«και την ειωθυίαν αξίωσιν των ονομάτων ες τα έργα αντήλλαξαν τη δικαιώσει».
Θουκυδίδης, Ιστορίαι, 3.82.4.
Πράξη Πρώτη
Το κυριακάτικο πρωινό της 17ης Ιουνίου βρήκε το ειδυλλιακό χωριουδάκι δίπλα στη λίμνη μέσα σε κλίμα πρωτόγνωρης ανησυχίας. Κάτω από την πλαστική τέντα, δεκάδες επίσημοι προσκεκλημένοι, εγχώριοι και ξένοι, περίμεναν με αγωνία την έναρξη της παράστασης. Την υπόθεση και το τέλος το γνώριζαν ήδη. Σε λίγο έφτασε με τη βενζινάκατο από απέναντι ο κύριος Ζ. με την κουστωδία του. Τον υποδέχθηκε με θερμό εναγκαλισμό ο κύριος Α. Δίπλα τους ο κύριος Ν. καμάρωνε φορώντας την ψάθινη καπελαδούρα του. «Ελληνες και Μακεδόνες είναι φίλοι» είπε ο κύριος Ζ., και ο κύριος Α. τον επικρότησε με ένα πλατύ χαμόγελο. Μεγάλο δώρο, στ' αλήθεια. Ομως ο κύριος Ζ. δεν είναι αχάριστος. Εβγαλε αμέσως κοτζάμ γραβάτα και τη δώρισε στον κύριο Α. Μπορεί να του χρειαστεί σύντομα, πού ξέρεις;
Ο κύριος Ζ. ξέρει πώς να κλείνει τα καλά deals. Γόνος επιχειρηματιών, άλλωστε, πήρε αυτό που ήθελε. Ο κύριος Ν., ο μοιραίος πρωταγωνιστής, έβαλε φαρδιά-πλατιά την τζίφρα του. Ινστρούχτορας με σταλινικές καταβολές, ευτύχησε να βιώσει το ιστορικό déjà vu, καθώς θυμήθηκε έναν συνονόματο σύντροφό του, που πριν από 70 χρόνια στο ίδιο σημείο δήλωνε: «Στη Βόρεια Ελλάδα ο μακεδονικός (sic!) λαός (…) δεν πρέπει να υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι (...) θα βρει την πλήρη εθνική αποκατάστασή του, έτσι όπως το θέλει ο ίδιος».
Εξάλλου, η ιστορία επαναλαμβάνεται αρχικά σαν τραγωδία και έπειτα σα φάρσα, είχε πει κάποτε ένα γερμανικό ίνδαλμα του κυρίου Ν.
Ο κύριος Α. ένιωθε, ξαφνικά, μια παράξενη ευγνωμοσύνη προς τον κύριος Ζ. Νέος, γόνος εργολάβων με απριλιανό DNA και αριστερόφρων, σκεφτόταν πόσο χρήσιμο θα του ήταν το δώρο του συναξιωματούχου του από την απέναντι όχθη. Είχε πει πως θα τη φορέσει - και θα τη φόραγε. Μέσα σε 10 μέρες θα έκανε ό,τι κανένας προκάτοχός του στην ιστορία: Θα αναγνώριζε επίσημα μια κατασκευασμένη ταυτότητα και γλώσσα με αλυτρωτικές διαθέσεις, θα δέσμευε τους συμπατριώτες του σε διαρκή, τιμωρητική λιτότητα με φόρους και περικοπές και με αντάλλαγμα κάποια ψίχουλα, και θα μετέτρεπε κάποια «ατυχή» νησιά σε μόνιμες αποθήκες ψυχών, για να σώσει μια Γερμανίδα φίλη του. Είμαι πολύ ταλαντούχος, σκέφτηκε αυτάρεσκα ο κύριος Α., που δεν προλάβαινε να μαζεύει τους διθυράμβους των ξένων για τον «ρεαλισμό» του, αφ’ ότου γύρισε το «ΟΧΙ» σε «ΝΑΙ» μέσα σε μια νύχτα.
«Οταν ο εχθρός σε επαινεί, ψάξε πού έκανες λάθος» είχε πει κάποτε ένα παλιό του, εκ Ρωσίας, ίνδαλμα. Δεν τον φτύνει κανείς, απλά στην πατρίδα του βρέχει συχνά τον Ιούνιο.
Πράξη Δεύτερη
Τα παραπάνω θα μπορούσαν να είναι το σενάριο ενός επιτυχημένου θεατρικού έργου, αν δεν ήταν η ωμή, εθνική μας πραγματικότητα.
Μέσα σε δέκα μέρες συμπυκνώθηκε η συλλογική ταπείνωση της τελευταίας οκταετίας, που οδήγησε σε οικονομικό και κοινωνικό μαρασμό και -πλέον- σε εθνική συρρίκνωση με ναρκοθετημένο μέλλον. Και έλαβε τον προσχηματικό τίτλο «έξοδος από την κρίση και τα μνημόνια».
Πολλοί οι ηθοποιοί που έπαιξαν στο έργο, με μοιραίους όμως πάντοτε αυτούς που παίζουν τώρα που πέφτει η αυλαία.
Πού πρέπει να αναζητήσουμε άραγε τη ρίζα αυτού του παραλόγου που βασανίζει το λαό και την πατρίδα μας; Μα, στην ίδια την ανθρώπινη φύση και στο ότι «αύθις κατά το ανθρωπειον τοιάυτα και παραπλήσια έσονται».
Και η λύση; Ο γράφων, αθεράπευτα αισιόδοξος, συνιστά την προσφυγή μας στον καταληκτικό μονόλογο του «παράλογου» ήρωα από το «Ρινόκερο» του Ιονέσκο: «Κόντρα σε όλον τον κόσμο, θα υπερασπίσω τον εαυτό μου, κόντρα σε όλον τον κόσμο θα αμυνθώ!... Είμαι ο τελευταίος άνθρωπος και θα μείνω άνθρωπος ως το τέλος! Δεν συνθηκολογώ!».
*Ο Νίκος Θεοδώρου είναι Δικηγόρος και Διδάκτωρ Δημοσίου και Ευρωπαϊκού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ludwig-Maximilians του Μονάχου.