Δευτέρα, 12 Μαϊος 2025 19:21

Σχέδιο πόλης ηλικίας 120 ετών

Γράφτηκε από τον

Σχέδιο πόλης ηλικίας 120 ετών

Με τον Ηλία Μπιτσάνη

Σε λίγες ημέρες κλείνουν 120 χρόνια από την ημέρα εκείνη κατά την οποία η Καλαμάτα απέκτησε σχέδιο πόλης. Το περίφημο «σχέδιο του 1905» το οποίο ενοποίησε τα σχέδια της παλιάς πόλης (1867) και Παραλίας (1868). Ένα σχέδιο που ακόμη και μετά τους συμβιβασμούς και τις υποχωρήσεις παραβιάστηκε, οι κοινωνικές συνθήκες και οι σχεδιαστικές ανεπάρκειες οδήγησαν σε μια άλλη πόλη. Εκείνη των αυθαιρέτων που χρειάστηκαν δεκαετίες για να ενσωματωθούν σε ένα νέο, πολύ διαφορετικό και εκτεταμένο σχέδιο. Εκείνο που πρέπει να τονίσουμε εισαγωγικά είναι το γεγονός ότι το «σχέδιο του 1905» δεν έχει ακόμη υλοποιηθεί με ανοιχτό το ζήτημα για παράδειγμα των διανοίξεων δρόμων με ό, τι συνεπάγεται αυτό. Με την επισήμανση αυτή θα ήταν ίσως χρήσιμο να δούμε ορισμένα πράγματα από την ιστορία αυτού του σχεδίου. Τα στοιχεία που ακολουθούν αναφέρονται σε σειρά άρθρων του μηχανικού του Δήμου Γ. Κώτση τον Οκτώβριο του 1928 στην εφημερίδα «Θάρρος».

Η σύμβαση για το σχέδιο μεταξύ του Δημάρχου Πέτρου Καπετανάκη και του μηχανικού Πέτρου Μοσχίδου υπογράφηκε στις 28 Ιουνίου 1900 και χρειάστηκαν 5 χρόνια μέχρι να εκδοθεί το Βασιλικό Διάταγμα. Πέρα από τις δυσκολίες οι οποίες την εποχή εκείνη ήταν μεγάλες, θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν και οι πιέσεις που ασκούσαν ιδιοκτήτες μεμονωμένα, με επιτροπές αλλά και μέσω των πολιτικών. Κάπωςέτσι εξαφανίστηκαν οι πλατείες (διαφόρων μεγεθών) που οι πληροφορίες πριν την οριστικοποίηση του σχεδίου ανέφεραν ότι θα είναι κάπου 80. Αλλά οι ιδιοκτήτες είχαν και τις δικές τους αντιθέσεις υπολογίζοντας στην αξία της περιουσίας τους. Εκτός από εκείνους που ήθελαν την επέκταση μέχρι την Παραλία, υπήρχαν και άλλοι που επεδίωκαν την επέκταση από την Πολυχάρους (που σταματούσε το σχέδιο του 1867) μέχρι το Σιδηροδρομικό Σταθμό και άλλοι που έθεταν ως προτεραιότητα τη διάνοιξη του δρόμου από την πλατεία 23ης Μαρτίου μέχρι το γήπεδο του Μεσσηνιακού. Κάποια στιγμή τα σχέδια συντάχθηκαν και παραλήφθηκαν από επιτροπή αποτελούμενη από τον Επιθεωρητή Δημοσίων Εργων Αναστάσιο Σούλη και τον εργοδηγό Βασίλειο Ευαγγελινό. Η επιτροπή έκανε διάφορες παρατηρήσεις τεχνικού χαρακτήρα αλλά και μια σημαντική κοινωνικού. Κατά τον Γ. Κώτση «πρότεινε να αφεθή όπως το δημοτικό συμβούλιον αναλόγως των οικονομικών δυνάμεων του Δήμου ρυθμίσει, το ζήτημα των πλατειών». Μάλλον δεν χρειάζεται ιδιαίτερη σοφία να αντιληφθεί κάποιος ποιο ήταν το… πρώτο θύμα αυτής της πρόβλεψης. Το σχέδιο με τις παρατηρήσεις παραδόθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου του 1904, για μήνες… πήγαινε και ερχόταν μεταξύ των αρμοδίων, το υπουργείο Εσωτερικών πίεζε και τελικά εγκρίθηκε και εγκρίθηκε με Βασιλικό Διάταγμα στις 17 Ιουνίου 1905 και δημοσιεύτηκε τρεις ημέρες αργότερα στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης.

