Δευτέρα, 03 Δεκεμβρίου 2018 15:07

Η σχέση Εκκλησίας - Πολιτείας και το Σύνταγμα

Η σχέση Εκκλησίας - Πολιτείας και το Σύνταγμα

 

Τις τελευταίες ημέρες απασχολεί τον δημόσιο διάλογο το ζήτημα των σχέσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος με την Ελληνική Πολιτεία, δηλαδή οι σχέσεις Εκκλησίας - Κράτους και η συνταγματική αναθεώρηση ή μη των διατάξεων που αναφέρονται στη θρησκευτική ελευθερία και στη σχέση αυτή (α. 3 και 13 Συντάγματος).

Αφορμή στάθηκε η κοινή συνέντευξη Τύπου των επικεφαλής των δύο εξουσιών, του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου και του Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, σε συνδυασμό με την κυβερνητική πρωτοβουλία περί αναθεώρησης του Συντάγματος. Εκτοτε, βρίσκονται σε εξέλιξη συζητήσεις, προτάσεις, συνεδριάσεις συλλογικών οργάνων κ.λπ. Παρατηρούνται αντιδράσεις, θετικές ή και αρνητικές, των σχετικών κοινών προτάσεων των δύο πλευρών. Ομως, πριν ξεκινήσει η οποιαδήποτε συζήτηση, πρέπει να γίνει αντιληπτό από όλους τους φορείς και από τους πολίτες, ότι είναι διαφορετικό ζήτημα η θρησκευτική ελευθερία από τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη σχέση της Εκκλησίας με το Κράτος.

Το ζήτημα των σχέσεων σύνδεσης της Ελληνικής Πολιτείας, του κράτους, με την Εκκλησία της Ελλάδος δεν είναι όψιμο, ούτε πρωτοεμφανίστηκε τώρα, ένεκα συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών και ιδεολογιών. Αποτελεί ένα διαχρονικό ζήτημα, το οποίο συνδέεται άρρηκτα με την ύπαρξη του ελληνικού κράτους. Εχει τις ρίζες του ήδη από τους βυζαντινούς χρόνους. Ακολούθησαν οι συνταγματικές διατάξεις, όπου θεσμοθετήθηκαν συνταγματικώς οι σχέσεις Εκκλησίας- Πολιτείας. Είχαν προηγηθεί συγκεκριμένοι νόμοι (Πατριαρχικός τόμος 1850, η συνοδική πράξη 1928, ο καταστατικός χάρτης της Εκκλησίας κλπ). Τελευταία νομοθέτηση σχετικά με τις σχέσεις Εκκλησίας - Κράτους ήταν η συνταγματική πρόβλεψη του ισχύοντος Συντάγματος 1975 (με τις αναθεωρήσεις), όπου στα άρθρα 3 και 13 ορίζονται λεπτομερώς οι σχέσεις αυτές, σε συνάρτηση με την θρησκευτική ελευθερία. Αξίζει να σημειωθεί, ότι η ρύθμιση αυτή δεν αφορά μόνον τις σχέσεις της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας με την Πολιτεία, αλλά και τις σχέσεις όλων των γνωστών θρησκειών και δογμάτων με το κράτος, στη βάση της θρησκευτικής ελευθερίας (ελευθερία θρησκευτικής συνείδησης και ελευθερία λατρείας).

Εκτοτε, έως και σήμερα έχουν ανακύψει ιδιαίτερα ζητήματα που αφορούν την Εκκλησία, όπως η διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας, η μισθοδοσία των ιερέων, το θέμα της άρσης ή μη της δημοσιοϋπαλληλικής ιδιότητας του κλήρου, η φύση του νομικού προσώπου της Εκκλησίας, ο αριθμός των οργανικών θέσεων των κληρικών, ο αριθμός των λαϊκών υπαλλήλων της Εκκλησίας, η ίδρυση και λειτουργία ταμείου αξιοποίησης εκκλησιαστικής περιουσίας, ο ορισμός των μελών αυτού, οι αμφισβητούμενες περιουσίες μεταξύ συγκεκριμένων Μητροπόλεων με το Ελληνικό Δημόσιο, η εκλογή μητροπολιτών, το, τριγωνικής μορφής, ζήτημα των μητροπόλεων των νέων χωρών με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και την Εκκλησία της Ελλάδος, ο όρκος, ο διορισμός εκπαιδευτικών άλλου θρησκεύματος, οι αντιρρησίες συνείδησης κλπ. Τα περισσότερα από τα ανακύψαντα ζητήματα δεν αφορούν, απολύτως, τη σχέση Εκκλησίας-Κράτους, αλλά άπτονται του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας. Επομένως, τα δύο θέματα που τίθενται επί τάπητος δεν πρέπει να συνδέονται, διότι, αυτονοήτως, συγχέονται.

