Κυριακή, 25 Φεβρουαρίου 2018 08:56

H συγγραφέας Καρολίνα Μέρμηγκα στην “Ε”: "Ο Ελληνας γιατρός" από τη Μάνη: οικογένεια, Ιστορία και μύθος

Γράφτηκε από την

 

Πριν από ένα μήνα παρουσιάστηκε στην Καλαμάτα το βιβλίο της Καρολίνας Μέρμηγκα "Ο Ελληνας γιατρός", σε μια ενδιαφέρουσα εκδήλωση του Συλλόγου Γυναικών Μάνης με ομιλητές τη Ρούλα Γεωργακοπούλου, τον Ηλία Κανέλλη και την ίδια τη συγγραφέα.

Εκεί, μεταξύ άλλων, συνειδητοποίησα την ιδιαιτερότητα του εγχειρήματος της Κ. Μέρμηγκα, για το βιβλίο της οποίας είχα ακούσει ήδη τα καλύτερα. Η συγγραφέας πλάθει έναν μυθιστορηματικό ήρωα με βάση την προσωπικότητα του Μανιάτη παππού της, εκ Κάμπου Αβίας ορμώμενου, ο οποίος υπήρξε ένας πολύ σημαντικός επιστήμονας και ακαδημαϊκός, αλλά κι ένας μαχητικός πολιτικός και αυτοδιοικητικός παράγοντας. Γύρω του, ανάμεσα στην πραγματικότητα και το μύθο του, ξετυλίγεται με ακρίβεια κι ανθρωπιά η νεότερη Ιστορία της Ελλάδας ως το 1941. Μιλώντας στην "Ε", η Καρολίνα Μέρμηγκα εκμυστηρεύεται τις αφορμές και τα "πάθη" της ως προς αυτή τη συγγραφή, εκφράζει τις ελπίδες της για το αύριο και φωτίζει τις εκλεκτικές της συγγένειες με τη Μάνη και την Πελοπόννησο.

- Τι ήταν εκείνο που σας έδωσε την πρώτη πρώτη αφορμή, ώστε να γράψετε τον “Eλληνα γιατρό” με κεντρικό ήρωα τον παππού σας απ’ τη Μάνη;

«Ηθελα να γράψω ένα μυθιστόρημα για έναν άνθρωπο ο οποίος όλη του τη ζωή, όντας επιτυχημένος, βασανιζόταν από υπαρξιακά ερωτήματα. Το ήξερα αυτό γιατί γνώριζα ότι είχε μια εμμονή με το μύθο του Φάουστ. Βάσει λοιπόν αυτής της αρχικής μου περιέργειας, συνειδητοποίησα ότι είχα στα χέρια μου υλικό για ένα μυθιστόρημα το οποίο εμπεριείχε κι ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της νεότερης Ιστορίας της Ελλάδας. Το γεγονός ότι ο ήρωας ήταν συγγενικό μου πρόσωπο ήταν τελείως δευτερεύον - ίσως μάλιστα να ήταν κι αρνητικό. Δηλαδή, δεν μου άρεσε το ότι αναφερόμουν σε κάποιον ο οποίος ήταν συγγενής μου αλλά δεν τον γνώρισα. Είχα όμως αυτό το υλικό στα χέρια μου και δεν μπορούσα να το αγνοήσω. Και ήταν γραπτό υλικό, όχι προφορικό, κάτι που με βοήθησε να καταλάβω γρήγορα τη σημασία του. Αυτό ήταν κι όλη μου η έμπνευση».

- Συνυφάνατε μια δική σας οικογενειακή σας ιστορία με την ιστορία της χώρας. Στη διάρκεια της συγγραφής, πόσο σας επηρέασε αυτό το διπλό άγγιγμα του παρελθόντος;

«Να πω καταρχάς ότι μόνο στις σημειώσεις του βιβλίου αναφέρεται το όνομα του παππού μου, κι αυτό γιατί έπρεπε να του αποδώσω τα κείμενά του που αναφέρονται μέσα. Κατά τα άλλα, στο μυθιστόρημα είναι ένα πρόσωπο: ο Κωνσταντίνος Μ.

Ολο αυτό όμως με επηρέασε μάλλον αρνητικά και βασανιστικά και με ενδοιασμούς συνεχείς… Γιατί τον έκανα μυθιστορηματικό ήρωα κι έπλεξα μια ιστορία γι’ αυτόν - για παράδειγμα την ερωτική ιστορία, κάποιους διαλόγους και διάφορα άλλα. Αισθανόμουν λοιπόν αρκετά άσχημα γιατί το αληθινό πρόσωπο, το υπαρκτό, ήταν απ’ όσο ξέρω πολύ χαμηλών τόνων, όπως και όλη μου η οικογένεια. Η προσωπική τους ζωή δεν έβγαινε ποτέ στην επιφάνεια. Το γεγονός λοιπόν ότι έβγαλα μπροστά έναν υπαρκτό άνθρωπο με δυσκόλεψε.

