Κυριακή, 11 Μαϊος 2025 20:21

Το αφήγημα της νήσου Πρώτης

Γράφτηκε από τον

Το αφήγημα της νήσου Πρώτης

Του Γιάννη Α. Μπίρη

Απέναντι από τη Μαραθούπολη, σε απόσταση λίγο μεγαλύτερη από ένα χιλιόμετρο, βρίσκεται το μικρό, ακατοίκητο και άνυδρο νησί της Πρώτης. Το όνομά της προέρχεται από το συνηθισμένο κατά την αρχαιότητα όνομα για νησί, Πλωτή (Πρωτή - Πρώτη).
Η Πρώτη έχει μήκος 3.700 μέτρα και έκταση περίπου 3 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Κάθε αναφορά στο στενόμακρο νησί απαιτεί να το παρομοιάζουμε με τεράστιο κροκόδειλο, που όπως τον βλέπουμε από τα ανατολικά, φαίνεται να ησυχάζει νωχελικά στα νερά του Ιονίου, με το κεφάλι στον Βορρά και την ουρά απλωμένη στον Νότο. Ετσι για την καλύτερη τοπογραφική συνεννόηση, για την Πρώτη χρησιμοποιούνται οι όροι “στο κεφάλι”, “στον λαιμό”, “στην κοιλιά” και “στην ουρά”.
Το νησί λειτουργεί ως φυσικός κυματοθραύστης για την απέναντι ακτή και τη Μαραθούπολη. Ετσι ο μικρός δίαυλος, το “στενό” της Πρώτης, είναι διαχρονικά ασφαλές αγκυροβόλιο για τα παραπλέοντα πλοία όταν στην περιοχή πνέουν σφοδροί δυτικοί άνεμοι.
Το νησί της Πρώτης αναφέρεται από το Θουκυδίδη στην Ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου. Συγκεκριμένα στην αποστολή ναυτικής βοήθειας το 425 π.Χ. στον νεαρό στρατηγό Δημοσθένη (παππού του γνωστού ρήτορα), που είχε αποκλεισθεί από τους Σπαρτιάτες του Βρασίδα και του Επιτάδα στην Πύλο του Κορυφασίου:
…« Ως δε είδον την τε ήπειρον οπλιτών περιπλέων την τε νήσον, εν τε τω λιμένι ούσας τας ναυς και ουκ επιπλέουσας απορήσαντες όπη καθορμίσωνται, τότε μεν ες Πρώτην την νήσον, η ου πολύ απέχει, έρημος ούσα, έπλευσαν και ηυλίσαντο, τη δ’ υστεραία παρασκευασάμενοι ως επί ναυμαχίαν ανήγοντο»…
Μετά τη νίκη στη Σφακτηρία, το 425 π.Χ., η Αθήνα κράτησε τα νοτιοδυτικά παράλια της Πελοποννήσου για 15 χρόνια. Η οχύρωση της Πρώτης, που βρίσκεται στη μέση    περίπου της “ουράς” πάνω από τον όρμο της Βουρλιάς, είναι πολύ πιθανό ότι έγινε σ’ αυτή τη δεκαπενταετία της κυριαρχίας των Αθηναίων του στρατηγού Δημοσθένη, στην Πύλο του Κορυφασίου και τα δυτικά μεσσηνιακά παράλια.
Πιο κάτω από το οχυρό και στα μισά του δρόμου που οδηγεί σ’ αυτό από τον όρμο της Βουρλιάς, υπάρχει η βάση ενός μικρού κυκλικού πύργου, με διάμετρο περίπου εννέα μέτρα που έχει χτιστεί με καλοδουλεμένους ογκόλιθους. Η κατασκευή της βάσης του πύργου είναι ημιτελής και φαίνεται ότι η ανέγερσή του δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Στα νοτιοανατολικά της κατασκευής υπάρχουν περίπου 50 κατεργασμένοι ογκόλιθοι που προορίζονταν όπως φαίνεται για την ανέγερση του πύργου. Η διακοπή των εργασιών της ανέγερσης του κυκλικού πύργου αλλά και της βέργας του τείχους στον όρμο της Βουρλιάς, έγινε με την κατάληψη της Πύλου από τους Σπαρτιάτες το 409 π.Χ. Έτσι είναι δικαιολογημένη η μη αναφορά των οχυρωματικών εργασιών από το Θουκυδίδη, αφού η Ιστορία του φθάνει μέχρι το 411 π.Χ.       
