«Δύο φορές το χρόνο οι άνθρωποι της Μεσσηνίας, λυγισμένοι από τον κάματο της σκληρής ζωής, όταν στερεύουν όλες οι πηγές της χαράς, αισθάνονται την ανάγκη να ξεσπάσουν.
- Πού θα πάμε παιδιά;
- Πού αλλού από το Νησί!
Και πηγαίνουν εκεί. Το Νησί αυτές τις δύο φορές κάθε χρόνο, τα "εννιάμερα" και την Καθαρή Δευτέρα, γίνεται κοσμόπολις αληθινή. Από την Καλαμάτα, από τα χωριά, από τα πέρατα της Μεσσηνίας συγκεντρώνονται στο Νησί χιλιάδες κόσμου, που διψά για λίγη χαρά, για λίγο κέφι, λίγο ξεφάντωμα και τα αναζητεί παντού. Ευτυχώς ότι το Νησί δεν εφάνη ποτέ κατώτερον των προσδοκιών κανενός. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις αποζημιώνει τους ξένους του με το παραπάνω. Ιδίως την Καθαρά Δευτέρα η οποία είναι απαλλαγμένη από το πνεύμα της συναλλαγής που χαρακτηρίζει την άλλη εκδήλωση της Νησιώτικης ευθυμίας "Τ’ αννιάμερα"». (1)
Σε αυτή την εργασία θα επιχειρήσουμε να ιχνηλατήσουμε την ιστορία της γιορτής με την ευκαιρία της οποίας γράφτηκε το κείμενο του αείμνηστου Γ. Αποστολόπουλου, την Καθαρά Δευτέρα, ή αλλιώς το Νησιώτικο Καρναβάλι όπως καθιερώθηκε στην πορεία. Δεν μπορεί να υπάρχει καμία αμφισβήτηση ότι πρόκειται για μια αρχέγονη γιορτή που έφθασε μέχρι τις μέρες μας με ατελή μορφή. Κάποια στοιχεία της χάθηκαν στην πορεία του χρόνου, καθώς για πρώτη φορά περιγράφεται σε κείμενο πριν από 130 χρόνια. Πρόκειται για το πρώτο ρεπορτάζ που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Μεσσηνιακή" και αποτελεί το σημαντικότερο τεκμήριο στην ιστορία του Νησιώτικου Καρναβαλιού: «Αι απόκρεω παρήλθον ψυχρότατα, ουδεμία κίνησις, ουδεμία μασκαράτα, εκτός μετημφιεσμένων τινών αγυιοπαίδων περιτρεχόντων εν ταις οδοίς. Τα κούλουμα όμως εν Μεσσήνη εωρτάσθησαν ασυγκρίτως καλλίτερον ή εν Καλάμαις.
Εν Μεσσήνη, κατ’ έθιμον παλαιόν, τελείται αληθής πανήγυρις κατά την ημέραν ταύτην, αρκετά περίεργος και πρωτότυπος. Αι οικίαι κυριολεκτικώς κενούνται, αι οδοί εισί πλήρεις ανδρών και γυναικών πάσης τάξεως. Δέσποιναι και δεσποινίδες, μεταξύ των οποίων εκ των καλλιτέρων οικογενειών της πόλεως, μετημφιεσμένοι ποικιλώτατα χορεύσουσι τον συρτόν εν μεγίστη συρροή πλήθους θεατών. Πρόγραμμα ειδικόν κανονίζει τα της πανηγύρεως ήτις μετ’ ολίγον μεταβάλλεται εις αληθές πανδαιμόνιον.
Αλλά το περιεργότερον και πρωτοτυπώτερον κατά την ημέραν των κουλούμων εν Μεσσήνη είναι η κρεμάλα. Η κρεμάλα έχει καθιερωθή διά παλαιοτάτου εθίμου ούτινος την αρχήν μάτην ανεζητήσαμεν. Είναι παιγνίδιον όλως ιδιόρρυθμον προκαλούν τους γέλωτας και τον ενθουσιασμόν των παρεστώτων, πολλά δε επεισόδια αστειότατα γεννήσαν πολλάκις. Εν κεντρικώ μέρει της πόλεως έχει στηθή ικρίον εφ’ ου αναρτάται σχοινίον φέρον εις το άκρον σιδηρούν κρίκον. Εν ευρυτάτω κύκλω περιπολούντες επίτηδες ωρισμένα άτομα, άτινα συλλαμβάνουν πάντα -αδιακρίτως- όστις ήθελε εισέλθη εν τω κύκλω, ον φέρουσιν είτα θριαμβευτικώς εις την κρεμάλαν, τω φορούσι τον κρίκον και τον αιωρούσιν μέχρι του ύψους αυτής υπό τους παταγώδεις γέλωτας του παρισταμένου πλήθους. Εννοείται ότι το παιγνίδιον εις τους αγνοούντες αυτό καταντά τραγικώς κωμικόν εξ ου πολλάκις, ως είπομεν, αστειότατα επεισόδια συνέβησαν» (2).
