισμός και η μόλυνση της πληγής, το πρήξιμο.

καλαμιά (η) τα καλάμια των δημητριακών μέχρι το στάχυ, το θερισμένο χωράφι.

καλαμπαλίκια (τα) οι όρχεις.

καλαμποκάνια (τα) τα καλάμια που χρησιμοποιούνταν στον αργαλειό, τα μακριά λεπτά πόδια.

καλαμωτή (η) καλαμένιο χώρισμα σπιτιών με επίχρισμα ασβέστη, η καλαμένια κρεβατίνα για την ξήρανση των σύκων.

καλαμωτό (το) επιφάνεια με πλεγμένα ή ενωμένα καλάμια.

καλατζούκα (η) η πρόχειρη αυτοσχέδια καλύβα.

καλιά συνθετικό της έκφρασης “πάει καλιά του” δηλαδή πέθανε.

καλιακούδα (η) η καρακάξα, μεταφορικά η μαυριδερή και άσχημη γυναίκα.

καλιγώνω πεταλώνω.

καλικούτσ(ι)α το καβαλίκεμα των παιδιών στους ώμους με το σβέρκο ανάμεσα στα σκέλια.

καλμπάτσα (η) αναπνευστική αρρώστια των προβάτων, μεταφορικά το βαρύ κρύωμα των ανθρώπων.

καλντερίμι (το) το λιθόστρωτο δρομάκι.

καλοφάγανος (ο) αυτός που τρώει όλα τα φαγητά.

καμ(ου)τσί (το) το μαστίγιο.

κανά κανένα, έχεις κανά ποτήρι;

κανακεύω παραχαϊδεύω, καλοπιάνω, κάνω όλα τα χατίρια.

κανάκια (τα) τα χάδια.

κανιά (τα) τα πόδια.

κανίστρα (η) στρογγυλό και χαμηλό πλεκτό καλάθι μέσα στο οποίο έβαζαν τις δίπλες ή άλλα γλυκά στους γάμους.

κάνουλα (η) η βρύση του βαρελιού.

καντήλα (η) φουσκάλα στο δέρμα.

κάντιο (το) γλυκό από κρυσταλλωμένη ζάχαρη (ζαχαροκάλαμο) που πουλούσαν παλαιότερα τα καταστήματα.

κάπα (η) βαρύ πανωφόρι των βοσκών από τραγόμαλλο, το οποίο είχε και κουκούλα.

καπάτσος (ο) αυτός που τα καταφέρνει στα δύσκολα.

καπηνός (ο) ο καπνός.

καπιστράνα (η) το δερμάτινο εξάρτημα που περνούσαν από το στόμα του ζώου μεταφοράς και περιέδεναν το κεφάλι του.

καπίστρι (το) το σκοινί που έδεναν την καπιστράνα για να κατευθύνουν το ζώο.

καπότα (η) βαρύ μάλλινο πανωφόρι με κουκούλα, μεταφορικά το προφυλακτικό.

καπρίτσιο (το) το πείσμα.

καπρί (το) το χοιρινό που το είχαν ως επιβήτορα, μεταφορικά αυτός που δεν μπορεί να κρατηθεί.

καπροδόντης (ο) αυτός που έχει στραβά και μεγάλα δόντια.

καραβάνα (η) παιδικό παιχνίδι στο οποίο κλοτσούσαν ένα κεραμίδι μέσα σε 6 τετράγωνα.

καρακαηδόνα (η) η τσαχπίνα γυναίκα.

καραμπουζουκλής (ο) ο λεβέντης περιπαιχτικά ή χαϊδευτικά.

καραούλι (το) η σκοπιά, μεταφορικά το καλό φύλαγμα.

κάργα πολύ, γεμάτο.

καργάρω γεμίζω όλο το χώρο.

καρδαμώνω ξεγερεύω μετά από αρρώστια, αποκτώ πάλι τις δυνάμεις μου.

καρδάρα (η) ξύλινο δοχείο που τοποθετούσαν και μετρούσαν το γάλα καθώς είχε μεγάλη χωρητικότητα.

