Μιλάει ο Α. Σκευοφύλαξ ο έφεδρος στρατιώτης, οδηγός του τεθωρακισμένου άρματος που εισέβαλε στο Πολυτεχνείο, σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις του, τριάντα χρόνια μετά τη 17 Νοέμβρη του 1973, στο συνάδελφο Κώστα Χατζίδη, που έφυγε πρόωρα από τη ζωή.
Τα λόγια του μετανιωμένου οδηγού, του καταραμένου τανκ, δεν φωτίζουν μόνο εκείνη την ιστορική στιγμή, αλλά και το τι επικρατούσε μέσα στο στράτευμα, στους επίλεκτους της χούντας και πως οι πρωτεργάτες της επταετίας και τα τσιράκια τους μεταμόρφωναν τα απλά φανταράκια σε τέρατα, βασανιστές, πειθήνια όργανά τους.
Ο ίδιος συνεχίζει να ξεδιπλώνει την ιστορία εκείνης της νύχτας: «Στη 1.15 το πρωί της 17ης Νοεμβρίου φτάσαμε στη διασταύρωση των λεωφόρων Αλεξάνδρας και Κηφισίας. Λίγο αργότερα διασχίζαμε την Αλεξάνδρας, όταν στο ύψος του IKA, στη στάση Σόνια, σταματήσαμε γιατί ο δρόμος ήταν κλειστός. Υπήρχαν οδοφράγματα, φωτιές και ακινητοποιημένα λεωφορεία. Με διάφορες μανούβρες αριστερά - δεξιά, μπρος πίσω, άνοιξα τον δρόμο και προχωρήσαμε» θυμάται ο κ. Σκευοφύλαξ. Ο δρόμος για τα τανκς ήταν ανοιχτός πλέον προς το Πολυτεχνείο. «Όταν φτάσαμε στη διασταύρωση της λεωφ. Αλεξάνδρας και της οδού Πατησίων, μας έδωσαν εντολή να σταματήσουμε. Εκεί, στην πλατεία Αιγύπτου, μείναμε περίπου μία ώρα. Ο κόσμος θυμάμαι ότι μας φώναζε "είμαστε αδέλφια, είμαστε αδέλφια". Εγώ ήθελα να τους φάω. Τους έβλεπα σαν παράσιτα».
Επιχείρηση "Εκκένωσις του Πολυτεχνείου"
Με νεότερη εντολή των στρατιωτικών τα πέντε τανκς προωθούνται προς το Μουσείο, για την επιχείρηση "Εκκένωσις του Πολυτεχνείου". H ώρα έχει πάει 2 το πρωί. «Φτάνοντας μπροστά στην πόρτα, έστριψα το άρμα προς το Πολυτεχνείο, με γυρισμένο το πυροβόλο προς τα πίσω. Θυμάμαι ότι σηκώθηκα από τη θέση μου και εγώ και το άλλο πλήρωμα. Δεκάδες φοιτητές κρέμονταν από τα κάγκελα, ενώ εκατοντάδες βρίσκονταν στον προαύλιο χώρο. Έδειχναν πανικόβλητοι». Ο κ. Σκευοφύλαξ φέρνει στη μνήμη του τα φοβισμένα πρόσωπα των συνομηλίκων του που ήταν μέσα στο Πολυτεχνείο. Χαμηλώνει το βλέμμα του. «Και εγώ, να σκεφτείς ότι τους έβλεπα σαν μαμούνια που ήθελα να τα φάω»!
«Τότε ήρθε ο οδηγός εδάφους του άρματος και μου λέει: "Θα μπούμε μέσα, θα ρίξουμε την πύλη. Ετοιμάσου!"» λέει ο κ. Σκευοφύλαξ. «Πήρα θέση και ξεκίνησα. Δεν έβλεπα πολλά πράγματα, δεν είχα καλό οπτικό πεδίο, γιατί κοιτούσα πλέον από τη θυρίδα του άρματος. Δέκα εκατοστά πριν από την πόρτα, σταμάτησα. Σταμάτησα σκόπιμα. Αυτό φαίνεται στο βίντεο της εποχής. Στο φρενάρισμα, οι φοιτητές τρομαγμένοι έφυγαν προς τα πίσω. Αν έμπαινα με ταχύτητα, θα σκότωνα δεκάδες άτομα που εκείνη τη στιγμή ήταν κρεμασμένα στα κάγκελα».
