Στην Καλαμάτα θα παρουσιαστεί σε λίγες μέρες το «ΝΕΚΟΒ», το νέο βιβλίο του Σουηδού συγγραφέα και μεταφραστή Γιαν Χένρικ Σβαν που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Κάπα», σε μετάφραση της Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη
Ο Γιαν Χένρικ Σβαν γεννήθηκε στο Λουντ της Σουηδίας, μεγάλωσε στην Κοπεγχάγη, φοίτησε στα Πανεπιστήμια της Σορβόννης και της Στοκχόλμης και σήμερα ζει και εργάζεται στη Σουηδία και στην Ελλάδα αφιερώνοντας αρκετό χρόνο εδώ στη Μεσσηνία και συγκεκριμένα στην Καλλιρρόη.
Το ΝΕΚΟΒ είναι η ιστορία του Γκούναρ Μέλμπεργκ, που παντρεύεται τη μεγάλη του αγάπη, την Αννα από την Αλεξάνδρεια, γίνεται προπονητής της αιγυπτιακής ολυμπιακής ομάδας στίβου και κατόπιν ανταποκριτής της εφημερίδας «Γκέτεμποργκς-Πόστεν» στην Τεχεράνη, την περίοδο της ισλαμικής επανάστασης, ενώ τον στοιχειώνει μονίμως το όνειρό του να γίνει συγγραφέας. Η παρουσίαση του βιβλίου θα γίνει την Τετάρτη 8 Μαΐου στις 7.30 μ.μ. στην αίθουσα της εφημερίδας "Ελευθερία". Θα διαβαστούν αποσπάσματα και θα μιλήσουν για το βιβλίο η Μαργαρίτα Μέλμπεργκ, μεταφράστρια, κριτικός και ο Θεοδόσης Αγγ. Παπαδημητρόπουλος, εκδότης, μεταφραστής. Θα ακολουθήσει συζήτηση με τον συγγραφέα.
Γιαν Χένρικ Σβαν: «Ο Γκούναρ από πολλές απόψεις είναι ο σωσίας μου»
Συνέντευξη στην Κωνσταντίνα Δρακουλάκου
Πώς η παιδική σας ζωή στην Κοπεγχάγη και η φοίτησή σας σε πανεπιστήμια στη Σορβόννη και τη Στοκχόλμη επηρέασαν τη συγγραφική σας πορεία;
Η Κοπεγχάγη είναι έντονα αποτυπωμένη στη μνήμη μου σαν ένας μικρός κόσμος που άνοιγε μόνο με το δικό μου κλειδί. Οι ενήλικες ήταν παρόντες αλλά ως κομπάρσοι στο περιθώριο. Είμασταν πολλά παιδιά που σκαρώναμε τις δικές μας περιπέτειες χωρίς την διαμεσολάβηση άλλων. Άλλοτε ομαδικά, συχνότερα δυο δυο ή μόνοι μας. Χωρίς τα παιδικά μου χρόνια θα ήταν αδύνατο να ασχοληθώ με τη λογοτεχνία. Αιωρούνται πάνω στο χαρτί, συνεισφέρουν με λεπτομέρειες, χρώματα και επεισόδια.
Ο χρόνος που έζησα στο Παρίσι είναι επίσης συνδεδεμένος με την παιδική ηλικία μου. Δεν μπορώ να το εξηγήσω ακριβώς, αλλά ο χρόνος του Παρισιού ακουμπάει στα χρόνια της Κοπεγχάγης. Πρόκειται για τις δυο πιο σημαντικές πόλεις των παιδικών χρόνων μου. Και ως παιδί στην Κοπεγχάγη και ως εικοσιτριάχρονος στο Παρίσι ήμουν πολύ ντροπαλός και μοναχικός. Τριγυρνούσα στην πόλη παρατηρώντας τι κάνουν οι άλλοι και ήμουν πεισμένος πως κανείς δεν με κοίταζε ή ενδιαφερόταν για μένα. Φυσικά και ενδιαφέρονταν και συνέβησαν πολλά εκεί που εξακολουθούν να με επηρεάζουν.
