Στη Σουηδία, όπου ο κοινωνικός και νομικός τους πολιτισμός υπαγορεύει να είναι με τα θύματα και όχι με τους θύτες, ένα θύμα βιασμού μπορεί να καταγγείλει το έγκλημα όποτε κρίνει ότι είναι έτοιμο να μιλήσει για αυτό. Κι εφόσον έχει στο σωστό χρόνο συγκεντρώσει όλο το αποδεικτικό υλικό που θα χρησιμοποιηθεί από τον εισαγγελέα για να ασκηθεί ποινική δίωξη, κανένας δεν θα αναρωτηθεί “γιατί τώρα;” ή ότι “η υπόθεση βρομάει…”. Γιατί -και αυτό το γράφω απευθυνόμενη στους δικαστές του πληκτρολογίου- ο “σωστός χρόνος” είναι αυτός που απαιτείται για τη συγκέντρωση από τον ιατροδικαστή και τις αρμόδιες αρχές των ευρημάτων εκείνων που στοιχειοθετούν την κατηγορία. Το πότε το θύμα θα αποφασίσει να καταγγείλει τον βιασμό ή την σεξουαλική παρενόχληση, είναι προσωπικό θέμα και πέρα από κάθε κριτική.
Και για να επιστρέψω στον νομικό πολιτισμό της Σουηδίας, το θύμα μπορεί σε οποιοδήποτε αστυνομικό τμήμα, ακόμη και μακριά από την επικράτειά του, να καταγγείλει βιασμό που υπέστη ακόμη και σε ένα ξένο κράτος.
Η Σουηδία δεν είναι μια τυχαία επιλογή, βασίζεται σε ένα περιστατικό βιασμού που μου περιέγραψαν, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι συγκαταλέγεται στις μόλις 12 ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες έχουν νόμους που ορίζουν τον βιασμό ως σεξ χωρίς συναίνεση. Οι περισσότεροι βιασμοί δεν ταιριάζουν στα στερεότυπα, όπως εκείνο ενός… ξένου που πετάχτηκε μέσα από τους θάμνους. Οι γυναίκες και τα κορίτσια βιάζονται συχνά από έναν φίλο ή έναν σύντροφό τους ή έχουν μια αντίδραση σοκ και παγώνουν, και είναι πολύ συχνό να μην υπάρχει σωματική βία.
Η Ελλάδα έγινε μόλις τον Ιούνιο του 2019 η ένατη χώρα στην Ευρώπη που αναγνώρισε την απλή νομική αλήθεια ότι το σεξ χωρίς συναίνεση είναι βιασμός, μετά από αγώνα των γυναικείων συλλογικοτήτων. Όμως, ακόμη και μετά το κίνημα #MeToo, η κοινωνία δεν βοηθά τα θύματα να μιλάνε και να δικαιώνονται…