ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΥ
ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΥ ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΣ
Σπουδαίος βυζαντινολόγος μεσσηνιακής καταγωγής. Οι βιογράφοι του δεν συμφωνούν με τον τόπο γέννησης καθώς τον παρουσιάζουν να γεννήθηκε το 1875 στο Νησί, την Καλαμάτα ή την Αθήνα. Το βέβαιο είναι ότι έζησε κάποια από τα παιδικά του χρόνια στο Νησί, όπως ο ίδιος περιγράφει σε κείμενο ταξιδιωτικών εντυπώσεων. Και ακόμη ότι η σύμφωνα με το συμπατριώτη μας Κ. Φωτόπουλο, η κόρη του Αλεξάνδρα παντρεύτηκε τον Π. Σφήκα από το Νησί, έμπορο ο οποίος διατηρούσε κατάστημα υφασμάτων στο σημείο που βρισκόταν το ζαχαροπλαστείο Λαδά-Βαλσαμάκη. Ο Αδαμαντίου πέθανε στην Αθήνα το 1937.
Τελείωσε το σχολείο στη Σύρο και σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Οταν αποφοίτησε μαζί με τον καθηγητή του Σπύρο Λάμπρου πήγαν στο Αγιον Ορος και ασχολήθηκαν με την σύνταξη του καταλόγου των χειρογράφων των Μονών.
Διορίστηκε διευθυντής της Ελληνικής Σχολής του Ταϊγάνιου και βρήκε την ευκαιρία να μελετήσει βιβλιοθήκες και μουσεία της Μόσχας και της Πετρούπολης. Το 1900 εστάλη ως υπότροφος στην Εκόλ Νορμάλ Σουπεριέ στο Παρίσι όπου ασχολήθηκε με την βυζαντινολογία δίπλα σε διάσημους Γάλλους ιστορικούς.
Γύρισε στην Ελλάδα και το 1908 διορίστηκε Εφορος Αρχαιοτήτων του Χριστιανικού και Μεσαιωνικού Ελληνισμού. Με την ιδιότητα αυτή επιθεώρησε και πήρε μέτρα για τη συντήρηση πολλών βυζαντινών μνημείων της χώρας. Ειδικότερα στο διάστημα μεταξύ 1906 και 1908 εστάλη στο Μυστρά για την συντήρηση των περίφημων μνημείων του και από τότε επισκεπτόταν συχνά την περιοχή προκειμένου να εκπονήσει μελέτες. Το 1914 ιδρύθηκε το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο στο οποίο ορίστηκε διευθυντής μέχρι το 1923 που άνοιξε για το κοινό.
Από το 1912 ήταν τακτικός Καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και δίδασκε Ιστορία της Βυζαντινής Τέχνης και Πολιτισμού. Δημοσίευσε πολλές διατριβές και μελέτες σε διάφορα ειδικά περιοδικά. Σημαντικό έργο του ήταν «Τα Χρονικά του Μορέως» για το οποίο βραβεύθηκε από την Γαλλική Ακαδημία. Επίσης το έργο του «Αι παραδόσεις εν τη χριστιανική εικονογραφία. Αγνείας πείρα», βραβεύτηκε από την Ακαδημία Μονάχου.
Εργάστηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα στη Θεσσαλονίκη, στην οποία πήγε αμέσως μετά την απελευθέρωση το 1912 προκειμένου να μελετήσει τα σημαντικά βυζαντινά μνημεία της. Ενα από τα σημαντικότερα έργα του είναι και η «Βυζαντινή Θεσσαλονίκη" που εκδόθηκε το 1914, ενώ ασχολήθηκε και με τον Αλεξανδρινό ελληνισμό.