Στο Παρίσι αποφάσισα σοβαρά να γίνω συγγραφέας. Έγραφα γράμματα τέσσερις ώρες την ημέρα, ποιήματα και διηγήματα για διάφορα περιοδικά με στόχο να δημοσιευτούν στο σημαντικότερο λογοτεχνικό περιοδικό της Σουηδίας το BLM. Δεν είχα μεγαλύτερες προσδοκίες. Το γεγονός ότι τρία χρόνια αργότερα θα εμφανιζόμουν με το μυθιστόρημα Μπορώ να σταματήσω μια θάλασσα που άρχισα να γράφω στο Παρίσι και ότι δέκα χρόνια μετά θα γινόμουν ο διευθυντής του BLM ξεπερνούσε τη φαντασία και τα πιο τρελά όνειρά μου.
Πώς η εμπειρία σας ως μεταφραστή λογοτεχνίας από δανέζικα, γαλλικά, πολωνικά και ελληνικά συνεισέφερε στη δημιουργία των δικών σας γραπτών έργων;
Αφού μεγάλωσα στη Δανία και περνούσα τα καλοκαίρια μου στη Σουηδία, μιλούσα σουηδικά μόνο με τους γονείς μου, τον αδελφό μου και την αγρότισσα Άστα στο κτήμα της οποίας πήγαινα κάθε βράδυ να πάρω φρέσκο αγελαδινό γάλα. Το ότι μιλούσα δυο γλώσσες ήταν λοιπόν τελείως φυσικό για μένα. Όταν οι γονείς μου αποφάσισαν πως τα σουηδικά μου κινδύνευαν μετακομίσαμε απέναντι από το Έρεσουντ, στο Μάλμε όπου ένιωσα εντελώς ξένος. Η λύπη για την χαμένη Δανία μεταπλάστηκε σιγά σιγά σε έναν νόστο επιστροφής, πράγμα που συνέβη το 1986. Έμεινα έναν χρόνο, μιλούσα ακόμα πολύ καλά δανικά, αλλά δεν αισθανόμουν καθόλου Δανός, δεν κέρδιζα χρήματα και ζούσα με μαύρο ψωμί και λάχανο. Την ίδια περίοδο δολοφονήθηκε ο Ούλοφ Πάλμε και η Σουηδία ξύπνησε σε μια πραγματικότητα βίας και ανασφάλειας. Τότε άρχισα να γράφω το δεύτερο μυθιστόρημά μου, Η καταραμένη χαρά. Φαίνεται πως κάθε σκοτεινή εμπειρία στη ζωή μου είναι σπόρος για νέο μυθιστόρημα. Στο μεταξύ είχα αρχίσει να μεταφράζω από τα δανικά και τα γαλλικά. Μετά από μεγάλη παύση ακολούθησαν είκοσι χρόνια που εκτός από μεταφράσεις από τα ελληνικά μετέφρασα σχεδόν αποκλειστικά την Πολωνίδα νομπελίστρια Όλγκα Τοκάρτσουκ. Πολλά από αυτά που γράφει τα αναγνωρίζω και στο δικό μου γράψιμο. Όχι πως είμαστε ίδιοι, αλλά υπάρχει ένα είδος συγγένειας. Ωστόσο μεταφράζοντας την Τοκάρτσουκ κατάλαβα πόσο δύσκολο είναι να συνδυάζεις τη μετάφραση με το προσωπικό γράψιμό σου. Δεν γίνεται να μεταφράζεις Τοκάρτσουκ τα πρωινά και να γράφεις το δικό σου μυθιστόρημα τα απογεύματα. Έτσι μετά από μερικές βδομάδες σταμάτησα.
Πώς θα χαρακτηρίζατε το προφίλ του Σουηδού αναγνώστη και τι είναι αυτό που θα μπορούσε να τον «αγγίξει» σε ένα σύγχρονο ελληνικό λογοτεχνικό βιβλίο;
Πριν από δέκα χρόνια μετέφρασα 25 νέους Έλληνες πεζογράφους για μια ανθολογία με τον τίτλο Το τραγούδι της συκιάς. Η ανθολογία έκανε αλλεπάλληλες εκδόσεις στη Σουηδία το οποίο δείχνει πως το ενδιαφέρον για την Ελλάδα, αυτό που δεν φαίνεται στους τουριστικούς οδηγούς, είναι μεγάλο. Η Ελλάδα είναι από τους πιο αγαπημένους ταξιδιωτικούς προορισμούς των Σουηδών και συγγραφείς όπως ο Θοδωρής Καλλιφατίδης και η Κική Δημουλά είναι γνωστά ονόματα. Τι θα μπορούσε να αγγίξει τον Σουηδό αναγνώστη; Δύσκολο να απαντηθεί. Ελάχιστα ελληνικά βιβλία μεταφράζονται στα σουηδικά. Αν υποθέσουμε ότι μεταφράζονταν ελληνικά αστυνομικά μυθιστορήματα στα σουηδικά, όσα σουηδικά μεταφράζονται στα ελληνικά, λίγοι Σουηδοί θα τα διάβαζαν. Θα προτιμούσαν να διαβάσουν πρώτα όλα τα δικά τους!