καρέλι (το) αυτοσχέδιο παιχνίδι από στεφάνι που παίρνει ώθηση και κυλάει από μια μακριά μεταλλική λαβή, είτε μέσα από μια "δαγκάνα" που σχηματίζει στην άκρη είτε με χτυπήματα όταν αρχίσει να κυλάει. Αλλά και μικρή τροχαλία, συνήθως ξύλινη.

καρλαύτης (ο) αυτός που έχει μεγάλα αυτιά.

κάρμα (το) το ψόφιο ζώο, μεταφορικά ο ζαρωμένος και αδύνατος άνθρωπος.

καρμίρης (ο) ο τσιγκούνης.

καρναβίτσες (οι) μικροί όγκοι που βγαίνουν στα χέρια και τα πόδια.

καρούτζαφλας (ο) ο λάρυγγας.

καρούτζος (ο) ο λάρυγγας.

καρούλα (η) φουσκάλα στο δέρμα με υγρό, που δημιουργήθηκε από κάψιμο ή από χτύπημα με βέργα ή ανάλογο αντικείμενο.

καρτερώ περιμένω.

κάσα (η) το περίγραμμα του κουφώματος, το φέρετρο.

κασέλα (η) ξύλινο κιβώτιο στο οποίο φυλάσσονταν ρούχα.

κασόνι (το) μεγάλο ξύλινο κιβώτιο στο οποίο αποθηκεύονταν συνήθως δημητριακά.

κατάλακκα στο ξέφωτο, στο ίσιωμα, φανερά, χωρίς καμία προφύλαξη.

καταλιακού ακριβώς απέναντι από τον ήλιο.

καταράχι (το) η κορυφή του λόφου.

κατάσαρκα πάνω στη σάρκα.

κατάχαμα εντελώς κάτω.

καταχερίζω χτυπώ, δέρνω κάποιον με το χέρι.

κάτινου κάποιου.

κατοστάρι τσίγκινο δοχείο που χωρούσε 100 δράμια κρασί.

κατραπακιά (η) το χτύπημα στο κεφάλι με την παλάμη.

κατουκέφαλα με το κεφάλι προς τα κάτω.

κατσάβραχα (τα) βραχώδης και απότομος τόπος.

κατσαπλιάς (ο) ο κλέφτης που κάνει πλιάτσικο.

κατσαπρόκος (ο) εργαλείο του τσαγκάρη, μεταφορικά κοντοστούπης, κεφάλας.

κατσιασμένος (ο) ο καχεκτικός.

κατσικόδρομος (ο) το δύσβατο μονοπάτι.

κατσικοπόδαρος (ο) ο γρουσούζης.

κατσικώνω πεισμώνω και επιμένω σε κάτι.

κατσιφάρα (η) η καταχνιά, η ομίχλη.

κατσούλα (η) η γάτα.

κατσούλι (το) το γατί.

κατώι (το) το ισόγειο στα παλιά παραδοσιακά σπίτια όπου έβαζαν τα μεγάλα ζώα.

καύκαλο (το) το κοκάλινο περίβλημα του κεφαλιού.

κάφυρο (το) το ρουθούνι.

κάψα (η) η υπερβολική ζέστη.

καψαλάου (ίζω) καίω κάτι ελαφρά στην άκρη.

καψαλίθρες (οι) σκασίματα στο δέρμα από κάποιον που κάθεται πολύ κοντά στη φωτιά προερχόμενος από χειμωνιάτικο κρύο.

καψερός αυτός που δυστυχεί και αξίζει τη συμπάθεια.

καψοκαλύβας (ο) αυτός που τα θυσιάζει όλα χωρίς να δίνει σημασία για τις συνέπειες, κυρίως όσον αφορά τη φιλοξενία.

κειαπάν’ εκεί πάνω.

κειάφι (το) το θειάφι.

κενώνω σερβίρω.

κερατάς (ο) αυτός που έχει κέρατα, ο απατημένος σύζυγος, προσβλητικός χαρακτηρισμός.

κερατούκλης (ο) ο κερατάς, χρησιμοποιείται για να δηλώσει συμπάθεια αλλά και θαυμασμό.

κιβούρι (το) το μνήμα.

