Συνεχίζοντας την ιστορική διαδρομή από την αρχαιότητα πάμε στα νεότερα χρόνια και σε εποχές όπου η γεωγραφία στη Μεσόγειο ήταν διαφορετική. Αλλά η ελιά πάντα στη θέση της και με χαρακτηριστικά που προσδιορίζουν και τη σημερινή πορεία.
Μετά τα τέλη του 18ου αιώνα η ανάπτυξη του εμπορίου, η συσσώρευση κεφαλαίων, η “γέννηση” και η εδραίωση της βιομηχανίας, η πολλαπλότητα πλέον των χρήσεων του ελαιολάδου, προσδίδουν στην ελιά και τα προϊόντα της πολύ μεγαλύτερη σημασία. Το ελαιόλαδο είτε για φαγητό, είτε για τη λίπανση των πρώτων μηχανών (για την οποία μάλιστα εχρησιμοποιείτο ελαιόλαδο με μικρή οξύτητα), είτε για τη σαπωνοποιία, είτε για τη βαμβακουργία, έχει γίνει πλέον ένα σημαντικό προϊόν τόσο για τη ζωή των λαών της Μεσογείου όσο και για την ανάπτυξή τους. Και μια “λεπτομέρεια” που έχει τη δική της αξία: Τα λιοκόκια μετά την ξήρανσή τους διαπιστώνεται ότι χρησιμοποιούνται για το “φούσκισμα” των ελαιοδένδρων”. Ετσι φτάνουμε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, όταν το ελαιόλαδο έχει αναδειχθεί ως ένα σημαντικότατο προϊόν το οποίο μάλιστα έχει περίοπτη θέση σε Παγκόσμιες Εκθέσεις Τροφίμων που οργανώνονται στο Λονδίνο και το Παρίσι. Εκδόσεις και στατιστικά συνοδεύουν αυτή τη δραστηριότητα και θα ήταν χρήσιμη μια πολύ περιληπτική αναφορά σε αυτά, μέσα από την οποία θα καταδειχθεί η θέση του ελαιολάδου στην οικονομία της εποχής.
Ελλάδα: “Η ελαιοφυτεία εξετάθη πολύ καθ’ όλον το κράτος. Εκτός δε της αναπλήρωσης των υπό των Οθωμανών δενδροτομηθέντων και πυρποληθέντων, οι κάτοικοι εξέτεινον τας φυτείας των και εις πολλά άλλα μέρη, όπου δεν υπήρχον πρότερον, εξημερώσαντες πλείστας όσας αγριελαίας, αίντες εν αφθονία φύονται εις τους δρυμώνας της και μεταχειρισθέντες μέσα και τρόπους επισπευστικούς διά την πολλαπλασίασίν των, εις ην δεικνύουσι εξιδιασμένη ικανότητα. Εκτός του επιτοπίως καταναλισκομένου ελαίου εξάγεται κατ’ έτος διά των λιμένων Καλαμών, Γυθείου, Σύρου και Πειραιώς εις το εξωτερικόν διά Τεργέστην, Ρωσίαν και Μασσαλίαν”.
Τουρκία: “Εν πολλαίς επαρχίαις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συγκομίζουσι μεγάλας ποσότητας ελαίου της ελαίας, ούτινος γίνεται σπουδαίον εμπόριον. Αι κυριώτεραι επαρχίαι, αίτινες χορηγούσιν έλαιον εις το εμπόριον, είναι η της Συρίας, της Προύσσης, της Ρουμελίας, της Αλβανίας, της Κρήτης, της Κύπρου, της Μυτιλήνης, της Σάμου και της Ρόδου. Δυστυχώς η γεύσις και η οσμή των ελαίων ούτων δεν επιτρέπουσι να γίνεται χρήσις αυτών εις τας μαγειρικάς ανάγκας. Η κατωτέρα ποιότης των προέρχεται κυρίως εκ του ότι αφήνουσι τας ελαίας να ενζυμώνται επισσωρευμέναι κατά την εποχήν της συλλογής τους. Οσον δε καταναλίσκεται ή δεν χρησιμοποιείται εν Τουρκία έλαιον, εξάγεται διά τα σαπωνοποιεία της Ευρώπης και ιδίως της Μασσαλίας”.