Αυτή είναι η σουηδική πραγματικότητα. Διαβάζονται οι Σουηδοί και οι αγγλόφωνοι συγγραφείς. Και βεβαίως οι νομπελίστες.
Πώς θα περιγράφατε τη διαδικασία της γραφής σας και πώς διαφέρει από βιβλίο σε βιβλίο;
Από νωρίς ως συγγραφέας δήλωνα πως θέλω η ζωή μου να είναι σαν τα μυθιστορήματά μου και τα μυθιστορήματά μου σαν τη ζωή μου. Με άλλα λόγια δεν ήθελα να τα σχεδιάζω καθισμένος στο γραφείο μου αλλά να μου έρχονται σαν αστραπή. Καμιά φορά αρκεί μια ατάκα ή μια τυχαία συνάντηση. Αν και η σπίθα προέρχεται από γεγονότα που συνέβησαν σε άγνωστους τόπους. Αν σκεφτεί κανείς πως το πρώτο μου μυθιστόρημα διαδραματίζεται στη Γαλλία, το δεύτερο στην Κοπεγχάγη και το τρίτο στην Πολωνία δεν είναι περίεργο που με θεώρησαν ως τον πιο «ξένο» Σουηδό συγγραφέα με την έννοια πως αδυνατούσα να γράψω για σουηδικούς τόπους και γεγονότα.
Μπορείτε να μας μιλήσετε για τη δημιουργική διαδικασία πίσω από το "ΝΕΚΟΒ" και την έμπνευσή σας για την ιστορία;
Εξίσου ντροπαλός με μένα, σε σχέση με τα συγγραφικά όνειρα μου τότε στο Παρίσι, είναι και ο Γκούναρ στο μυθιστόρημα. Γι’ αυτό και ο Γκούναρ από πολλές απόψεις είναι ο σωσίας μου. Μπορώ να πω πως ο Γκούναρ με βοήθησε να δω κάτι στον εαυτό μου που δεν είχα αντιληφθεί νωρίτερα. Μας συνέδεε ακόμα κάτι σημαντικό: ότι κανείς από τους δυο μας δεν διέθετε plan B (εναλλακτική λύση) Συχνά συναντώ ανθρώπους που λένε ότι θέλουν να γίνουν συγγραφείς, αλλά αν αποτύχουν θα στραφούν στη δημοσιογραφία ή θα γίνουν καθηγητές. Στο μυαλό μου δεν υπήρχαν εναλλακτικές λύσεις, ούτε για τον Γκούναρ υπήρχαν. Αυτή η εμμονή το να θεωρείς τη ζωή σου πολύτιμη μόνο εφόσον πετύχεις τον στόχο σου ήταν που με ενέπνευσε να γράψω το ΝΕΚΟΒ. ΝΕΚΟΒ ήταν η συνθηματική λέξη του Γκούναρ για το μυθιστόρημα που ήθελε να γράψει και που δεν έγραψε ποτέ. Φανταστείτε έναν άνθρωπο που ξόδεψε εξήντα χρόνια από τη ζωή του για να γράψει ένα κείμενο και που δεν τόλμησε ποτέ να το δείξει σε κανέναν! Ποτέ δεν έστειλε σελίδες σε κάποιον εκδοτικό οίκο. Αντίθετα έγραφε ένα σωρό γράμματα σε μεγάλους εκδοτικούς οίκους λέγοντας «Αξιότιμοι κύριοι, έχω ένα καταπληκτικό υλικό. Το μυθιστόρημά μου θα προκαλέσει αίσθηση. Ενδιαφέρεστε;» Δεν έλαβε ποτέ απάντηση καθότι τα πράγματα δεν λειτουργούν έτσι.