Και μπορεί το σχέδιο να εγκρίθηκε, αλλά οι τροποποιήσεις… παραμόνευαν: 16 τέτοιες καταγράφει ο Γ. Κώτσης μέχρι το 1928 και Κύριος Οίδε τι έγινε στη συνέχεια. Ενώ καταγράφει τις ανεπάρκειες της κρατικής μηχανής αλλά και τις κομπίνες-πρόγονο πραγμάτων που γνωρίσαμε. Ο μηχανικός παρατηρεί ότι «παρ΄όλας τας γενομένας τροποποιήσεις, εξακολουθεί να υφίσταται και θα υφίσταται γενική τούτου ασυμφωνία. Απειλείται η πλήρης καταστροφή και αχρηστία εφ’ όσον πρώτον μεν η τεχνική υπηρεσία (Γραφείον Νομομηχανικού) επί της εφαρμογής του σχεδίου δεν κατέβαλον την δέουσαν προσοχήν και δεν εξήσκησαν τον προσήκοντα έλεγχον επί των καθ’ εκάστην παρατηρούμενων παραβιάσεων, δεύτερον δε η αστυνομική αρχή δια των οργάνων της ουδέποτε ήλεγξαν αν οι οικοδομούντες έχουσιν εφοδιασθή δια κανονικής και νομίμου αδείας και συμμορφούνται επακριβώς προς την εν τη αδεία αναγραφόμενα, και τρίτον ένιοι των πολιτών ενδιαφερόμενοι ή οικοδομούντες (εργολήπται ή εργοδόται) πολλαπλώς προσπαθούσε να εξαπατήσωσι τας αρμοδίους υπηρεσίας είτε λαμβάνοντες απλώς αδείας επισκευών και οικοδομούντες επί ρυμοτομουμένων, είτε λαμβάνοντες αδείας δια μικράς οικοδομάς και ανεγείροντες μέγαρα, είτε και μηδόλως λαμβάνοντες άδειαν και οικοδομούντες κρυφά. Πάντα δε ταύτα προς καταστρατήγησιν του ν. 2354 περί επιβολής τέλους επί των ανεγειρομένων οικοδομών και απαλλαγής αυτών της καταβολής των νομίμων χρηματικών ποσών».

Ο Γ. Κώτσης στην παρέμβασή του προτείνει μια σειρά από πρωτοβουλίες οι οποίες θα μπορούσαν εκείνη την εποχή να δώσουν λύσεις και να διευκολύνουν την οργανωμένη επέκταση της πόλης. Μεταξύ των άλλων προτείνει χωροθέτηση για την κατασκευή δημοσίων κτιρίων, τον καθορισμό βιομηχανικής ζώνης, την εξασφάλιση εκτάσεων για πάρκα, την επέκταση του σχεδίου σε Ράχη και Αβραμιού και την ίδρυση… πολεοδομίας. Αναλυτικότερα τονίζει ότι χρειάζεται:

«1) Γενική αναθεώρησις του σχεδίου

α) Δια την διόρθωσιν των υπαρχουσών ασυμφωνιών εις πλείστα όσα σημεία της πόλεως

β) Δια την εν τω γενικώ και τοις τμηματικοίς σχεδίοις τοποθέτησιν των μέχρι σήμερον γενομένων τροποποιήσεων προς ευχερή έλεγχον, ακριβή εφαρμογήν και αποφυγήν τυχόν σφαλμάτων κατά την χορήγησιν αδειών οικοδομών

γ) Δια λόγους υγιεινής προς αερισμόν της πόλεως επιτευχθησόμενον δια της διαπλατύνσεως ενίων οδών, μόρφωσιν νέων πλατειών και όχι λωρίδων ευρείων οδών εις ορισμένα σημεία ως παρατηρείται σήμερον, σχηματισμόν πάρκων

δ) Δια λόγους κοινωνικής ανάγκης απαγορεύσεως της ιδρύσεως εργοστασίων εις διάφορα κεντρικά της πόλεως σημεία και καθορισμού βιομηχανικού τομέως, εν ώ θα συγκεντρωθώσι πάντα τα εν τω μέλλοντι ανεγερθησόμενα τοιαύτα ίνα μη παρατηρείται ως σήμερον κλινικαί και εργοστάσια να παράκεινται

ε) Δια τον καθορισμόν των θέσεων αναγέρσεως κτιρίων Δημοσίων (Δικαστικού Μεγάρου, Νομαρχίας, διαφόρων αρχών, σχολών κλπ.), Δημοτικών (Δημαρχίας, Νοσοκομείου, Θεάτρου, αγοράς) και Θρησκευτικών (Επισκοπής, εκκλησιών)

2) Επέκτασις του σχεδίου

Ισως τις είπη ότι έκτασις 4.000 περίπου στρεμμάτων είναι υπεραρκετή και δια πληθυσμόν 80.000 κατοίκων λαμβανομένου υπ’ όψει ότι δι’ έκαστον άτομον αρκεί χώρος εκ 50 τετραγωνικών μέτρων, η επέκτασις όμως επιβάλλεται υπό των πραγμάτων εφ’ όσον οι συνοικισμοί Ράχης και Αβραμιού αποτελούντες πλέον αναπόσπαστον της πόλεως τμήμα έχουσι πεντακοσίους και πλέον νέας οικοδομάς αίτινες δύνανται να χαρακτηρισθώσι ως αυθαίρετοι και συνεπώς κατεδαφιστέαι ως οικοδομηθείσαι εντός της ζώνης της πόλεως. Τοιαύτη όμως ενέργεια θέλει προκαλέσει γενικήν αναστάτωσιν λαμβανομένου υπόψη ότι κυρίως υπεύθυνοι δεν είναι οι οικοδομήσαντες , αλλ’ αι αρμόδιαι αρχαί. Δια της επεκτάσεως του σχεδίου μια επιπλέον δαπάνη δια τον Δήμον και μεγάλη δυσχέρεια θα είναι η συντήρησις των οδών, ο φωτισμός και η καθαριότης, ως και η αστυνομική επίβλεψις. Δεν είναι όμως δυνατόν δια τους άνω εκτεθέντας λόγους να αποφύγη κανείς ταύτην.