Ιταλία: “Η σπουδαιότης του ελαίου πρέπει να αποδοθή προ πάντων εις το μοναδικόν του προϊόντος και εις την ποιότηταν ελαίων ιταλικών, άτινα είναι ανώτερα, υφ’ όλας τας επόψεις, από τα έλαια άλλων Ευρωπαϊκών χωρών. Οι αγρονόμοι ορίζουσι την ζώνην της ελαίας από του 35 μέχρι του 45 βαθμού του γεωγραφικού πλάτους. Η εις πολλά μέρη της Ιταλίας γινομένη κατάχρησις του θερμού ύδατος ή της ενζυμώσεως της μάζης των ελαιών, προς ευχερεστέραν εκροήν του ελαίου, είναι μια των κυριωτέρων αιτίων της υποδεεστέρας ποιότητος του ελαίου, καθότι διά των τρόπων τούτων μεταδίδεται εις αυτό χρώμα πρασινωπόν και γεύσις ουχί ευάρεστος. Πρέπει δε να προσθέσωμεν, ότι εις πολλάς περιπτώσεις εξάγεται έλαιον, το οποίον δεν είναι εξαίρετον, ουχί διότι δεν καταβάλλεται η ανήκουσα πρόνοια προς επιτυχίαν καλού αποτελέσματος, αλλά διότι πράγματι επιδιώκεται, όπως το έλαιον έχει ορισμένην τινά γεύσιν”.
Αυστρία: “Η καλλιέργεια της ελαίας είναι διά τους κατοίκους της Δαλματίας σπουδαίος κλάδος εισοδήματος. Ευρίσκονται εκεί μεγάλαι πεδιάδες ελαιών, αίτινες δίδουσι αξιόλογον έλαιον του οποίου το μεγαλύτερο μέρος εξάγεται εις το εξωτερικόν. Απαντώνται ωσαύτως ελαιοφυτείαι εν Ιστρία, εν τω μεσημβρινώ Τυρόλω, εις τα πέριξ του Ρίβα και του Αρα”.
Γαλλία: “Η Γαλλία περιλαμβανομένης και της Αλγερίας, είναι μια των σημαντικωτέρων ελαιοφόρων επικρατειών, ερχομένη μετά την Ιταλίαν. Την παραγωγή της Γαλλίας καθιστά σπουδαιοτέραν (από την Ελληνικήν) η επισταμένη κατασκευή καλού ελαίου και ως κε τούτου η υπερτέρα αυτού αγοραία τιμή”.
Ισπανία: “Η καλλιέργεια της ελαίας εν Ισπανία είναι πηγή μεγάλου πλούτου. Ευρίσκεται το πολύτιμον τούτο δένδρον εις όλας τας επαρχίας της Ισπανίας και συνίστησι την ευπορίαν και τον καλλωπισμόν των λεκανοπεδίων του Εβρου, του Γουαλδακιβίρ, του Γουδιάνα. Το έλαιον δίδει χώραν εις μέγα εμπόριον εν Ανδαλουσία, Αραγώγη, Καταλονία και εν ταις επαρχίαις της Μουρκίας, της Ναβάρας και των Βαλεαρίδων Νήσων”.
Πορτογαλία: “Είναι εκ των σημαντικωτέρων ελαιοφόρων επίκρατειών”.
Αλγερία: “Η ελαία φύεται αυτομάτως εν Αλγερία. Από πολλών ήδη αιώνων αναπτύσσεται μόνη της άνευ καλλιεργείας και χορηγεί αφθόνους καρπούς. Οταν είναι καλώς παρασκευασμένον το έλαιον του τόπου τούτου, εις ουδένα άλλο υποχωρεί κατά την ποιότητα των μεσημβρινών χωρών της Γαλλίας. Τα έλαια της Αλγερίας έχουσι γεύσιν εκλεκτήν και προτερήματα ένεκα των οποίων είναι περιζήτητα”.
Ο αριθμός των εκθετών στην Παγκόσμια Εκθεση του Παρισιού το 1878 δίνει και μια εικόνα της “δυναμικότητας” των χωρών της Μεσογείου στην παραγωγή και εξαγωγή ελαιολάδου: Γαλλία 333, Ισπανία 325, Πορτογαλία 210, Ιταλία 63, Ελλάδα 27, Αυστρία 22, Αλγερία 6, Μονακό 3, Τυνησία και Αγιος Μαρίνος από 1. Πρέπει να σημειωθεί ότι στην ίδια έκθεση πήραν μέρος 7 εκθέτες από την Αυστραλία και 1 από την Ουρουγουάη, χώρες στις οποίες είχε ήδη φτάσει η καλλιέργεια της ελιάς.
