Το αστικό τοπίο της αρχαίας Μεσσήνης λειτουργεί ως παλίμψηστο και διατηρεί στοιχεία που σχετίζονται με τις διαδοχικές οικοδομικές φάσεις από την ίδρυση της πόλης τον 4ο αι. π.Χ. ως τον 14ο/15ο αιώνα μ.Χ. Δημιουργήθηκε στην Υστερη Κλασική με Πρώιμη Ελληνιστική εποχή, πάνω σε συγκεκριμένες αρχιτεκτονικές και πολεοδομικές αρχές οργάνωσης του χώρου. Οι αρχές αυτές αντανακλούν τις πολιτικές και κοινωνικές αξίες της περιόδου, προσαρμοσμένες στις απαιτήσεις της προγραμματικής αυτής πόλης που ιδρύθηκε από τους Θηβαίους το 369 π.Χ. στις νότιες πλαγιές του όρους Ιθώμη.
Η πόλη φημιζόταν για τις δυνατές οχυρώσεις της, τη μνημειακότητα των δημόσιων οικοδομημάτων και το ιπποδάμειο πολεοδομικό της σύστημα.
Αυτό που χαρακτηρίζει την αρχαία μεσσηνιακή πρωτεύουσα και τη διακρίνει από άλλους σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους είναι το στοιχείο της εξέλιξης, του γίγνεσθαι, της σταδιακής αποκάλυψης, της ανάπλασης και της αναγέννησης - όχι ενός παγιωμένου αρχαιολογικού χώρου. Εμφανίζεται κάθε μέρα με μια νέα, όλο και πιο ολοκληρωμένη μορφή. Τα περισσότερα μνημεία της δημιουργήθηκαν από το μηδέν, η μορφή τους ανασυγκροτήθηκε μέσα από λιθοσωρούς. Τραυματισμένη από τα στοιχεία της φύσης και τα χέρια ανθρώπων μεταλλοκυνηγών, σκεπασμένη από επιχώσεις πολλών μέτρων, ξαναβλέπει το φως, ζει μια δεύτερη ζωή στον σύγχρονο κόσμο. Δέχεται χιλιάδες επισκέπτες που μεταξύ άλλων απολαμβάνουν επιλεγμένα θεάματα και ακούσματα μέσα στα αρχαία οικοδομήματα.
Πίσω από τις εικόνες αυτές βρίσκονται οι σταθεροί και άξιοι συνεργάτες μου, οι αρχαιολόγοι, οι έμπειροι συντηρητές και το ολιγάριθμο αλλά ικανότατο και αφοσιωμένο εργατοτεχνικό προσωπικό που απαρτίζεται αποκλειστικά από Μεσσήνιους.
Η «ΕΥΦΟΡΗ» PAX ROMANA
H πόλη οικοδομήθηκε με βάση τις αρχές της ιπποδάμειας πολεοδομίας και της οχυρωματικής τεχνικής που ίσχυαν τον 4ο αι. π.X. Οικοδομήθηκε ως πόλη δυνατή και μεγάλη, αντιπροσωπευτική ολόκληρου του έθνους των Mεσσηνίων. Αναπτύχθηκε υπέρμετρα, σε βάρος των άλλων μεσσηνιακών πόλεων που συγκροτούσαν ένα είδος ομοσπονδίας, ως μέλη ενός Κοινού.
Η Pax Romana ανέδειξε την αρχαία Μεσσήνη σε πόλη υψηλού κοινωνικού και οικονομικού επιπέδου. Διατήρησε το μέγεθος και την πολεοδομική μορφή της ως τα τέλη του 4ου αιώνα μ.Χ.
Η παραλία της Kυπαρισσίας αντίκριζε τις γνώριμες ανέκαθεν δυτικές θάλασσες και τις πόλεις της Ιταλίας, με τις οποίες διατηρούσαν οι Μεσσήνιοι ισχυρούς φιλικούς, πολιτικούς και εμπορικούς δεσμούς. Εύπορες οικογένειες Μεσσήνιων γαιοκτημόνων είχαν στην κατοχή τους και καλλιεργούσαν μεγάλες εκτάσεις στην Καμπανία. Κέρδισαν την εύνοια των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, από το Νέρωνα ως τον Μάρκο Αυρήλιο, και αναδείχτηκαν συγκλητικοί, χιλίαρχοι λεγεώνων, δήμαρχοι, ταμίες της επαρχίας Σικελίας, ελλαδάρχες της επαρχίας Αχαΐας, μέγιστοι αρχιερείς διά βίου, οιωνοσκόποι και διοικητές της επαρχίας του Abelinum της Καμπανίας.
Oι εξαγωγές και οι εισαγωγές προϊόντων από την Aδριατική πολλαπλασιάζονται -όπως ήταν αναμενόμενο- μετά το 146 π.X. και κορυφώνονται στα χρόνια του Καίσαρα και του Aυγούστου, όταν εγκαθίστανται στην πόλη Pωμαίοι πολίτες και άλλοι οι οποίοι μεταφέρουν τις συνήθειες και τις προτιμήσεις τους.
Αυτοκράτορες όπως ο Τιβέριος, ο Κλαύδιος, ο Νέρων αλλά και οι Τίτος, Βεσπεσιανός, Δομιτιανός, Τραϊανός, Αδριανός, Μάρκος Αυρήλιος και Λούκιος Βέρος τιμήθηκαν από τους Μεσσήνιους με την ανέγερση ανδριάντων στην αγορά και το θέατρο. Ακόμη και τον Σύλλα, καθώς και τον στρατηγό του Μουρήνα, τίμησαν με ανδριάντες οι ευπατρίδες της πόλης.