Κάτι τέτοιο ισχύει σε μικρότερο βαθμό και για τα άλλα πρόσωπα που αναφέρω. Αυτό που λέω στον επίλογο, ότι “άγγιξα ζωές”, εμένα μου δημιουργεί και θα μου δημιουργεί πάντοτε ένα πρόβλημα. Αλλά είναι προσωπικό πρόβλημα, δικό μου. Είναι αυτό που λέμε ότι ο συγγραφέας είναι και λίγο τυμβωρύχος όταν χρειάζεται, λίγο μικρόβιο, λίγο “βρικόλακας”, πώς να το πω... Είναι ένα θέμα αυτό, που δημιουργεί προσωπικές ευθύνες».

- Το βιβλίο σας είναι λοιπόν ένα μυθιστόρημα, αν και με πολλά βιογραφικά στοιχεία. Πώς εξυπηρέτησε τελικά ο μύθος την πραγματικότητα, και πώς η πραγματικότητα τον μύθο;

«Νομίζω ότι, επειδή λειτούργησε ως μυθιστόρημα, δηλαδή διαβάζεται ως μυθιστόρημα, όλα μπλέκονται και δεν φαίνονται οι ραφές. Αν ήταν γραμμένο με άλλο τρόπο, σαν βιογραφία φερ’ ειπείν ή σαν Ιστορία, θα υπήρχαν άλλου είδους ευθύνες. Θα έπρεπε να είμαι απολύτως ακριβής στα ιστορικά και στα βιογραφικά γεγονότα. Ως προς τα ιστορικά βέβαια, προσπάθησα όσο μπόρεσα να μην υπάρχουν ανακρίβειες - και νομίζω ότι δεν υπάρχουν σημαντικές, ενώ στάθηκα και σε μια απόσταση. Πάντως το βιβλίο λειτουργεί ως μυθιστόρημα, έτσι έχω καταλάβει από την ανταπόκριση των αναγνωστών».

- Γράφοντας για ένα σημαντικό συγγενικό του πρόσωπο, μπαίνει κανείς στον πειρασμό να το ωραιοποιήσει, να του φιλοτεχνήσει ένα πιο κολακευτικό πορτρέτο;

«Για μένα λειτούργησε μάλλον αντίθετα: Επειδή δεν είχα καμία πρόθεση να ωραιοποιήσω, τον έκανα λιγότερο συμπαθητικό απ’ όσο πιστεύω ότι ήταν. Επαναλαμβάνω ότι δεν τον γνώρισα ποτέ, αλλά προσωπικά, απ’ όσα έχω δει, του έχω μια αμέριστη εκτίμηση. Ομως επειδή το έκανα όλο αυτό μυθιστόρημα, το έκανα πιο σκληρό. Ας μην μπούμε σε λεπτομέρειες, όμως σαν παράδειγμα αναφέρω τη δημαρχία του επί Κατοχής, που την έκανα πιο μυθιστορηματική και την απέδωσα με τρόπο αρκετά σκληρό...».

- Με αφορμή τον Κωνσταντίνο Μ.: Σε ποιο βαθμό προσδιορίζει έναν άνθρωπο που πέρασε πολλά σύνορα στη ζωή του ο τόπος της παιδικής του ηλικίας;

«Μιλώντας για εκείνον τότε, και γενικά για το διάστημα από το 1874 μέχρι το 1941, πιστεύω πως η Ελλάδα ήταν μια σφραγίδα ανεξίτηλη για όσους ζούσαν στην περιφέρειά της. Καθώς μεγάλωναν αυτοί, μεγάλωνε, αναπτυσσόταν κι εκείνη. Νομίζω ότι τα όνειρα και οι απογοητεύσεις της μπλέκονταν τότε με τους ανθρώπους της πολύ έντονα. Εμείς σήμερα -ίσως επειδή ταξιδεύουμε πιο πολύ, σπουδάζουμε πιο πολύ, ο κόσμος μάς φαίνεται πιο μεγάλος και πιο προσιτός παράλληλα- δεν έχουμε την ίδια εμπλοκή που είχαν τότε αυτοί. Γι’ αυτό και η έννοια της πατρίδας και του καθήκοντος προς τη χώρα ήταν, νομίζω, πιο δυνατά, πιο έντονα την εποχή εκείνη. Αυτή είναι η αίσθησή μου».

- Ο τρόπος με τον οποίο γράφει κάποιος για το χτες, σχολιάζει στην ουσία και το σήμερα. Πώς βλέπετε να αντιμετωπίζει η Ελλάδα τις τωρινές ιστορικές της προκλήσεις;

«Μου κάνουν συχνά αυτή την ερώτηση κι εγώ πέφτω στην παγίδα να απαντάω χωρίς να υπενθυμίζω ότι είμαι μυθιστοριογράφος, δεν είμαι ιστορικός. Αρα είναι τελείως προσωπική η όποια γνώμη μου. Προσωπικά λοιπόν… αισθάνομαι ότι υπάρχει μια έκπτωση στις αξίες τις κοινωνικές, με ό,τι σημαίνει αυτό. Η κοινωνική αξία είναι που δημιουργεί την πολιτική αξία, την οικονομική, την πολιτιστική, όλα τα υπόλοιπα. Υπάρχει μια έκπτωση στο να θεωρούμε ότι οι κοινωνικές αξίες έχουν κάποια σημασία. Στο θέμα της ευθύνης για παράδειγμα (πολιτικής, κοινωνικής, προσωπικής, επιστημονικής...), στον τρόπο που ο καθένας αναλαμβάνει να κάνει αυτό που πρέπει για την προσωπική του αξιοπρέπεια.