Λίγα λεπτά αργότερα ο A. Σκευοφύλαξ θα μαρσάρει δυνατά. Ο δυνατός προβολέας του τανκ σκοπεύει την πύλη. «H καγκελόπορτα έπεσε αμέσως. Πίσω από τη σιδερένια πύλη ήταν σταθμευμένο το Μερσεντές το οποίο είχαν βάλει εκεί οι φοιτητές για να φράξουν την είσοδο. Το έκανα αλοιφή. H αριστερή ερπύστρια το έλιωσε. Με το που έπεσε η πύλη του Πολυτεχνείου εισέβαλαν οι αστυνομικοί για να συλλάβουν τους φοιτητές. Λίγο αργότερα κατέβηκα και εγώ από το άρμα και μπήκα στον χώρο του Πολυτεχνείου. Δεν υπήρχε νεκρός. Θα μπορούσε όμως και να υπάρχουν νεκροί» λέει με ειλικρίνεια.
Μετά την εισβολή και το τανκ περίπτερο
Μέσα στο Πολυτεχνείο ο A. Σκευοφύλαξ είδε πολλούς τραυματίες και ίσως, όπως λέει, και νεκρούς. «Στο προαύλιο του Πολυτεχνείου ήταν πολύ χτυπημένοι, θυμάμαι ότι είδα πολλούς τραυματίες, ενώ τρεις-τέσσερις ήταν σωριασμένοι κάτω, ακίνητοι. Δεν ξέρω αν ήταν νεκροί. Δεν κοίταξα να δω. Κάποια στιγμή ένας φοιτητής όρμησε κατά πάνω μου και μου είπε: "Τι κατάλαβες τώρα που μπήκες;". Αφήνιασα. Έβγαλα το πιστόλι και προτάσσοντάς το γύρισα και του είπα ουρλιάζοντας: "Σκάσε, ρε κωλόπαιδο, μη σε καθαρίσω". Αυτός ο φοιτητής δεν ξέρει πόσο τυχερός στάθηκε εκείνη τη στιγμή... Αν έλεγε μια κουβέντα παραπάνω, θα τον σκότωνα! Τέτοιος ήμουν. Ένας φασίστας».
Παρά τον πόνο τους, οι φοιτητές θα δείξουν μεγαλείο ψυχής απέναντι στον στρατιώτη που ισοπέδωσε το όνειρό τους. Αδιάψευστη απόδειξη, η μαρτυρία του κ. Σκευοφύλακα: «Όπως περνούσαν οι φοιτητές θυμάμαι ότι έριχναν μέσα στο τανκ πακέτα τσιγάρα και ό,τι προμήθειες είχαν μαζί τους. Όταν γυρίσαμε στο Γουδί, το άρμα έμοιαζε με περίπτερο. Όσο σκέφτομαι ότι οι φοιτητές μας έδιναν σάντουιτς και τσιγάρα, μετά απ' όσα τους κάναμε... Δεν μπορώ να το συχωρέσω αυτό το πράγμα στον εαυτό μου. Σκέφτομαι τι πήγα και έκανα!..».
Οι ελεύθεροι σκοπευτές
Όπως σημειώνεται σε επίσημη έκθεση για τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, μετά την εισβολή του τανκ και των λοκατζήδων "πιάνουν δουλειά" οι άνδρες της ΚΥΠ, οι ελεύθεροι σκοπευτές, αστυνομικοί με τεράστια σίδερα στα χέρια και χτυπούν μέχρι θανάτου όποιον βρίσκουν. «Απομακρυνόμενοι όμως του Πολυτεχνείου αγωνιώδεις τούς αναμένουν εκπλήξεις. Από παντού τους καταδιώκουν και τους χτυπούν. Εις την γωνίαν των οδών Τοσίτσα και Μπουμπουλίνας άνδρες της ΚΥΠ εν πολιτική περιβολή τους χτυπούν ανηλεώς και πυροβολούν κατ' αυτών, ενώ εις την ταράτσαν ενός των αυτόθι κτιρίων έχουν εγκαταστήσει πολυβόλον. Εις τας ταράτσας των γύρω κτιρίων επισημαίνονται ελεύθεροι σκοπευταί υπό του ιδίου Διευθυντού της Αστυνομίας να επιτελούν το φονικόν έργον των»!