Το κείμενο εντοπίζει και δύο στοιχεία που συνέβαλαν στη διαχρονική του συνέχεια και αποτέλεσαν τον κορμό του. Το πρώτο είναι οι δημοτικοί χοροί που διατηρήθηκαν σε μια περίοδο κατά την οποία στην "υψηλή κοινωνία" είχε αρχίσει να δημιουργείται μια αποστροφή σε ό,τι θύμιζε την παράδοση και αποτέλεσαν πόλο έλξης για ευρύτατα λαϊκά στρώματα. Και το δεύτερο η κρεμάλα που έγινε δημοφιλής για τους λόγους που περιγράφει το ρεπορτάζ. Τα δύο αυτά στοιχεία τα συναντάμε σε όλη τη διαδρομή των 130 χρόνων με όλες τις αλλοιώσεις που επήλθαν για κοινωνικούς, οικονομικούς αλλά και πολιτικούς λόγους. Υπόστρωμα για τη διατήρηση της μεγάλης γιορτής ήταν η καθολική συμμετοχή των κατοίκων, οι οποίοι, όπως φαίνεται από το ρεπορτάζ, πρωταγωνιστούσαν σε αυτή χορεύοντας και διασκεδάζοντας σε δρόμους και πλατείες.
Ουσιαστικά το 1893 είναι η πρώτη χρονιά που το Νησιώτικο Καρναβάλι γίνεται ευρύτερα γνωστό, καθώς έχει γίνει η σιδηροδρομική σύνδεση της πόλης τόσο με την Καλαμάτα όσο και με την υπόλοιπη Μεσσηνία και υπάρχει η δυνατότητα μαζικής μετακίνησης ανθρώπων για την παρακολούθηση των εκδηλώσεων. Η σύνδεση ξεκίνησε το φθινόπωρο του 1891 και φυσικά χρειάστηκε ένας χρόνος για να εξοικειωθεί ο κόσμος με το "θηρίο" και τη χρησιμότητά του. Στην περιγραφή που γίνεται φαίνεται αδιόρατα μια προσπάθεια να οργανωθεί ως θέαμα η γιορτή καθώς «πρόγραμμα ειδικόν κανονίζει τα της πανηγύρεως».
Τα επόμενα χρόνια οι εκδηλώσεις συνεχίζονται αλλά μέσα σε δυσμενές κλίμα, καθώς άλλοτε η προσοχή είναι στραμμένη στους Ολυμπιακούς Αγώνες και άλλοτε στα δραματικά γεγονότα στην Κρήτη και τον χαμένο ελληνοτουρκικό πόλεμο.
Εντυπωσιακό είναι το Καρναβάλι του 1900, στο οποίο για πρώτη φορά καταγράφεται παρέλαση αυτοσχέδιων αρμάτων. Τα όσα συμβαίνουν περιγράφονται με γλαφυρό τρόπο στο ρεπορτάζ της εφημερίδας "Θάρρος":
«Μεγίστη είχε καταβληθή υπό των κατοίκων Μεσσήνης φροντίς προς διακόσμησιν των καταστημάτων και των κεντρικών της πόλεως μερών. Η θέα της αγοράς ήτο μαγευτική διά της μεταβολής της εις δάσος ποικιλόδενδρον εκ δένδρων μεταφυτευθέντων εκεί. Εν γένει η πόλις ήτο εξαισίως καλλωπισμένη εμπνέουσα τον θαυμασμόν.
Οι Μεσσήνιοι οίτινες με ιδίαν όλως χάριν και φιλοκαλίαν γνωρίζουσι να εωρτάζωσι κατ’ έτος τα κούλουμα, φέτος υπερέβησαν τας προσδοκίας πάντων των επισκεψαμμένων την Μεσσήνην. Ιδίως κατεστόλιζαν τα οδούς και προσέδιδον φανταστικόν τι αι Ελληνοφορούσαι ομάδες πολλών Μεσσηνίων νέων μέχρι της μεσημβρίας ευρισκόμεναι εν κινήσει.