Στη συνέχεια υπάρχει μια αντιστροφή στην σημασία και τη χρησιμότητα του ελαιολάδου. Μια πρώτη γεύση αυτής της αντιστροφής παίρνουμε από τα συμπεράσματα αυτής της έκθεσης, στην οποία έκαναν την εμφάνισή τους για πρώτη φορά ίσως, τα σπορέλαια: “Της κερδοσκοπίας βοηθούσης διάφοροι σπόροι επιτήδειοι να δώσωσιν έλαια φαγώσιμα εδοκιμάσθησαν, εξητάσθησαν και εκαλλιεργήθησαν και είναι σήμερον το αντικείμενον βιομηχανίας, ήτις καθ’ εκάστην προάγεται. Αλλά τα νέα ταύτα έλαια, των οποίων την πρωτίστην αξίαν αποτελεί το αθέμιτον, όπερ επιτρέπει την ανάμειξίν των μετά των εκ της ελαίας ελαίων, δεν εναπληρούσι το της ελαίας έλαιον ούτινος η αξία μένει πάντοτε μεγάλη, αλλά συντελούσι μόνον κατά το μάλλον ή ήττον εις το να αναπληρώσωσι την έλλειψη των χωρών της ελαίας”.
Και η έκθεση ανταγωνιστικά καλεί για βελτίωση της ποιότητας του ελαιολάδου: “Η απλή καλυτέρευσις των ελαίων των τόπων τούτων, των μάλλον ευνοηθέντων υπό της φύσεως, ήθελε τριπλασιάση ευκόλως και άνευ μεγάλων θυσιών την παραγωγή ελαίων αληθώς φαγωσίμων και καταστήση την τιμήν αυτών ταυτοχρόνως πλέον προσιτήν εις τους καταναλωτάς και πλέον αποζημιωτικήν διά τους ιδιοκτήτας των ελαιώνων. Είθαι αι επιτυχίαι των αντιζήλων βιομηχανικών να τους ανοίξωσι τους οφθαλμούς επί των αληθών αυτών συμφερόντων και τους εμπνεύσωσι την σωτήριον και την νόμιμον φιλοτιμίαν, όπως αυξήσωσι εν ταυτώ την τε ιδίαν περιουσίαν και την της χώρας αυτών”.
Η ανάπτυξη της βιομηχανίας των σπορελαίων αποτέλεσε και ανασταλτικό παράγοντα στην περαιτέρω αποφασιστική ανάπτυξη της ελαιοκαλλιέργειας. Το πετρέλαιο και η ανάπτυξη της παραγωγής συνθετικών ουσιών εκτόπισε το ελαιόλαδο από χρήσεις όπως η σαπωνοποιία, η βαμβακουργία, ο φωτισμός, ακόμη και από τη φαρμακευτική του χρήση. Για την Ελλάδα και ιδιαιτέρως την Πελοπόννησο, η μονοκαλλιέργεια της κορινθιακής σταφίδας έβαλε την καλλιέργεια της ελιάς στο περιθώριο για ολόκληρες δεκαετίες, ακόμη και όταν το εμβληματικό προϊόν της περιοχής είχε περιέλθει σε βαθύτατη κρίση. Η σύγχρονη επιστημονική έρευνα, οι ολοένα και αυξανόμενες ανάγκες καλύτερης ποιότητας ζωής, επαναφέρουν στο ελαιόλαδο και την κατανάλωσή του μια νέα δυναμική. Και θέτουν μια σειρά καινούργια ζητήματα, τόσο στο πεδίο της παραγωγής όσο και σε αυτό της εμπορίας, από την αντιμετώπιση των οποίων θα κριθεί και το μέλλον της καλλιέργειας. Ειδικά στην Ελλάδα, όπου από μόνη της η εξαιρετική ποιότητα πλέον των ελαιολάδων βρίσκεται αντιμέτωπη με το υψηλό κόστος παραγωγής και την απουσία ισχυρού εμπορικού δικτύου εξαγωγών.