- Γιατί επιλέξατε το συγκεκριμένο έργο;
«Η επιλογή δεν ήταν απόλυτη δική μου, αλλά της θεατρικής ομάδας. Ωστόσο μου άρεσε όταν το διάβασα κι έτσι συμφώνησα αμέσως να το σκηνοθετήσω. Νομίζω ότι είναι ένα αρκετά σημαντικό έργο αρκεί να προσέξει κάποιος βέβαια με ποιο τρόπο θα το ανεβάσει, αλλιώς θα ήταν απλώς μια κωμωδία»
- Πώς προσεγγίσατε την παράσταση;
«Έχοντας υπόψη μου και το συγγραφέα από άλλα του έργα, είδα ότι ήταν ένα έργο που αποτελείτο από κείμενα που είχαν σχέση με κλασικό θέατρο, είτε αρχαίο ελληνικό, είτε Σαίξπηρ. Ιδέες από σπουδαίους συγγραφείς που με τον τρόπο του τις έχει μετουσιώσει. Μου έδωσε έτσι το δικαίωμα και μένα ως σκηνοθέτη να κάνω κάποιους πειραματισμούς και να βγάλω ότι μπορούσα καλύτερο ώστε η κωμωδία αυτή να γίνει όχι ελαφριά αλλά να έχει αντικρίσματα που αγγίζουν το σύγχρονο θεατή. Έβαλα στοιχεία ενδιαφέροντα αλλά όχι ακραία»
- Είσαστε όμως ένας από τους καλλιτέχνες της γενιάς σας που τολμήσατε αλλαγές.
«Βεβαίως και πάντα τολμώ, το θέατρο άλλωστε δεν μπορεί να γίνεται πολτέ με συντηρητική αντίληψη αλλά πρέπει να αξιοποιείς όσο μπορείς περισσότερο το κείμενο που σου δίνει ο συγγραφέας, βάζοντας μια άλλη ματιά σε αυτό που θέλει να πει ο συγγραφέας σε συνδυασμό με τους ηθοποιούς που έχεις υπόψη σου να παίξουν τους ανάλογους ρόλους. Γιατί το ποιοι θα παίξουν είναι επίσης ένα πολύ σημαντικό στοιχείο για μια παράσταση»
- Έχετε και την εμπειρία του ηθοποιού και του σκηνοθέτη. Σε μια παράσταση τι βαραίνει πιο πολύ;
«Σίγουρα ο σκηνοθέτης από την άποψη ότι έχει την υποχρέωση να συνθέσει τους ηθοποιούς με τέτοιο τρόπο ώστε όλοι να αποδώσουν το μέγιστο. Αυτό είναι και το πιο δύσκολο για το σκηνοθέτη γιατί αν μεν η ομάδα αποτελείται από ηθοποιούς που τους ξέρεις καλά και έχεις δουλέψει μαζί τους τότε είναι εύκολο, αν όμως είναι ανόμοιοι ηθοποιοί από διαφορετικές σχολές, διαφορετικές νοοτροπίες και δεν έχεις ξαναδουλέψει μαζί τους εκεί τα πράγματα δυσκολεύουν. Πρέπει ο σκηνοθέτης να επιβάλλει την άποψή του οπωσδήποτε και να παίξει το ρόλο του μαέστρου συνθέτοντας τα όργανα»
- Έχετε αποφασίσει αν αγαπάτε περισσότερο το να είστε ηθοποιός ή σκηνοθέτης;
«Εγώ λέω πάντα ότι είμαι ηθοποιός κι αυτό είναι που με κράτησε τόσα χρόνια και με κρατάει ακόμα. Αν ήμουν μόνο σκηνοθέτης ίσως να τα είχα παρατήσει πια όχι γιατί τη σκηνοθεσία τη βλέπω πάρεργο αλλά γιατί πάντοτε όταν σκηνοθετώ παίζω κιόλας κι αυτό με ικανοποιεί απόλυτα και το θεωρώ αναπόσπαστο στοιχείο »
- Είναι μεγαλύτερη ευθύνη να είσαι σκηνοθέτης ή δάσκαλος νέων ηθοποιών;
«Πάντα διδάσκω εγώ, ακόμα κι όταν σκηνοθετώ ξέρετε, γιατί η σκηνοθεσία είναι και λίγο αφηρημένη ενώ η διδασκαλία είναι πολύ συγκεκριμένη. Δηλαδή διδάσκεις κάτι το οποίο πρέπει να το μεταφέρεις στον ηθοποιό, τον μουσικό, τον σκηνογράφο σε όλους τους συντελέστε. Θέλει διδασκαλία όλο αυτό για να μπορέσει να είναι ομοιογενές το σύνολο. Εκεί πάνω πατάω και λέω ότι διδάσκω ένα έργο και όχι ότι το σκηνοθετώ κι αυτό είναι που με ικανοποιεί κιόλας γιατί η σκηνοθεσία από μόνη της είναι σχετικά απλό πράγμα. Στην ουσία ξέρετε, η σκηνοθεσία είναι μια "ψιλοαπάτη" ενώ η διδασκαλία είναι η μεταφορά της γνώσης, είναι σαν να μαθαίνεις τον άλλο γράμματα»