Από την 1 μ.μ. ερρίφθη και πάλιν ο κόσμος εις τα οδούς, όπου εγίνοντο χοροί υπό τους ήχους εγχωρίων οργάνων. Ιδίως εν τη πλατεία και τοις αλωνίοις μέγας συνωστισμός κόσμου παρετηρήθη. Εσπευδον πάντες εκεί διότι ανεμένετο η παρέλασις των μετημφιεσμένων, δι' ους και η ελλανόδικος επιτροπή είχε καθορίση βραβεία. Περί την 3 μ.μ. η επιτροπή του κομιτάτου ανέρχεται εις την εξέδραν και ειδοποιεί τους μετημφιεσμένους να παρελάσωσιν εκείθεν. Ο συνωστισμός τότε και η συμπύκνωσις αμφοτέρων των φύλων επιτείνεται, προσπαθεί δε έκαστος να ιδή τι αι μεταμφιέσεις απεικόνιζον […] Περί την εσπέραν εκάησαν πυροτεχνήματα, ύστερον δε οι παντός επαίνου άξιοι Μεσσήνιοι δι’ επιβλητικής λαμπαδηφορίας συνώδευσαν πάντας τους ξένους μέχρι του σιδηροδρομικού σταθμού» (3).
Στην περιγραφή παρατηρούμε ότι τα πράγματα πλέον είναι πολύ πιο οργανωμένα και προσαρμοσμένα στις ανάγκες των επισκεπτών. Η μετατροπή της πλατείας «εις δάσος ποικιλόδενδρον εκ δένδρων μεταφυτευθέντων εκεί» παραπέμπει όχι μόνον σε προσπάθεια στολισμού της πόλης, αλλά στη δημιουργία μιας τεχνητής εξοχής στο πνεύμα της ημέρας που θέλει εξόρμηση στους αγρούς. Εμφανίζονται για πρώτη φορά πυροτεχνήματα ενώ εντυπωσιακός είναι και ο τρόπος συνοδείας των επισκεπτών μέχρι το τρένο, καθώς στην πόλη επικρατεί απόλυτο σκοτάδι.
Επόμενος σταθμός για το καρναβάλι το 1910 όταν οι φορείς της πόλης συγκροτούν επιτροπή και οργανώνουν πλέον τις εκδηλώσεις:
«Χθες το απόγευμα αφίκοντο εκ Μεσσήνης οι πρόεδροι των Σωματείων του Εμπορικού Συλλόγου Πάστρας, του Γυμναστικού Κροντήρης, του Συνδέσμου Κτηματιών Πουλόπουλος, της Κτηματικής Αδελφότητος Πολυχρονέας και των Καραγωγέων Κόλλιας και παρουσιάσθηκαν προ του Νομάρχου.
Οι πρόεδροι ούτοι παρεκάλεσαν τον Νομάρχην να επιβλέψη μετ’ ενδιαφέροντος τα διάφορα τοπικά τους ζητήματα και να εγκρίνη ψήφισμα του Δημ. Συμβουλίου, δι’ ου διατίθενται 500 δρχ. διά τον εορτασμόν των κουλούμων.
Εξήγησαν δε εις τον Νομάρχην οι πρόεδροι ότι ελήφθη απόφασις όπως εφέτος εορτασθεί εξαιρετικώς η εορτή των κουλούμων. Η πόλις θα διακοσμηθεί λαμπρά, θα διοργανωθή υποδοχή εις τους επισκέπτας, θα μετακληθή μουσική και ληφθώσι πάντα τ’ απαιτούμενα όπως έτσι το μεγαλοπρεπέστερον εορτασθή η εορτή αύτη, η οποία εορτάζεται από μακράς σειράς ετών.
Ο Αλεξανδρόπουλος μετά προσοχής ήκουσε τους προέδρους, συνεχάρη αυτούς διά το υπέρ του τόπου ενδιαφέρον αυτών και τοις υποσχέθη, ότι θα πράξη παν ό,τι δυνατόν υπέρ των ζητημάτων αυτών.
Οι πρόεδροι ευχαριστήσαντες τον Νομάρχην απήλθον» (4).
