Ατελές καθώς ήταν υπέκυψε αντιστάσεως μη ούσης στο μύθο της γριάς Συκούς, του οποίου η αναπαράσταση επαναλαμβάνεται αδιακόπως από τα τέλη της δεκαετίας του 1970.
Το ατελές του εθίμου προκύπτει χωρίς αμφιβολία από την πρώτη περιγραφή του που έγινε το 1893 στην εφημερίδα "Μεσσηνιακή" (14/2/1893) και στην οποία αναφέρονται τα εξής:
«Το περιεργότερον και πρωτοτυπώτερον κατά την ημέραν των κουλούμων εν Μεσσήνη είναι η κρεμάλα. Η κρεμάλα έχει καθιερωθεί διά παλαιοτάτου εθίμου ούτινος την αρχήν μάτην ανεζητήσαμεν. Είναι παιγνίδιον όλως ιδιόρρυθμον προκαλούν τους γέλωτας και τον ενθουσιασμόν των παρεστώντων, πολλά δε επεισόδια αστειότατα γεννήσαν πολλάκις. Εν κεντρικώ μέρει της πόλεως έχει στηθεί ικρίον εφ' ου αναρτάται σχοινίον φέρον εις το άκρον σιδηρούν κρίκον. Εν ευρυτάτω κύκλω περιπολούντες επίτηδες ωρισμένα άτομα, άτινα συλλαμβάνουν πάντα -αδιακρίτως- όστις ήθελε εισέλθη εν τω κύκλω, ον φέρουσιν είτα θριαμβευτικώς εις την κρεμάλαν, τω φορούσι τον κρίκον και τον αιωρούσιν μέχρι του ύψους αυτής υπό τους παταγώδεις γέλωτας του παρισταμένου πλήθους. Εννοείται ότι το παιγνίδιον εις τους αγνοούντες αυτό καταντά τραγικώς κωμικόν εξ ου πολλάκις, ως είπομεν, αστειότατα επεισόδια συνέβησαν».
Κανένας δεν γνωρίζει για το έθιμο και στα δημοσιεύματα των επόμενων δεκαετιών δεν δίνεται υπάρχει καμία ερμηνεία για την προέλευσή του.
Το γεγονός ότι το έθιμο ουδεμία σχέση έχει με το μύθο τη γριάς Συκούς, προκύπτει αβίαστα από το γεγονός ότι ο πρώτος που τον κατέγραψε εκτενώς (Στ. Κτεναβέα "Μεσσηνιακή Επετηρίς 1908"), ο Νησιώτης Θεόδωρος Γούνας, φοιτητής Νομική τότε, δεν κάνει καμία αναφορά στον Καρναβάλο παρά το γεγονός ότι σε άλλη σελίδα από αυτή που δημοσιεύεται η εργασία του, υπάρχει η πρώτη γνωστή φωτογραφία του Νησιώτικου Καρναβαλιού. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο Γούνας ήταν εκ των πρωταγωνιστών του Νησιώτικου Καρναβαλιού και μάλιστα το 1911 έβγαλε τον πρώτο καρναβαλικό λόγο.
Η κρεμάλα αρχές της δεκαετίας του 1960 (φωτογραφία Χρ. Αλειφέρη από το αρχείο των ΓΑΚ Μεσσηνίας)
Στο πλαίσιο της έρευνας που έχω κάνει για το Νησιώτικο Καρναβάλι και η οποία δημοσιεύτηκε στην "Ελευθερία", σε περισσότερες από 50 ολοσέλιδες συνέχειες, σημείωνα τα εξής:
«Ιχνηλατώντας την πορεία του εθίμου δεν βρίσκουμε τη σύνδεση με το κρέμασμα της γριάς Συκούς παρά μόνο το 1937, την πρώτη χρονιά της δικτατορίας του Μεταξά, που είχε δώσει ιδιαίτερο βάρος στα θεάματα και την ταύτιση με "εθνικές παραδόσεις". Ενδιαμέσως δεν υπάρχει καμία αναφορά στην προέλευση του εθίμου, του οποίου προβάλλεται η εύθυμη πλευρά με διάφορους χαρακτηρισμούς όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια. Δυστυχώς οι εφημερίδες δεν κατέγραψαν μια απόπειρα ερμηνείας του εθίμου, καθώς το 1928 στο πρόγραμμα γιορτασμού είχε εξαγγελθεί ότι "περί ώραν 2 μ.μ. θέλει εκφωνηθεί λόγος περί υπάρξεως της κρεμάλας". Τις επόμενες ημέρες όμως δεν γράφτηκε τίποτε και έτσι χάθηκε ένας πολύτιμος κρίκος στην αναζήτηση.