Πώς επηρέασε η επαφή σας με την ελληνική πραγματικότητα την ποιητική και πεζογραφική σας εξέλιξη;
Με επηρέασε σε πολύ μεγάλο βαθμό. Τα περισσότερα έργα που έγραψα τα τελευταία είκοσι χρόνια διαδραματίζονται εξ ολοκλήρου ή κατά μεγάλο μέρος στην Ελλάδα. Το βιβλίο Ο ποντικός στο κεφάλι περιλαμβάνει διηγήματα από τη Μεσσηνία και τη Σάμο. Τα μυθιστορήματα Η δράκαινα και Τα μηχανάκια του Μανόλη τοποθετούνται και τα δύο στη Σάμο και στο τελευταίο έργο μου Η γιατρός των λουτρών περιγράφω τη εθελοντική συμμετοχή της Σουηδέζας Κλάρα Σμίτ στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και τη φιλία της με την Καλλιρρόη Παρρέν. Ωστόσο, ακόμα κι αν η Ελλάδα ζυγίζει όλο και περισσότερο στο υλικό μου, κουβαλάω την παιδική μου ηλικία. Όταν στη δύση του ήλιου διασχίζω την Καλλιρρόη και ακούω το λάλημα του πετεινού, βλέπω τις γάτες να απολαμβάνουν τις τελευταίες ακτίδες πάνω στους μαντρότοιχους ή τον σκαντζόχοιρο να κουνιέται στο χορτάρι, η σκέψη μου οδηγείται στο εξοχικό των παιδικών μου χρόνων, στο δρόμο για την Άστα για να αγοράσω γάλα, να δώσω κάτι ψαράκια που έπιασα με την πετονιά μου στις γάτες του κτήματος και να ρωτήσω αν έχουν πατάτες και φράουλες να μου δώσουν. Και όπως η Καλλιρρόη βλέπει το μέλλον της να καταστρέφεται αφότου η ΤΕΡΝΑ λειτούργησε ως «εχθρός του λαού» κατασκευάζοντας ένα περιβαλλοντικά επικίνδυνο σκουπιδοεργοστάσιο σ’ ένα από τα πιο όμορφα και ανέγγιχτα τοπία της Μεσσηνίας, νιώθω πως η ΤΕΡΝΑ βεβήλωσε και την παιδική ηλικία μου. Ως Σουηδός στην Ελλάδα δυσκολεύομαι να καταλάβω πώς είναι δυνατόν μεγάλα οικονομικά συμφέροντα και διαφθορά να πετυχαίνουν την κατασκευή ενός τόσο αποτρόπαιου έργου που η ΕΕ έχει απορρίψει. Θα προτιμούσα να το ξεχάσω, αλλά το βλέπω από το παράθυρό μου!!
Ποιες είναι οι κύριες θεματικές που εξερευνάτε στα έργα σας και πώς αντιμετωπίζετε την ανθρώπινη εμπειρία μέσα από αυτές;
Γράφω για ανθρώπους που κατά κάποιο τρόπο ζουν στο περιθώριο, που δεν μπορούν να ενταχτούν στην κοινωνία, που δεν προσαρμόζονται, δεν βολεύονται με τους εαυτούς τους. Επειδή όμως δεν τους υπολογίζει κανείς είναι ελεύθεροι να σκεφτούν ό,τι θέλουν και έχουν ένα πολύ ειδικό χιούμορ. Με ενδιαφέρουν συναισθήματα φιλίας και αγάπης, δεν γράφω ποτέ για βία και μίσος. Αυτό ας το κάνουν άλλοι.
Πώς η λογοτεχνία επηρεάζει και διαμορφώνει την κοινωνία, κατά τη γνώμη σας, και πώς βλέπετε το ρόλο του συγγραφέα στη σύγχρονη κοινωνία;
Πιστεύω πως είναι σημαντικό για την κοινωνία να υπάρχουν συγγραφείς. Μπορούν κάλλιστα να είναι λίγο παράξενοι και διαφορετικοί, όπως και οι μυθιστορηματικοί ήρωές τους. Να ζουν με αέρα κοπανιστό ή με χρήματα που κανείς δεν ξέρει πώς απέκτησαν. Μπορούν επίσης να μοιάζουν με τον καθένα και να ντύνονται όπως ο καθένας. Το σημαντικό είναι να μας θυμίζουν πως όλοι δεν έχουμε βγει από το ίδιο καλούπι και πως είναι εφικτό να ζήσεις μια ζωή που δεν την καθοδηγεί το χρήμα ή το κυνήγι για κοινωνική καταξίωση. Δυστυχώς αυτού του είδους οι συγγραφείς τείνουν να εξαφανιστούν και να αντικατασταθούν από αστέρες της τηλεόρασης.