ΑΛΕΒΙΖΟΥ ΤΑΣΟΥ
ΤΑΣΣΟΣ (ΑΛΕΒΙΖΟΣ)
Γεννήθηκε στη Λευκοχώρα το 1914 και πέθανε στην Αθήνα το 1985. Θεωρείται ένας από τους πιο γνήσιους και χαρακτηριστικούς δημιουργούς της νεοελληνικής τέχνης. Αρχισε από μικρός να εργάζεται σε τυπογραφεία μετά την εγκατάσταση της οικογένειάς του στην Αθήνα το 1919. Σε ηλικία 16 ετών εισήλθε στη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου μετά το προκαταρκτικό παρακολούθησε μαθήματα γλυπτικής στο εργαστήρι του Θωμά Θωμόπουλου (1932-1933) αλλά και ζωγραφικής κοντά στον Ουμβέρτο Αργυρό (1933-1934) και στον Κώστα Παρθένη (1934-1937). Παράλληλα γράφτηκε από τους πρώτους στο νεοσύστατο τότε εργαστήριο χαρακτικής του Γιάννη Κεφαλληνού. Η πρώτη του ατομική έκθεση πραγματοποιήθηκε το 1936 στο βιβλιοπωλείο του Ελευθερουδάκη και κέρδισε την ευνοϊκή κριτική από τον Ζαχαρία Παπαντωνίου. Το 1938 έγινε μέλος της «Ομάδας Ελλήνων Ζωγράφων και Χαρακτών». Αποφοίτησε το 1939, ενώ την ίδια χρονιά άρχισε η συνεργασία του με το περιοδικό «Νέα Εστία», στο οποίο εικονογραφούσε διάφορα κείμενα. Εντάχθηκε στο ΚΚΕ και πήρε μέρος στην εθνική αντίσταση. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, μαζί με άλλους καλλιτέχνες ζωγράφισε αντιστασιακού περιεχομένου τοιχογραφίες σε πολυκατοικίες. Εικονογράφησε ακόμη λευκώματα τα οποία κυκλοφορούσαν παράνομα. Το 1948 προσελήφθη ως καλλιτεχνικός σύμβουλος στο τυπογραφείο «Ασπιώτη-ΕΛΚΑ». Παράλληλα
άρχισε η συνεργασία του με τον Οργανισμό Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων, στο πλαίσιο της οποίας εικονογράφησε βιβλία του δημοτικού και του γυμνασίου. Από το 1955 ξεκίνησε η συνεργασία του με τα Ελληνικά Ταχυδρομεία στο Τμήμα Σχεδιασμού Γραμματοσήμων, όπου εργάστηκε έως το 1967. Φιλοτέχνησε περίπου 150 γραμματόσημα, από τα πλέον γνωστά που έχουν κυκλοφορήσει. Κατά τη διάρκεια της χούντας ήταν αυτοεξόριστος στο εξωτερικό και δεν έκανε καμία έκθεση στην Ελλάδα. Τιμήθηκε με πολλά βραβεία και απέσπασε πολλές διακρίσεις. Το 1963 εξελέγη επίτιμος ακαδημαϊκός
στην Ακαδημία Μιχαήλ Αγγελος της Φλωρεντίας. Εργα του βρίσκονται σε ιδιωτικές συλλογές και σε μουσεία στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Μερικά από τα πλέον γνωστά έργα του είναι η σειρά «Σκλάβος» (1967), «Το μαρτύριο και ο θάνατος της Ηλέκτρας Αποστόλου», «Στη Βάσω Κατράκη», «Στο Γιάννη Ρίτσο», «Στο Μίκη Θεοδωράκη». «Παιδί του Βιετνάμ», «Τα χέρια», «Στη μνήμη του Τσε Γκεβάρα», «Κραυγή του Βιετνάμ», «Αρχόντισσες των ρεμπέτικων τραγουδιών», «Τρύγος», «Συκιές», «Αγρότες της Μεσσηνίας», «Αγρότισσες», «Επτά ξερά δένδρα», η σειρά «Εμφύλιος Πόλεμος» (Οι γυναίκες, ο νεκρός, οι άντρες), «Σκοτωμένος γλάρος», «17 Νοέμβρη 1973» (έχει
μήκος 6 μέτρων), «Αναφορά στον Γκόγια», «Αύριο θα κάνει ξαστεριά» και άλλα. Αξιόλογη πρωτοβουλία του ήταν η ίδρυση της ομάδας «Στάθμη» το 1949, μαζί με τους γνωστούς ζωγράφους Μπουζιάνη, Βασιλείου, Γουναρόπουλο, Ζογγολόπουλο, Μηταράκη, Κανέλλη, Ελευθεριάδη, Σώχο και Σπιτέρη. Το 1950 εκπροσώπησε την Ελλάδα στην Μπιενάλε της Βενετίας και δύο χρόνια αργότερα πήρε μέρος στη δεύτερη Μπιενάλε του Λουγκάνο. Στην πρώτη Μπιενάλε της Κρακοβίας το 1966 κέρδισε ειδικό βραβείο. Μεγάλη αναδρομική του έκθεση πραγματοποιήθηκε το 1975 στην Εθνική Πινακοθήκη με έργα της εποχής της δικτατορίας. Εκθέσεις έργων του έγιναν στη Μόσχα (1980)
και το Ανατολικό Βερολίνο (1981). Μετά το θάνατό του έγιναν μεγάλες αναδρομικές εκθέσεις για το έργο του τόσο στην Εθνική Πινακοθήκη όσο και στο Βαφοπούλειο Ιδρυμα της Θεσσαλονίκης.