Η ελληνική κοινωνία δεν αισθάνεται ότι έχει και τόσο βαρύνουσα σημασία το να μην τηρείς το λόγο σου, το να μην αναλαμβάνεις τις ευθύνες σου… Και επαναλαμβάνω, όχι μόνο ως πολιτικός, αλλά και ως επιστήμονας, και ως πολίτης φυσικά. Γιατί αυτά λειτουργούν ως αντανακλαστικά, από κάτω μέχρι επάνω.

Το μόνο στο οποίο δεν βλέπω ακόμα μεγάλη έκπτωση είναι η οικογένεια. Οι οικογενειακοί ιστοί πιστεύω ότι ακόμα αντέχουν. Αντέχουν παρόλο που έχουν υποστεί αρκετά τραύματα - και κυρίως το σημερινό της μετανάστευσης, που νομίζω ότι θα δημιουργήσει στο κοντινό μέλλον κάποια άλλα αντανακλαστικά κι εκεί. Απ’ ό,τι βλέπω όμως, ακόμα η οικογένεια καλά κρατεί. Αλλά είναι το μόνο. Σε όλα τα άλλα επίπεδα, ακόμα και στο καλλιτεχνικό αν θέλετε, βλέπω μια έκπτωση σε σύγκριση με όσα είδα κοιτώντας εκείνη την περίοδο.

Αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχει ελπίδα. Και πολύ συχνά η ελπίδα έρχεται απ' έξω - από τους δικούς μας όμως. Γιατί κι εκείνη η γενιά πήρε πολλή τροφή από το εξωτερικό: Πήγε, πήρε υλικό και γύρισε να το δουλέψει εδώ. Μπορεί να γίνει λοιπόν το ίδιο και τώρα».

- Ιστορικά όμως οι Ελληνες έχουμε πάντα κι ένα πρόβλημα με τους “αυτόχθονες” και τους “ετερόχθονες”...

«Ναι. Είναι ένα πρόβλημα. Οταν όμως είναι ο δικός σου άνθρωπος που πήγε και γύρισε, δημιουργούνται αυτές οι γέφυρες. Εγώ έχω δηλαδή μια ελπίδα -ίσως γιατί δεν ξέρω πού αλλού να τη βρω- ότι πολλοί απ’ αυτούς τους νέους που αναγκάζονται να πάνε τώρα στο εξωτερικό και να ζήσουν με πολύ σκληρές συνθήκες (ίσως όχι τόσο όσο τότε, αλλά τηρουμένων των αναλογιών) θα γυρίσουν πίσω και θα υπάρξει ένα νέο λίπασμα. Το λέω με ένα μεγάλο “μακάρι” μπροστά».

- Εσάς με τη Μάνη τι βαθμός συγγένειας σας συνδέει; Ποια “μανιάτικα” χαρακτηριστικά αναγνωρίζετε στον εαυτό σας;

«Είναι αστείο γιατί, ενώ δεν έχω επαφή, χάθηκαν όλα, δεν υπήρχε σπίτι να πηγαίνω, παρ’ όλα αυτά, όσο διαβάζω και βλέπω βρίσκω μέσα μου πολλά “μανιάτικα”. Είμαι πεισματάρα, είμαι αρκετά κλειστή, δεν είμαι πολύ ταξιδιάρα -μόνο με το μυαλό-, ενώ ανακαλύπτω και διάφορα άλλα στοιχεία που μ’ αρέσουν κιόλας. Για παράδειγμα υπάρχει ένα χιούμορ, που με ενώνει σχεδόν με όσους ανθρώπους έχω γνωρίσει από εκεί. Κι ο τόπος βέβαια με μαγεύει. Επομένως μιλάμε για κάτι τελείως συναισθηματικό, δεν αντέχει σε κάποια αντικειμενική κρίση, αν με βάζατε δηλαδή στο μικροσκόπιο… αλλά έτσι αισθάνομαι. Επειδή μάλιστα κι απ’ την πλευρά της μάνας μου κατάγομαι από Πελοπόννησο, γενικά η Πελοπόννησος είναι ο τόπος μου. Πάρα πολύ.

Και θα ήθελα να σας πω πως η πρόσφατη επίσκεψή μου στην Καλαμάτα θα μου μείνει αξέχαστη. Δεν το λέω από ευγένεια, πραγματικά το λέω. Γνώρισα ανθρώπους και πέρασα πάρα πολύ καλά μαζί τους, γνώρισα γυναίκες με τις οποίες γελάσαμε πολύ… και επομένως, αυτό ενισχύει ακόμα πιο πολύ την αίσθησή μου».