Ποια ήταν η κύρια έμπνευσή σας για τη δημιουργία του χαρακτήρα του Γκούναρ στο "ΝΕΚΟΒ";
Η ζωή και το ανολοκλήρωτο έργο του ήρωά μου, η γνωριμία μου μαζί του και η πρόθεσή μου να του δώσω φωνή.
Πώς αντιμετωπίσατε την πρόκληση να ενσωματώσετε πολιτικά γεγονότα όπως η ισλαμική επανάσταση στην Τεχεράνη στην πλοκή του βιβλίου;
Το κεφάλαιο αυτό απαίτησε μελέτη και έρευνα. Διάβασα εφημερίδες της εποχής, άρθρα για το Ιράν, το Ιράν που κρατούσε όλον τον κόσμο σε αγωνία. Κατάφερα να βρω κι έναν εν ζωή δημοσιογράφο αυτής της περιόδου που απάντησε στα ερωτήματά μου. Κυρίως όμως εμπνεύστηκα από φωτογραφίες.
Ποιο είναι το κύριο μήνυμα που θέλατε να μεταφέρετε μέσω της ιστορίας του "ΝΕΚΟΒ";
Ότι ως άνθρωπος δεν χρειάζεται να ζητάς συγγνώμη επειδή υπάρχεις. Ότι δεν χρειάζεσαι τίτλους ή κατορθώματα για να θεωρηθείς συνάνθρωπος. Είσαι μια χαρά όπως είσαι. Μπορείς να αγαπηθείς ακόμα κι αν δεν έχεις γράψει μια λέξη.
Ποιος είναι ο ρόλος της Άννας στην εξέλιξη της ιστορίας και πώς διαμορφώθηκε ο χαρακτήρας της;
Η Άννα είναι η μεγάλη αγάπη προσωποποιημένη. Θα έλεγα πως ήταν το όνειρο του Γκούναρ προτού τον καταλάβει η σκέψη του γραψίματος. Τον προσδιόριζε και συγχρόνως ήταν το δημιούργημά του. Ήταν το μέτρο για την επιτυχία του. Ήθελε να την κάνει πρωταθλήτρια, αστέρι του τένις, αλλά η Άννα ακολούθησε άλλο δρόμο.
Ποια ήταν η πιο δύσκολη στιγμή κατά τη διάρκεια της γραφής του "ΝΕΚΟΒ" και πώς την αντιμετωπίσατε;
Η συγγραφή του τέλους. Τα μυθιστορήματα έχουν σπάνια ευτυχισμένο τέλος. Ούτε κι η ζωή. Με παρηγορεί ωστόσο η πίστη πως υπήρχε πολλή ευτυχία στη ζωή του Γκούναρ, αν και δεν την έβλεπε πάντα.
Ποιο είναι το επόμενο βήμα στη συγγραφική σας πορεία και ποια θέματα ή προκλήσεις επιθυμείτε να εξερευνήσετε;
Να εκδοθεί στα ελληνικά το μυθιστόρημά μου για την Κλάρα Σμιτ και την Καλλιρρόη Παρρέν. Να εκδοθεί στα σουηδικά μια ανθολογία με Έλληνες ποιητές που έχω μεταφράσει. Και να πέσει κεραυνός, να γεννηθεί η ιδέα για ένα καινούργιο μυθιστόρημα.
Έργα του Γιαν Χένρικ Σβαν στα ελληνικά
«Η καταραμένη Χαρά» εκδόσεις “Εντευκτήριο” (2002). «Οι περιπλανώμενοι» εκδόσεις “Κέδρος” (2007). «Τα μηχανάκια του Μανόλη» εκδόσεις “Εντευκτήριο” (2013). ΝΕΚΟΒ “Κάπα εκδοτική” (2023).