ΑΛΕΥΡΑ ΓΙΑΝΝΗ
ΑΛΕΥΡΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ
Σημαντική πολιτική προσωπικότητα που γεννήθηκε στη Μεσσήνη το
1910, εξελέγη πολλές φορές βουλευτής, διετέλεσε επί σειρά ετών πρόεδρος της Βουλής και για λίγο καιρό προσωρινός Πρόεδρος Δημοκρατίας.
Τελείωσε το Γυμνάσιο της Μεσσήνης και σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1930 διορίστηκε υπάλληλος της Τράπεζας Ελλάδος στην Καβάλα. Δραστήριος συνδικαλιστής έγινε γενικός γραμματέας του Ταμείου Υγείας της Τράπεζας Ελλάδος και πρόεδρος του συλλόγου των υπαλλήλων της από το 1955 μέχρι το 1959. Το 1955 πρωταγωνίστησε στην ίδρυση της Ομοσπονδίας Τραπεζοϋπαλληλικών Οργανώσεων και εκλεγόταν πρόεδρός της μέχρι το 1963. Εξελέγη βουλευτής Α' Αθηνών της Ενωσης Κέντρου το 1963 και το 1964.
Την περίοδο της χούντας εξορίστηκε στη Σύρο αλλά αφέθηκε ελεύθερος με την αμνηστία μετά το αντιπραξικόπημα του βασιλιά Κωνσταντίνου. Ο Ανδρέας Παπανδρέου τότε του ανέθεσε την ηγεσία του ΠΑΚ στην Ελλάδα, αλλά αργότερα συνελήφθη και εξορίστηκε στον Αη Στράτη και στη συνέχεια στον Αγιο Νικόλαο Κυνουρίας. Αφέθηκε ελεύθερος το 1972.
Υπήρξε ιδρυτικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, εκλέχτηκε βουλευτής Α' Αθηνών (1974, 1977, 1981, 1985) και Επικρατείας (1989, 1990, 1993). Το Δεκέμβριο του 1977 ορίστηκε κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ. Εξελέγη πρόεδρος της Βουλής το 1981 και το 1985, ενώ το Μάρτιο του ιδίου χρόνου διετέλεσε προσωρινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας μετά την παραίτηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Πέθανε το 1995 και κηδεύτηκε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών.
ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΡΑ
ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΡΑΣ ΧΡΗΣΤΟΣ
Αρματολός, Φιλικός και οπλαρχηγός της Επανάστασης του 1821. Γεννήθηκε το 1760 στον Αγριλο. Το πραγματικό του όνομα ήταν Χρήστος Κορομηλάς. Το προσωνύμιο αυτό πήρε επειδή ήταν αναγνώστης στην εκκλησία, αλλά και γιατί είχε ρωμαλέα σωματική διάπλαση. Ασχολήθηκε αρχικά με το εμπόριο αλλά σύντομα συγκρούστηκε με τον προεστό Δ. Δικαίο τον οποίο και σκότωσε. Ετσι βγήκε κλέφτης και συγκρότησε δικό του σώμα. Το 1785 ήταν αρχηγός ομάδας κλεφτών στην επαρχία Λεονταρίου. Τότε συνεργάστηκε με τον Ζαχαρία, τον Κολοκοτρώνη και τον Πετμεζά.
Το 1804, κατά το διωγμό των κλεφτών και των αρματολών από τους
Τούρκους, κατέφυγε στη Ζάκυνθο και κατατάχθηκε με το βαθμό του ταγματάρχη στο ρώσικο στρατό. Το 1807, όταν κατέλαβαν τα Επτάνησα μετά από συνθήκη οι Γάλλοι, υπηρέτησε ως ταγματάρχης στο γαλλικό στρατό. Στο τάγμα του υπηρετούσαν πολλοί Ελληνες. Αργότερα όταν οι Αγγλοι κατέλαβαν τα Επτάνησα, υπηρέτησε και στον αγγλικό στρατό. Μετά τη διάλυση των αγγλικών ταγμάτων, ο Αναγνωσταράς είχε χάσει ήδη τους δύο γιους του σε
ναυάγιο και ήταν σε κακή οικονομική κατάσταση. Ετσι έφυγε για τη Ρωσία μαζί με τους Ηλία Χρυσοσπάθη και Πάνο Δημητρόπουλο. Στην Οδησσό το 1817 μυήθηκαν όλοι τους στη Φιλική Εταιρεία και ήταν οι πρώτοι στρατιωτικοί εταίροι της. Από τότε ο Αναγνωσταράς στο πλαίσιο της Φιλικής Εταιρείας ανέπτυξε πλούσια δράση. Λίγο αργότερα και οι τρεις επέστρεψαν στην Ελλάδα και μύησαν πολλούς ακόμη στη Φιλική Εταιρεία. Ο Αναγνωσταράς μεταξύ των άλλων μύησε τον Κολοκοτρώνη και τον Παπαφλέσσα.