Μετά τον πόλεμο γίνεται η πάλι η αποσύνδεση και από την ιστορία της μεταξικής περιόδου φαίνεται ότι μένει η μεταμφίεση σε Τούρκους δήμιους που ταιριάζει στο πνεύμα του καρναβαλιού. Η σύνδεση του εθίμου με το μύθο της γριάς Συκούς γίνεται πάλι σε περίοδο δικτατορίας, σε αυτή των συνταγματαρχών το 1968 για ανάλογους λόγους. Συνεχίστηκε μέχρι το τέλος της και στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε.
Σε αυτή τη διαδρομή η σύνδεση της κρεμάλας με το μύθο της γριάς Συκούς είχε υιοθετηθεί και από διανοούμενους της Αριστεράς, αρχικά από τον Θόδωρο Μ. Τσερπέ στα "Σατυρικά Γυμνάσματα" και αργότερα από το Δημήτρη Κανελλόπουλο με άρθρο του στο "Ριζοσπάστη". Ενώ η δοξασία έβρισκε πρόσφορο έδαφος σε λαϊκά στρώματα που αναζητούσαν μια εξήγηση για το έθιμο. Μέσα σε αυτό το κλίμα η "αναπαράσταση" θεωρήθηκε στοιχείο της λαϊκής παράδοσης και ξεκίνησε πάλι το 1980 από τον Πολιτιστικό Σύλλογο με... δράστη τον υποφαινόμενο που έγραψε και τους διαλόγους. Ο ρόλος του Ιμπραήμ ήταν ο πρώτος... θεατρικός ρόλος του Περικλή Αλμπάνη και η αναπαράσταση πραγματικά αποκριάτικη, καθώς ανακάλυψε ότι του έλειπε το... λιναρένιο μουστάκι που είχε κολλήσει στα γένια και δεν φαινόταν. Μέχρι να βρεθεί είχε γίνει... πανηγύρι αφού ο Ιμπραήμ είχε γίνει... Τούρκος και δεν έβγαινε στο πάλκο, ενώ ο τότε δήμαρχος Δημήτρης Κούτσικας ήταν σε αναμμένα κάρβουνα που δεν ξεκινούσε η εκδήλωση» ("Ελευθερία" 6/2/2013).
Στην έρευνα που είχα κάνει τότε, επεσήμανα την κρεμάλα ως μια μορφή τιμωρίας ενδεχομένως ως απόληξη μιας δίκης σύμφωνα με την ευρωπαϊκή λαϊκή παράδοση, αλλά αυτή ήταν μια υπόθεση εργασίας. Προσφάτως όμως ανακάλυψα ένα μικρό σχόλιο για τα καρναβάλια του 1929 ("Σημαία" 21/3/1929) το οποίο δικαιώνει τις υποψίες μου και νομίζω ότι θέτει σε άλλη βάση τη συζήτηση για την προέλευση του εθίμου. Γράφει λοιπόν η "Σημαία": «Η ιστορική και αλησμόνητος κρεμάλα από την οποία επέρασαν και εκρεμάσθησαν κόσμος και κοσμάκης από κτήσεως της Μεσσήνης δικασθέντες, διότι ως γνωστόν συνίσταται πρόχειρον και επιτόπιον δικαστήριον, και πάλιν εις την αίγλην της εξαιρετικώς εφέτος όπου επρόκειτο να δικασθούν όχι μόνον πολίται αλλά και μερικοί αιρετοί άρχοντες και όπου θα ετίθετο και πυρίτις προς εξαγνισμόν των».
Ορισμένα στοιχεία έχουν ενδιαφέρον ξεχωριστό: Η αναφορά "ως γνωστόν" παραπέμπει σε κάτι το οποίο δεν αμφισβητείται και γίνεται χρόνια "από κτήσεως της Μεσσήνης" καθώς σημειώνεται για να επιβεβαιωθεί ότι ουδεμία σύνδεση έκαναν ντόπιοι και επισκέπτες με τη γριά Συκού, παρά μόνο με το πρόχειρο δικαστήριο. Κάτι που έφθασε αχνά μέχρι τις ημέρες μας καθώς τα "περίπολα" έκαναν μια πρόχειρη σύσκεψη πριν το κρέμασμα για το... ποσό που έπρεπε να τάξει ο κρεμασμένος για να κατέβει. Το σημαντικό της υπόθεσης είναι ότι το κείμενο έχει γραφτεί από τον ανταποκριτή της εφημερίδας στο Νησί, κάτι που σημαίνει ότι δεν είναι κάτι που άκουσε ένας δημοσιογράφος αλλά κάτι το οποίο αποτελεί κοινή συνείδηση στην πόλη.