Για πρώτη φορά αυτή τη χρονιά εμφανίζεται Καρνάβαλος όπως μας πληροφορεί η αναγγελία των εκδηλώσεων: «Την 11ην π.μ. θα εμφανισθή ο Καρνάβαλος, θα ακολουθούν δε όμιλοι ανδρών και θα παιανίζουν η μουσική και εγχώρια όργανα. Θα παρελάσουν φουστανελλοφόροι νέοι και νεάνιδες και διάφορα θεάματα» (5).
Το 1911 για πρώτη χρονιά εκφωνείται λόγος καρνάβαλου από το δικηγόρο (ίσως φοιτητή τότε) Θοδ. Γιούνα: «Η παρέλασις του Καρναβάλου εγένετο θριαμβευτική εφ’ άρματος πλουσίως στολισμένου. Εις την πλατείαν προσεφώνησε τον θεόν του γέλωτος ο ποιητής κ. Γούνας χειροκροτηθείς ζωηρώς […] Ο Καρνάβαλος ανεχώρησε την εσπέρα αποχαιρετήσας τους Νησιώτας δι’ ωραίων στίχων του ποιητού κ. Γούνα» (6).
Από το σημείο αυτό ουσιαστικά αρχίζει η πολυετής πολεμική περίοδος, στη διάρκεια της οποίας το Καρναβάλι συνεχίζεται αλλά με περιορισμένα στοιχεία. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από δημοσίευμα του 1920 σύμφωνα με το οποίο: «Επαναλαμβάνεται εν Μεσσήνη την Καθαράν Δευτέραν το προ ολίγων ετών διακοπέν, λόγω της ανωμάλου καταστάσεως, παιγνίδιον της ιστορικής κρεμάλας, στηνόμενον εν τω συνήθει τόπω. Το έθιμον τούτο επικρατεί από πολλών ετών και τελείται μετά περισσής χάριτος και κωμικότητος» (7).
Το Νησιώτικο Καρναβάλι είναι το μοναδικό πλέον που γίνεται στην περιοχή, αφού το αντίστοιχο καλαματιανό δεν άντεξε στο χρόνο παρά τις προσπάθειες των τοπικών παραγόντων. Ως σημαντικό πλεονέκτημα αναδείχθηκε το γεγονός ότι οι Νησιώτες δεν μπήκαν στη λογική του ανταγωνισμού με την Καλαμάτα και αξιοποίησαν την τοπική παράδοση που την πλούτισαν με άλλα στοιχεία. Ετσι εξηγείται και η απορία που διατυπώνεται από διάφορες πλευρές αυτά τα 130 χρόνια, γιατί το καρναβάλι γίνεται την Καθαρά Δευτέρα όταν ο Καρνάβαλος παντού… αποχωρεί την Κυριακή (συνήθως καιόμενος συμβολικά) και συνεχίζονται μόνον τα τοπικά δρώμενα.
Από την Κυριακή έμεινε μόνο το έθιμο της φωτιάς που είχε εγκαταλειφθεί χρόνια και αναβίωσε το 1940: «Φέτος όμως παρ’ όλην την ολοέν θολουμένην διεθνή ατμόσφαιραν η αποκρηά έφθασε στο κορύφωμά της, οι παληές όμορφες εθιμοτυπίες ξαναζωντάνεψαν, κι από βραδύς οι μεγάλες φωτιές στις συνοικίες του Νησιού άναψαν πάλι και οι χοροί εστήθησαν πολύ ενωρίς για να διαρκέσουν μέχρι το πρωί για να υποδεχθούν με χαρά τη χαρούμενη ημέρα της Καθαράς Δευτέρας που ξημερώνει» (8).
Μετά το τέλος της Μικρασιατικής Εκστρατείας οι εκδηλώσεις διευρύνονται συνεχώς και αποτελούν πλέον θέαμα που φέρνει κόσμο στο Νησί από όλη την Ελλάδα. Την 4η Αυγούστου 1936 επιβάλλεται η δικτατορία του Μεταξά. Το καθεστώς κάνει ό,τι είναι δυνατόν για την πραγματοποίηση εντυπωσιακών εκδηλώσεων για λόγους προπαγανδιστικούς. Χαρακτηριστικό των φασιστικών καθεστώτων σε όλες τις εποχές και δεν θα μπορούσε να χαθεί η ευκαιρία εκμετάλλευσης μιας εκδήλωσης βαθιά ριζωμένης στη λαϊκή συνείδηση, όπως το Νησιώτικο Καρναβάλι. Για πρώτη φορά τότε επιχειρείται η σύνδεση της κρεμάλας με το μύθο της γριάς Συκούς: «Επίσης το αθάνατον έθιμον της Ιστορικής Κρεμάλας ήτις των 1827 εκρέμασε την γρηά Συκού επειδή εξήγησεν κακόν όνειρο του Ιμβραήμ, θέλει αναβιώση και εφέτος όπου και θα κρεμασθή πας μη ευθυμών επαρκώς» (9).