Με την κήρυξη της Επανάστασης είχε μεγάλη συμμετοχή στην κατάληψη της Καλαμάτας στις 23 Μαρτίου 1821. Πήρε επίσης μέρος στην πολιορκία της Τριπολιτσάς, στη μάχη του Βαλτετσίου και αλλού. Λόγω της προχωρημένης ηλικίας και της αντιπάθειας που είχε για τον Κολοκοτρώνη, αποσύρθηκε από την πολεμική δράση και αφιερώθηκε στην πολιτική. Υπήρξε ακόμη σύμβουλος του Δημήτριου Υψηλάντη. Στην εμφύλια διαμάχη (1823-1825) πήρε το μέρος του Κουντουριώτη. Το Μάιο του 1823 έγινε υπουργός Πολέμου στην κυβέρνηση Κουντουριώτη και πολέμησε τον Κολοκοτρώνη. Κατά την εισβολή του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο συμμετείχε στον αγώνα εναντίον του.
Στις αρχές Μαρτίου του 1825 παραιτήθηκε από τη θέση του υπουργού και πήγε στα παράλια της Πυλίας για να οργανώσει την άμυνα των κάστρων. Σκοτώθηκε στις 26 Απριλίου 1825 όταν ο Ιμπραήμ με 67 πλοία επιτέθηκε και κατέλαβε τις ελληνικές θέσεις στη Σφακτηρία. Μαζί του σκοτώθηκαν ο Ιταλός φιλέλληνας Σανταρόζα, ο καπετάν Αναστάσιος Τσαμαδός και άλλοι.
Η επιτροπή εκδουλεύσεων μετά την απελευθέρωση του απένειμε τον
βαθμό του στρατηγού. Η κυβέρνηση όμως δεν έδωσε στην κόρη του την προίκα που είχε εγκριθεί, καθώς ο Αναγνωσταράς θεωρήθηκε καταχραστής του δημοσίου χρήματος αφού η κυβέρνηση στην οποία συμμετείχε (Κουντουριώτης - Μαυροκορδάτος - Κωλέττης) κατασπατάλησε το δημόσιο χρήμα των δανείων.
ΑΝΑΖΙΚΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΑΝΑΖΙΚΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
Μαθητής τεχνικού λυκείου από την Μικρομάνη που σκοτώθηκε από σεσημασμένο κακοποιό όταν τον καταδίωξε μετά από κλοπή. Γεννήθηκε το 1976 και το περιστατικό συνέβη στις 14 Απριλίου 1995. Ενώ βρισκόταν στον Πειραιά, ο κακοποιός άρπαξε την τσάντα νεαρής και καταδιώχθηκε από πολίτες. Στο Πασαλιμάνι τον έφθασε ο Αναζίκος και τότε ο κακοποιός για να διαφύγει, τον πυροβόλησε εν ψυχρώ στο στήθος και τον σκότωσε.
ΑΝΔΡΟΥΣΗΣ ΙΩΣΗΦ
ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΙΩΣΗΦ (ΝΙΚΟΛΑΟΥ)
Επίσκοπος Ανδρούσης (Ιωάννης Νικολάου κατά κόσμον) με καταγωγή από τη Νεστάνη. Γεννήθηκε στην Τρίπολη το 1770. Σε ηλικία 11 χρονών εισήχθη στην σχολή της Δημητσάνας όπου σπούδασε για 9 χρόνια και απέκτησε μεγάλη μόρφωση. Οταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του έγινε δάσκαλος στα Δολιανά και την Τρίπολη, ενώ δίδαξε και στα σχολεία Ναυπλίου και Κορώνης. Από τα νεανικά του χρόνια ακολούθησε το μοναχικό βίο και πήρε το όνομα Ιωσήφ. Χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος από τον Επίσκοπο Αμυκλών και Τριπολιτσάς Νικηφόρο με τον οποίο συνεργάστηκε για 14 χρόνια. Πολλές φορές χρησιμοποιήθηκε σε ειδικές αποστολές από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ως Πατριαρχικός Εξαρχος. Για ένα χρονικό διάστημα υπηρέτησε και στον τότε Μητροπολίτη Σμύρνης και μετέπειτα Οικουμενικό
Πατριάρχη Γρηγόριο Ε'.