Στα «Γεωγραφικά» του Στράβωνα αναφέρεται ότι, στην εποχή του πάνω στο νησί υπήρχε φτωχικός οικισμός στη θέση των παλιών οχυρώσεων. Γενικά πάντως το άνυδρο νησί ήταν ακατοίκητο και κατά καιρούς μόνο μερικοί βοσκοί έγιναν εποχικά κάτοικοί του. Το λιγοστό πόσιμο νερό που υπήρχε στο νησί, το προμήθευε από τα όμβρια η δεξαμενή του αρχαίου οχυρού.
Βόρεια της Βουρλιάς υπήρχε ναός της Ευπλοίας Αρτέμιδος. Στη θέση του ανοικοδομήθηκε ο μικρός ναός της Παναγίας (Παναγούλας). Ανατολικά, στον “λαιμό”, υπάρχει ο όρμος Γραμμένο ή Γράμματα. Εδώ βρίσκουμε αρκετές επιγραφές “ευπλοίας” κυρίως της ρωμαϊκής αλλά και της βυζαντινής εποχής. Κινδυνεύοντα πλοία και ναυτικοί κατέφευγαν σ’ αυτόν το μικρό όρμο της Πρώτης για να σωθούν και ευχαριστώντας τους θεούς ή το Θεό, χάραζαν τα ονόματα των πλοίων και των καπετάνιων τους στους ψηλούς, κάθετους και σχετικά λείους βράχους του μικρού όρμου, ζητώντας “εύπλοια” για το υπόλοιπο ταξίδι τους.
Και πάλι στον “λαιμό”, στη δυτική ακτή του νησιού, αντιδιαμετρικά από το Γραμμένο, υπάρχει ένας μικρός όρμος με μήκος περίπου 60 μέτρα και πλάτος 6-7 μέτρα με περίεργο και κακόηχο όνομα: “του Σκατούλια τ’ αυλάκι”. Στα χρόνια της πειρατείας και κυρίως από το 15ο μέχρι και το 18ο αιώνα, το νησί ήταν ορμητήριο πολλών πειρατών που κρύβονταν εδώ και λυμαίνονταν τα φορτία των διερχόμενων πλοίων. Τα περάσματα που έστηναν τις ενέδρες τους ήταν το Στενό της Μεθώνης και της Πρώτης.
Απ’ όλους τους πειρατές, χριστιανούς και μουσουλμάνους, ξένους ή ντόπιους αυτός που έμεινε στην τοπική λαϊκή παράδοση ήταν ο θηριώδης πειρατής από το Αργοστόλι της Κεφαλονιάς, Σπύρος Σκατούλιας ή Στεκούλης ή Σκατούλης ή Κατούλιας. Στα δυτικά του “λαιμού” της Πρώτης, ο φοβερός πειρατής είχε βρει ένα δαιμόνιο τρόπο για να κρύβεται πριν και μετά την αρπαγή της λείας του. Ψηλά στο στενό άνοιγμα του μικρού όρμου είχε κατασκευάσει σύστημα με μεγάλα δοκάρια, τροχαλίες και κλαδιά δέντρων, που ανέβαζαν σε ύψος περίπου 10 μέτρων και έκρυβαν το μπρίκι του. Ετσι από αυτή την κρυψώνα, όταν κάποιος ανυποψίαστος καπετάνιος πόντιζε στο Γραμμένο ή στη Βουρλιά για να αποφύγει τον καιρό, ο Σκατούλιας με το τσούρμο του κατέβαζε το καμουφλαρισμένο πειρατικό και παραπλέοντας ανάλογα, το “κεφάλι” ή την “ουρά”, έπεφτε και κούρσευε το ανυποψίαστο πλοίο.
Και σήμερα η Πρώτη, χωρίς πειρατές, είναι ακόμα ένα πολύτιμο πετράδι στο στέμμα της Μεσσηνίας.