Ο πόλεμος έχει ως συνέπεια τη διακοπή των εκδηλώσεων που αρχίζουν πάλι με πρωτοβουλία πολιτών το 1950: «Μετά μακράν διακοπήν λόγω της ανωμάλου καταστάσεως εφέτος η Καθαρά Δευτέρα υπέρ ποτέ άλλοτε θα εορτασθή μεγαλοπρεπώς […] Η ιστορική κρεμάλα εν τη εκτελέσει του έργου της δεν θα αφήσει κανέναν παραπονούμενον» (10)
Το Καρναβάλι όμως διέτρεξε σοβαρό κίνδυνο το 1955 όταν γενικεύτηκαν οι επιθέσεις των παραχριστιανικών οργανώσεων σε όλη την Ελλάδα και μαζί τους συμπαρατάχθηκαν κάποιοι από τους τοπικούς παράγοντες:
«Εφέτος η συνέχιση του εθίμου εκινδύνευσε σοβαρώς, Παρ’ όλίγον, ο Καρνάβαλος, ο γραφικός αποκρηάτικος ήρως της Μεσσήνης, διά τον οποίον τόσαι διαμάχαι εδημιουργήθησαν και εις άλλας Ελληνικάς πόλεις, δεν θα εμφανίζετο καθόλου διά να ομιλήση εκθέτων τας... απόψεις και προβλέψεις του διά τον αρχόμενον από της Κυριακής ετήσιον κύκλον.
Εις την κίνησιν προς διατήρησιν του Καρναβάλου και χρηματοδότησιν της εμφανίσεώς του, επρωτοστάτησε και ο πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου κ. Α. Καρελάς. Το γραφικόν Νησιώτικο έθιμο πάντως διέτρεξεν εφέτος σοβαρόν κίνδυνον και εκλονίσθη, εις τρόπον ώστε να είναι προβληματική οπωσδήποτε η εις το μέλλον διατήρησίς του. Η απουσία εκπροσώπων των τοπικών αρχών εις την εμφάνισίν του είναι χαρακτηριστική». (11)
Αυτό είναι ουσιαστικά και το τελευταίο σημείο καμπής για το Καρναβάλι, το οποίο στη συνέχεια περνάει υπό τον έλεγχο του δήμου και εντάσσεται στη λογική του "τουριστικού προϊόντος" για την προσέλκυση επισκεπτών. Ο κόσμος της πόλης σταδιακά μεταβάλλεται σε θεατή, τα άρματα εκτοπίζουν της λαϊκές παρέες, τα συγκροτήματα παίρνουν τη θέση των ομίλων παραδοσιακών χορευτών, εμφανίζονται οι μαζορέτες και στη συνέχεια οι... Βραζιλιάνες. Παρ’ όλα αυτά το Νησιώτικο Καρναβάλι αποτελεί συνεκτικό στοιχείο ιστορικής μνήμης για τους ανθρώπους της πόλης, αντέχει στο χρόνο και υπό προϋποθέσεις μπορεί να αναζωογονηθεί και να αποκτήσει πάλι λαϊκά χαρακτηριστικά.
(1) "Σημαία" 26/2/1936
(2) "Μεσσηνιακή" 14/2/1893
(3) "Θάρρος" 22/2/1900
(4) "Θάρρος" 21/2/2004 - Σαν σήμερα πριν από 94 χρόνια
(5) "Θάρρος" 25/2/1910
(6) "Θάρρος" 15/2/1911
(7) "Σημαία" 9/2/1920
(8) "Σημαία" 13/3/1940
(9) "Σημαία" 11/3/1937
(10) "Σημαία" 17/2/1950
(11) "Θάρρος" 2/3/1955
[Από τον 7ο τόμο της περιοδικής έκδοσης «Μεσσηνιακό Ημερολόγιο» που εκδίδει ο Χρήστος Κ. Ρέππας]