κιλίμι (το) πολύχρωμο στρωσίδι.

κιούπι (το) πήλινο σταμνί με μεγάλο στόμιο στο οποίο τοποθετούσαν το παστωμένο κρέας.

κιώνω τελειώνω μια εργασία, συμπληρώνω.

κλαμπανάς (ο) ψηλός και άχαρος, άγαρμπος.

κλάμπανος (ο) προσβλητική έκφραση, απαξιωτική για κάποιον.

κλαπουτάου (κλαπουτσίζω) καταβροχθίζω.

κλαρί (το) κομμένα κλαδιά δέντρων που χρησιμοποιούνται για τροφή ζώων.

κλαφούνισμα το συνεχές γαύγισμα του κυνηγόσκυλου όταν βρίσκεται στα χνάρια του θηράματος, μεταφορικά η συνεχής γκρίνια.

κλιμαντήρα (η) η έντονη επιθυμία για φαγητό.

κλιματσίδα (η) η κληματόβεργα.

κλίτσικας (ο) παιδικό παιχνίδι γνωστό και ως ξυλίκι.

κλιτσινάρα (η) το πίσω μέρος του γόνατου.

κλωθογυρίζω γυρίζω γύρω-γύρω σαν την κλώσσα.

κλωνά (η) η κλωστή.

κλώσσα η κότα που κάθεται πάνω στα αυγά και τα ζεσταίνει μέχρι να εκκολαφθούν και να βγουν τα πουλιά, μεταφορικά η φλύαρη γυναίκα.

κλωσσόπουλο (το) το κοτοπουλάκι που μόλις βγήκε από το αυγό.

κο(υ)κο(υ)σέλι (το) το χαλάζι.

κόλεθρο (το) τα υγρά που αποκολλούνται μαζί με το έμβρυο όταν γεννούν τα ζώα, μεταφορικά το απόβλητο, το σιχαμερό.

κολορίζι (το) τα κλαριά του δέντρου γύρω από τον κορμό τα οποία πετάγονται από τη ρίζα του.

κοιμήσι ο ύπνος, μεταφορικά ο βλάκας.

κοκολόι (το) οι καρποί που μαζεύονται από κάτω.

κολάνια (τα) οι δερμάτινοι ιμάντες που συγκρατούν το σαμάρι του γαϊδάρου. 

κο(υ)λαντρίζω καλοπιάνω, περιποιούμαι κάποιον για να καταφέρω κάτι.

κολιτσάκι (το) οι σιδερένιοι γάντζοι στο σαμάρι των ζώων, μεταφορικά κάθε τι από το οποίο μπορεί να πιαστεί κάποιος για να κάνει κάτι.

κολιτσίνα (η) η τράπουλα.

κονάκι (το) το σπίτι.

κόνξες (οι) τα καμώματα, οι προσποιήσεις.

κοντακιανός (ο) ο κοντός, ο κοντινός συγγενής.

κονταυγές (οι) κοντά στο ξημέρωμα.

κοντόγιομος αυτός που κοντεύει να γεμίσει.

κόπανος (ο) ξύλινη πλάκα με χέρι που χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες για να χτυπούν τα ρούχα στο πλύσιμο, μεταφορικά ο βλάκας.

κοπιάζω κουράζομαι, έρχομαι, πλησιάζω.

κόπιτσα (η) το μεταλλικό κούμπωμα του ρούχου.

κοπρίτης (ο) ο ανεπρόκοπος και τεμπέλης άνθρωπος.

κορακιάζω διψάω πολύ.

κορακοζώητος (ο) αυτός που ζει πολλά χρόνια.

κορδελάκια (τα) τα κόλπα.

κορήτος (ο) γούρνα για πότισμα κατασκευασμένη από ξύλο ή πέτρα.

κόρα (η) το εξωτερικό ξεροψημένο μέρος του ψωμιού.

κοράτσα (η) η απλυσιά και για την ακρίβεια η βρώμα που έχει σχηματίσει ένα λεπτό μαύρο στρώμα στο δέρμα.

 

κορκολίθι (το) πολύ μικρή στρογγυλή πέτρα.

Συνεχίζεται την επόμενη Δευτέρα