Πράγματι, κατά το παρελθόν έχουν υπάρξει ιδιαιτέρως παραγωγικές προσεγγίσεις των θεμάτων αυτών, εκατέρωθεν. Μάλιστα, υπήρξαν και αρκετά σημαντικές παρεμβάσεις (νόμος Τρίτση κλπ), οι οποίες αποσκοπούσαν και πέτυχαν, σε μεγάλο βαθμό, την ομαλότερη διαχείριση των ζητημάτων αυτών και τη λειτουργικότερη εφαρμογή τους. Με τον τρόπο αυτό, ορισμένα, εκ των ανωτέρω, ζητήματα ρυθμίστηκαν.

Σήμερα, οφείλεται να τηρηθούν οι, ήδη προηγουμένως συμφωνηθείσες θέσεις μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας. Εξάλλου, όποιες λύσεις δοθούν, είναι βέβαιον, ότι θα αφορούν την αναβάθμιση των σχέσεων των δύο πλευρών, την κατοχύρωση κεκτημένων και, προφανώς, την αναγνώριση της προσφοράς στη χώρα και στους πολίτες της, αφενός μεν, της συντεταγμένης πολιτείας, διά των νόμων της, αφετέρου δε, της Ανατολικής ορθόδοξης Εκκλησίας, διά του πλούσιου πνευματικού έργου και της προσφοράς της στην κοινωνία.

Επομένως, πριν τεθεί το οποιοδήποτε ζήτημα στη συζήτηση μεταβολής ή μετατροπής ή κατάργησης τους, πρέπει οι αρμόδιοι φορείς να διατυπώσουν στην ορθή τους βάση τα ζητήματα και τα υπό συζήτηση θέματα. Αλλως, ελλοχεύει ο κίνδυνος, μέσω της αναθεώρησης συγκεκριμένων άρθρων του Συντάγματος, όπως του άρθρου 3, να θιγεί, αφενός μεν η πολιτική ουδετερότητα και η εκκλησιαστική υπόσταση της Εκκλησίας αφετέρου δε το πολιτικά φιλελεύθερο και δικαιοκρατικό πολίτευμά μας. Στη χώρα μας έχει καθιερωθεί σε μεγάλο βαθμό, ειδικά κατά τη μεταπολίτευση, η σχεδόν πολιτικά ουδέτερη στάση της εκκλησίας απέναντι στο κράτος, σε κόμματα και την πολιτική ζωή. Το αντίθετο συμβαίνει σε πολλά ευρωπαϊκά κράτη, όπου η Καθολική Εκκλησία και άλλα δόγματα διαδραματίζουν ενεργό ρόλο στην πολιτική ζωή. Επίσης, έχει κατακτηθεί, πλήρως, στο σύνταγμα της χώρας μας η θρησκευτική ελευθερία, καθώς έχει θεσπισθεί η ελευθερία θρησκευτικής συνείδησης και η ελευθερία της λατρείας σε όλες τις γνωστές θρησκείες.

Εν κατακλείδι, όλες οι συζητήσεις και οι διαβουλεύσεις πρέπει να γίνονται υπό αυτό το πρίσμα και το μανδύα της προστασίας των κατοχυρωμένων, ήδη, δικαιωμάτων. Δεν πρέπει να επιτραπεί σε ιδεοληψίες, προκαταλήψεις, μικροπολιτικές σκοπιμότητες και προλήψεις να θέσουν το συνταγματικό οικοδόμημα, και δη τα άρθρα περί θρησκευτικής ελευθερίας, σε αμφισβήτηση και κίνδυνο.

 

Νίκος Νικολακόπουλος

Δικηγόρος