Το Μάρτιο του 1806 παραιτήθηκε ο Επίσκοπος Ανδρούσης Κωνστάντιος και με τη σύμφωνη γνώμη των προκρίτων της περιοχής προτάθηκε ο Ιωσήφ Νικολάου ως νέος Επίσκοπος. Χειροτονήθηκε ένα μήνα αργότερα στο Ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στην Καλαμάτα, από τον Μητροπολίτη Μονεμβασίας και Καλαμάτας Χρύσανθο Παγώνη. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε «μετά πομπής» στο Νησί που ήταν η έδρα της Επισκοπής και εκφώνησε τον ενθρονιστήριο λόγο στον Αγιο Ιωάννη.
Το 1820 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον καλαματιανό γιατρό Κορνήλιο. Το Φεβρουάριο του 1821, όταν οι Τούρκοι υποψιάστηκαν ότι προετοιμάζεται εξέγερση, διατάχθηκε να μεταβούν αρχιερείς και προεστοί στην Τρίπολη. Παρουσιάστηκαν 9 αρχιερείς μεταξύ των οποίων και ο Ιωσήφ Ανδρούσης, και 20 προεστοί.
Μετά τα επαναστατικά γεγονότα φυλακίστηκαν με αποτέλεσμα οι περισσότεροι να πεθάνουν μέσα στην φυλακή από την πείνα και τα βασανιστήρια, μεταξύ των οποίων ο Σπάρτης και Καλαμάτας Χρύσανθος. Ο Ιωσήφ Ανδρούσης ήταν ένας από τους επιζήσαντες και απελευθερώθηκε με την άλωση της Τριπολιτσάς στις 23 Σεπτεμβρίου 1821. Στην Α' Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου διορίστηκε υπουργός Θρησκείας, ενώ για μικρό χρονικό διάστημα διετέλεσε και υπουργός Δικαίου. Παραιτήθηκε κατά τη διάρκεια της εμφύλιας
διαμάχης το 1825 και κατέβηκε στη Μεσσηνία σε μια προσπάθεια συμφιλίωσης ενόψει της απόβασης του Ιμπραήμ. Οταν ο Ιμπραήμ κατέλαβε τη Μεσσηνία τον επικήρυξε και κατέφυγε στο Μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων Ερμιόνης. Εκεί το 1827 συγκλήθηκε συνέλευση αρχιερέων με σκοπό την αντιμετώπιση θρησκευτικών προβλημάτων κατά τη διάρκεια της οποίας «συνέταξε Εκκλησιαστικόν κανονισμόν εν ονόματι της Μεγάλης Εκκλησίας (Οικουμενικού Πατριαρχείου), ης ανεγνώριζον και προνόμια».
Μετά την ναυμαχία του Ναυαρίνου και την ανάληψη της διακυβέρνησης από τον Ιωάννη Καποδίστρια, διορίστηκε μέλος της Εκκλησιαστικής Επιτροπής. Στην κηδεία του Κυβερνήτη, ο Ιωσήφ Ανδρούσης εξ ονόματος της Εκκλησίας εκφώνησε τον επικήδειο. Το 1833 κλήθηκε από τον Οθωνα να πάρει μέρος στην Πρώτη Σύνοδο των Αρχιερέων μετά την απόσπαση της Ελλαδικής Εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το 1839 κλήθηκε για δεύτερη φορά να πάρει μέρος ως Συνοδικός. Το 1843 τιμήθηκε από τον Οθωνα
με το Αριστείο του Αγώνα, με τον αργυρό και χρυσό σταυρό του Ταξιάρχη και του Ανώτερου Ταξιάρχη. Ενωρίτερα είχε αναγνωρισθεί ως αξιωματικός Α' τάξεως (αντίστοιχος του στρατηγού].
Πέθανε στο Νησί στις 13 Μαρτίου 1844 και η σορός του παρέμεινε επί τριήμερο για λαϊκό προσκύνημα στον Αγιο Ιωάννη. Σύμφωνα με τον Ιεζεκιήλ Βελανιδιώτη «ετάφη εν τη δεξιά γωνία του Ιερού Βήματος του ναού του Προδρόμου».
Λίγο μετά το 1900 στήθηκε στη Μεσσήνη η προτομή του στο μέσον της
τότε πλατείας αλωνίων. Μετά το 1920 μεταφέρθηκε και τοποθετήθηκε δίπλα στον Αγιο Ιωάννη για να βρίσκεται κοντά στον τάφο του.
Από το βιβλίο του Ηλία Μπιτσάνη «Το Νησί (Μεσσήνη) στο χώρο και το χρόνο»
Η συνέχεια το επόμενο Σάββατο