3) Γενικόν χωροσταθμικόν διάγραμμα

Απαραίτητον

α) Δια τον υψομετρικόν καθορισμόν των πεζοδρομίων άτινα σήμερον δια τας Καλάμας δύνανται να θεωρηθώσιν ως παρωδία τοιούτων (βλέπε οδόν Αναγνωσταρά).

β) Ινα δια του καθορισμού των υψομέτρων των αξόνων των οδών ευκόλως δύνανται να εκτελούνται και δια συνεργείων οι απαραίτητοι και κανονικοί χωματισμοί δια την μόρφωσιν των κλίσεων των οδών.

γ) Επί τη βάσει του χωροσταθμικού διαγράμματος καθίσταται ευχερής ο καθορισμός και η χάραξις του δικτύου των υπονόμων.

4) Μελέτη υπονόμων

Απαραίτητος για την κατ’ αρχήν εκτέλεσιν τουλάχιστον του κεντρικού αγωγού και συλλεκτηρίου τοιούτου. Αρχής δε γενοιμένης είναι δυνατόν εν τω μέλλοντι και τμηματικώς να εκτελεσθή το γενικόν δίκτυον

5) Σύστασις ειδικού Γραφείου

Η υπηρεσία Νομομηχανικού προσωπικού προσωπικόν επαρκές μη έχουσα, δεν δύναται να ασχολήται με την εφαρμογήν του σχεδίου πόλεως. Το αυτό δύναται να λεχθή και δια την αστυνομικήν αρχήν ως μη έχουσα επαρκή δύναμιν δια τον έλεγχον των ανεγειρομένων οικοδομών. Κατ’ ανάγκην απαιτείται η σύστασις ειδικού Γραφείου, ούτινος η μόνη ασχολία θα είναι ο έλεγχος και η πιστή εφαρμογή των διατάξεων του από 17 Ιουλίου 1923 ΝΔ περί σχεδίου πόλεως, ως η επίβλεψις επί των διαφυγόντων την καταβολήν του τέλους ν. 2354».

Ενώ τέλος προσδιορίζει μια σειρά από διατάγματα που πρέπει να ακολουθήσουν προκειμένου να «θωρακιστεί» το σχέδιο αλλά και να καθιερωθούν όροι δόμησης που δεν υπήρχαν: «Μετά την αναθεώρησιν του σχεδίου και την επέκτασιν αυτού θέλουσι επακολουθήσει τα κάτωθι διατάγματα:

1) Καθορισμός της ζώνης της πόλεως πέραν του εκταθησομένου σχεδίου τουλάχιστον κατά 1.000 μέτρα

2) Καθορισμός του εμπορικού τμήματος, όπερ ουδείς σήμερον γνωρίζει ακριβώς ποιόν είναι και επί ποίας εκτάσεως εξικνείται

3) Καθορισμός του βιομηχανικού τομέως

4) Καθορισμός των ελαχίστων εμβαδών και διαστάσεων των οικοδομήσιμων οικοπέδων

5) Καθορισμός του ύψους των οικοδομών

6) Επιβολή όρων αφορώντων την υγιεινήν της πόλεως, ασφάλειαν, οικονομίαν και αισθητικήν.

7) Η εφαρμογη των άνω ουδείς αρνείται ότι απαιτεί θυσίας υλικάς και κόπους. Βραδύτερον όμως θα απαιτήση πολύ περισσοτέρας λόγω των εξακολουθητικώς ανεγειρομένων οικοδομών επί βάσεων εσφαλμένων».

Η τελευταία φράση βεβαίως όχι μόνο σφράγιζε την αναγκαιότητα, αλλά και επιβεβαιώθηκε πλήρως στις δεκαετίες που χρειάστηκαν μέχρι μέσα από χίλιες δυσκολίες να «ενσωματωθούν» τα αυθαίρετα που πολλαπλασιάστηκαν και να γίνει η επέκταση σε νέες περιοχές έτσι ώστε να εξασφαλιστούν και οι αναγκαίες εκτάσεις για κοινωνική χρήση. Υπάρχουν πολλά ανοιχτά ζητήματα με το «σχέδιο του 1905» που θα πρέπει να δρομολογηθεί η αντιμετώπισή τους, και ακόμη περισσότερα με το νέο σχέδιο. Και είναι υποχρέωση του δήμου να βρει λύσεις και να επιταχύνει τις διαδικασίες ολοκλήρωσης του σχεδίου όπως διαμορφώθηκε τη δεκαετία του 1980-1990.