Ο σημαντικός ερευνητής καθηγητής Βάλτερ Πούχνερ γράφει για την υπόθεση των δικαστηρίων στα καρναβάλια ("Λαϊκό Θέατρο στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια"):
«(Με σατιρικό τρόπο) γίνεται η αναπαράσταση ενός σημαντικού κοινωνικού συμβάντος, που από τη φύση του έχει "δραματικό" χαρακτήρα και κάποια ένταση σχετικά με την έκβασή του: η δίκη μπροστά στο δικαστή. Βέβαια η σκηνή αυτή, η οποία στηρίζεται σε μεγάλο μέρος στον αυτοσχέδιο διάλογο, στον οποίο συμμετέχουν και οι θεατές, συνδυάζεται και συμφύρεται και με άλλες.
Ετσι το δικαστήριο είναι από τις πιο συνηθισμένες αποκριάτικες παραστατικές σκηνές του βαλκανικού λαϊκού πολιτισμού, από τη "Δίκη του καθένα" στην Κεντρική Ευρώπη, τα αποκριάτικα "δικαστήρια" της Ρουμανίας και της Γιουγκοσλαβίας, ως την αυτοσχέδια δίκη του Ιούδα στην Κύπρο. Με ιδιαίτερη συχνότητα εμφανίζεται το δικαστήριο στα νότια Βαλκάνια, τα νησιά του Αιγαίου και τη Μικρά Ασία». Περιγράφοντας μάλιστα το έθιμο των "κούκερων" στα Βαλκάνια γράφει μεταξύ άλλων ότι «οι μασκαρεμένοι κάνουν θόρυβο, τιμωρούν διαβάτες, συλλαμβάνουν κόσμο κλπ. [...] Ο καδής γράφει στο χοντρό βιβλίο του και διατάζει τους χαρατσάρηδες να εισπράξουν τους φόρους που χρωστάει ο κόσμος. Αυτή τη δουλειά κάνουν οι άγριοι κλητήρες του διkαστηρίου , που μοιάζουν συχνά με αράπηδες και ρίχνουν στάχτη στον κόσμο».
Σημαντική είναι και η καταγραφή του σπουδαίου λαογράφου Γ. Μέγα ("Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας): «Πολλές και ποικίλες είναι και οι παραστάσεις των μεταμφιεσμένων, οι σατιρισμοί και οι παρωδίες, τις οποίες ο κόσμος παρακολουθεί σχηματίζοντας κύκλο γύρω από τους αυτοχειροτόνητους ηθοποιούς. Τέτοιου είδους παράσταση είναι π.χ. το δικαστήριο: Φυγόδικος συλλαμβάνεται από το απόσπασμα και οδηγείται στο δικαστήριο. Κατηγορία, ότι σκότωσε το... γουρούνι του! Το δικαστήριο ακούει την απολογία του και τον καταδικάζει σε θάνατο. Η κρεμάλα είναι έτοιμη, αλλά ξαφνικά φτάνει η βασιλική χάρη και ο κατάδικος σώζεται».
Μετά και από αυτές τις καταγραφές, είναι φανερό ότι η υπόθεση εργασίας για το έθιμο της κρεμάλας μετά από πρόχειρο δικαστήριο, έχει ευθεία αναφορά στην τεράστια αγροτική παράδοση του βαλκανικού χώρου. Μια τέτοια παραδοχή ασφαλώς και αλλάζει τις λογικές "χρονολόγησης" του Νησιώτικου Καρναβαλιού και στέλνει τις ρίζες για την τέλεσή του "από κτήσεως πόλης" κατά την κρατούσα άποψη το Μεσοπόλεμο.
Θα ήταν σπουδαίο να ανασυνθέσουμε τη μορφή του "εν αγραίας" Νησιώτικου Καρναβαλιού, αλλά προς το παρόν λείπουν οι αναγκαίες πηγές. Ακόμη και η πρώτη περιγραφή του, όσο παλιά και αν είναι, γίνεται σε μια φάση κατά την οποία το καρναβάλι από λαϊκή γιορτή αρχίζει να γίνεται θέαμα για προσέλκυση επισκεπτών που καταφθάνουν με το τρένο από διάφορα μέρη της Μεσσηνίας καθώς «εν Μεσσήνη, κατ' έθιμον παλαιόν, τελείται αληθής πανήγυρις κατά την ημέραν ταύτην, αρκετά περίεργος και πρωτότυπος. Αι οικίαι κυριολεκτικώς κενούνται, αι οδοί εισί πλήρεις ανδρών και γυναικών πάσης τάξεως. Δέσποιναι και δεσποινίδες, μεταξύ των οποίων εκ των καλλιτέρων οικογενειών της πόλεως, μετημφιεσμένοι ποικιλώτατα χορεύσουσι τον συρτόν εν μεγίστη συρροή πλήθους θεατών. Πρόγραμμα ειδικόν κανονίζει τα της πανηγύρεως ήτις μετ' ολίγον μεταβάλλεται εις αληθές πανδαιμόνιον».
Το απόκομμα της "Σημαίας" 21/3/1929 με το σχολιασμό της κρεμάλας