- Συνεχίζετε να παίρνετε κι εσείς γνώση;
«Πάντα γιατί το θέατρο είναι εξελισσόμενο, είμαι υποχρεωμένος να διαβάζω και να ενημερώνομαι για τα νέα ρεύματα γιατί οι εποχές αλλάζουν και το θέατρο δεν τελειώνει ποτέ. Όταν εγώ ξεκίνησα ως ηθοποιός το πρωτοποριακό θέατρο, το θέατρο του παραλόγου ακόμα δεν είχε φτάσει στην Ελλάδα. Μετά από κάποια χρόνια αρχίσαμε σιγά σιγά να μπαίνουμε στο θέμα, κι εγώ ευτυχώς βέβαια είχα την τεράστια τύχη να έχω δάσκαλο τον Κουν»
- Σε πρόσφατη συνέντευξή σας είπατε πως "αν ο Κουν ζούσε θα ήταν εκτός Επιδαύρου" Γιατί;
«Το είπα και το υποστηρίζω αναφερόμενος στο πως εξελίχθηκε το θέατρο που παίζεται στην Επίδαυρο που δεν έχει το στοιχείο του κλασικού και γίνεται μοντέρνο και μεταμοντέρνο. Εγώ είμαι εναντίον του μεταμοντερνισμού γιατί απλοποίησε τα πράγματα και να έκανε μόνο να φαίνονται αλλά όχι να αισθάνονται και είναι κάτι που δεν μπορώ να το υποστηρίξω. Εγώ πάντα ξεκινώντας να κάνω μια σκηνοθεσία βάζω τον όρο ότι χωρίς την έννοια του ψυχολογικού θεάτρου δεν μπορείς να ξεκινήσεις έναν ρόλο. Πρέπει να τον νιώσεις, να τον ζήσεις και να φτάσεις στο σημείο ανάλογα με το έργο να του δώσεις μια κατεύθυνση»
- Αν ο Κουν ζούσε όμως, δεν θα ήταν κι αυτός ένας πρωτοπόρος σήμερα; Μπορεί να έκανε και αυτός μεταμοντέρνα πράγματα.
«Σαφώς και θα ήταν πρωτοπόρος, θα έκανε ανατροπές, μοντέρνα πράγματα αφού και για την εποχή του ήταν μοντέρνος, αλλά ο Κουν δεν θα έκανε ποτέ στην Επίδαυρο Αριστοφάνη με γραβάτες. Ήταν πιστός στην παράδοση ο Κουν και η παράδοση έχει μένα μια εξέλιξη αλλά δεν φτάνει στα σημεία να καταπατά τους βασικούς της κανόνες. Τον λόγο του Αισχύλου και του Αριστοφάνη δεν είναι δυνατόν να τον φέρεις στη σημερινή εποχή μ' αυτόν τον τρόπο γιατί είναι άλλες οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες σήμερα. Θα κάνεις ασφαλώς κάποιες προσαρμογές αλλά όχι εις βάρος της παράδοσης. Δεν είναι τα κείμενα τα αρχαία για να τα πάρουμε οι σύγχρονοι και να τα κάνουμε ευκολοχώνευτα, χάνουν τη βαρύτητά τους. Ο σκοπός είναι να σκέφτεται ο θεατής ακόμα και την ώρα που γελάει»
Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ
"Το παιχνίδι της φαντασίας" του Πιέρ Κορνέιγ ανεβαίνει από τη θεατρική ομάδα "4 εποχές" σε διασκευή - έμμετρη απόδοση του Δημήτρη Ποταμίτη, ελεύθερη απόδοση Αντώνη Παπαιωάννου, σκηνικά Παναγιώτη Μάνικα και κοστούμια Αργυρώ Ηλιάδη.
Παίζουν οι: Γιώργος Ματαράγκας , Πέτρος Ξεκούκης , Αθηνά Μαυρομάτη Πέτρος Πέτρου, Κωνσταντινα Γκόρου, Μάριος Ντερντέ, Ηλιάνα Αραβή και Μιχάλης Γιαννάτος.
Μία κωμωδία που ακροβατεί σε ένα τεντωμένο σκοινί, ανάμεσα στην φαντασία και την πραγματιότητα και κάθε στιγμή κάθε λεπτό, είναι έτοιμο να κοπεί και να τιναχθούν όλα στον αέρα. Ενα παιχνίδι που δεν έχει αρχή και τέλος, κανείς δεν είναι σίγουρος ποια είναι η αλήθεια και ποιο το ψέμα. Κάπως έτσι δεν είναι άλλωστε και η ζωή μας…Ένας δυστυχισμένος πατέρας ψάχνει απεγνωσμένα τον γιο του που έφυγε εξαιτίας του, βρίσκει μια μάγισσα και την παρακαλεί να του πει που βρίσκεται και τότε αρχίζει "το παιχνίδι της φαντασίας" με ανατροπές, μπερδέματα και κωμικοτραγικές καταστάσεις.