ΠΡΟΣ ΤΗ ΔΥΣΗ...
Οταν ο Παυσανίας επισκέφθηκε τη Μεσσήνη στα χρόνια του Αντωνίνου Ευσεβούς (το 155 μ.Χ.), η πόλη εξακολουθούσε να αποτελεί κέντρο της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής ζωής, σημείο αναφοράς για ολόκληρη τη μεσσηνιακή επικράτεια. O περιηγητής μας, απόλυτα αφοσιωμένος στην παλαιά θρησκεία, χωρίς «ενοχλήσεις από δογματικές αμφιβολίες και παγερά αδιάφορος για την πίστη των Xριστιανών», μπορούσε ακόμη να θαυμάσει τα λατρευτικά ή ιστορικού χαρακτήρα αγάλματα του μεγάλου Mεσσήνιου γλύπτη του 2ου αι. π.X. Δαμοφώντα, που κοσμούσαν όχι μόνο το Aσκληπιείο, αλλά και τους ναούς του Διός Σωτήρος, της Mητέρας των Θεών και της Aρτέμιδας Λαφρίας στην αγορά και σε άλλες θέσεις της πόλης.
Στη διάρκεια του 4ου αιώνα μ.Χ., η Μεσσήνη δεν είχε πλέον τη δύναμη να σταματήσει την προϊούσα κατάρρευση των δημόσιων οικοδομημάτων και των ιερών, τα οποία εγκαταλείφθηκαν τελικά στην τύχη τους. Στις πρώτες απώλειες συγκαταλέγεται το Θέατρο, που άρχισε να χρησιμοποιείται ως λατομείο ήδη από τα χρόνια του Διοκλητιανού.
Η τελική, πάντως, κατάρρευση της πόλης και η φυγή μεγάλου μέρους του πληθυσμού συντελέστηκε μετά τον μεγάλο σεισμό του 365 μ.Χ., σύμφωνα με τη μαρτυρία της κεραμικής και των νομισμάτων που βρέθηκαν στα στρώματα της καταστροφής.
Ωστόσο, από το πρώτο μισό του 5ου αιώνα μ.Χ. ένας νέος οικισμός κάνει την εμφάνισή του στην περιοχή του Ασκληπιείου και απλώνεται σταδιακά ως την περιοχή του Θεάτρου, όπου τα ανασκαφικά δεδομένα μαρτυρούν συνέχεια ζωής ως τον 14ο και τις αρχές του 15ου αιώνα. Τα σκολιά δρομάκια και τα ταπεινά σπίτια αυτού του οικισμού αγνοούν παντελώς τον αρχικό ιπποδάμειο πολεοδομικό ιστό της πόλης. Κέντρο της δημόσιας ζωής και της νέας πίστης αποτελούν τώρα οι πρωτοβυζαντινές Βασιλικές, η σημαντικότερη από τις οποίες έχει έλθει στο φως νοτιοανατολικά του Θεάτρου.
Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΖΩΝΤΑΝΗ ΣΤΟ ΣΗΜΕΡΑ
Θετικό στην περίπτωση της αρχαίας Μεσσήνης είναι οπωσδήποτε το γεγονός ότι υλικά κατάλοιπα διαφόρων χρονολογικά περιόδων συνυπάρχουν αρμονικά, το ένα δίπλα στο άλλο, χωρίς να δημιουργούν σύγχυση στο θεατή. Η εικόνα που παρουσίαζε ο ευρύτερος χώρος της τειχισμένης πόλης στην αρχαιότητα και στην περίοδο της ρωμαιοκρατίας δεν διέφερε ουσιαστικά από τη σημερινή όψη του αρχαιολογικού πάρκου, με τα οικοδομήματα πολιτικού και λατρευτικού χαρακτήρα να δεσπόζουν ανάμεσα σε σύγχρονους ελαιώνες, αμπελώνες και αγρούς.
Βαρύνουσα στην περίπτωση της αρχαίας Μεσσήνης είναι η κοινωνική διάσταση του μνημειακού συνόλου της: η παιδευτική του αξία, η συμβολική και η αναπτυξιακή του διάσταση, με δυνατότητες χρήσης και ανταποδοτικής του λειτουργίας. Στο κέντρο των στόχων μας, σε σχέση με την έννοια της ορθής λειτουργίας του αρχαιολογικού χώρου, περιλαμβάνεται η κοινωνική διαδραστικότητα, η αμφίρροπη σχέση κοινού και μνημείων. Ενδοξες ημέρες όπως αυτές που βιώνει ο αρχαιολογικός χώρος σήμερα δεν είχε αντικρίσει, για παράδειγμα, το Στάδιο ούτε την περίοδο της μεγάλης ακμής της πόλης, όταν τελούνταν εκεί οι γυμνικοί αγώνες κατά τη διάρκεια της μεγάλης γιορτής των Ιθωμαίων και η μεσσηνιακή κοινωνία συνέρρεε από όλα τα σημεία της επικράτειας για να καμαρώσει τη νεολαία της χώρας να αγωνίζεται στο δρόμο, το άλμα, το δίσκο, το ακόντιο, την πάλη, την πυγμή, το παγκράτιο και το πένταθλο.
Μια αρχαία πόλη αναγεννιέται εδώ μέσα από τα ερείπιά της, αναπλάθεται, ζει μια δεύτερη ζωή στο παρόν με τις αγορές, τα ιερά, τα μνημεία, τα τείχη και τα θέατρά της. Συνεχίζει να φιλοξενεί ανθρώπους και ιδέες, έργα τέχνης και θεάματα. Συνεχίζει να δημιουργεί πολιτισμό.