Τιμώμενο πρόσωπο
Όταν επέστρεψε στο Γουδί, στη βάση των Τεθωρακισμένων, ο κ. Σκευοφύλαξ έγινε δεκτός με ζητωκραυγές. Ήταν το τιμώμενο πρόσωπο. «Όταν γυρίσαμε στο στρατόπεδο, έγινα ήρωας. Οι στρατιωτικοί μου έδιναν συγχαρητήρια. Τότε αισθανόμουν ότι ήμουν κάποιος, ότι έκανα κάτι καλό, κάτι μεγάλο. Είχα γίνει ο ήρωας που διέλυσε τους εχθρούς της πατρίδας, τα "παλιοκουμμούνια", όπως λέγαμε τότε τους φοιτητές. Αυτά μου έλεγαν, αυτά πίστευα. Ένιωθα περήφανος. Ήμουν και εγώ φασίστας».
Τα επόμενα χρόνια ο κ. Σκευοφύλαξ θα χαθεί μέσα στο πλήθος της πόλης. Ποτέ δεν μίλαγε για το Πολυτεχνείο. Ήρθε σε δύσκολη θέση, όπως είπε, μόνο μία φορά. Θυμάται: «Στη δουλειά πριν από χρόνια κάποιος άκουσε πώς με λένε και ρώτησε αν έχω κάποια σχέση με τον "πορτάκια", όπως είπε, του Πολυτεχνείου. "Ξάδελφός μου είναι, μακρινός. Σκοτώθηκε σε τροχαίο" απάντησα. Είμαι ένα άνθρωπος που δεν υπήρξε ποτέ 20 χρόνων. Ο έφεδρος στρατιώτης A. Σκευοφύλαξ σκοτώθηκε σε τροχαίο! Οι φίλοι μου δεν ξέρουν ποιος είμαι ούτε κανείς στη γειτονιά. Μόνο η γυναίκα μου το ξέρει. Της το είπα ύστερα από χρόνια. Στα παιδιά μου δεν το είπα ακόμη».
Ήταν παλικάρια
Για τους ανθρώπους που αντιστάθηκαν στη χούντα, ο κ. Σκευοφύλαξ θα μιλήσει με κολακευτικά λόγια. «Είχαν μεγάλη ψυχή. Ήταν παλικάρια. Δεν ξέρω αν έχει νόημα, αλλά θα ήθελα να τους πω μια μεγάλη συγγνώμη». Ο οδηγός του τανκ που μπήκε στο Πολυτεχνείο δεν θα ξεχάσει τη νεαρή φοιτήτρια που τραυματίστηκε σοβαρά κατά την εισβολή του τανκ, την καθηγήτρια - σήμερα - του Πανεπιστημίου Αθηνών κυρία Πέπη Ρηγοπούλου. «Πιστεύω ότι αν τη δω σήμερα, δεν θα ξέρω τι να της πω. Πολλές φορές όλα αυτά τα χρόνια πέρασε από το μυαλό μου να τη συναντήσω, αλλά σταματούσα. Θα ήθελα να τη δω, να της πω... Δεν τολμάω όμως. Τα λόγια δεν σβήνουν τις πράξεις».
Σίγουρα υπάρχουν δεκάδες παιδιά της εποχής εκείνης που αισθάνονται την ίδια ντροπή, για τη στάση τους είτε υπηρετούσαν στις επίλεκτες ομάδες της χούντας (ΕΣΑ, ΛΟΚ, τεθωρακισμένα κλπ), είτε σε άλλες θέσεις στο στρατό ή στα σώματα ασφαλείας. Υπάρχουν βεβαίως κι εκείνοι που δεν μετάνιωσαν ποτέ και είναι υπερήφανοι για τα όσα έγιναν στην επταετία. Οι νοσταλγοί, αυτοί που στελέχωσαν ακροδεξιά, φασιστικά, νεοναζιστικά μορφώματα. Αυτοί που θυμούνται ότι χαίρονται και διαστρεβλώνουν την ιστορία, με δήθεν μαρτυρίες και θεωρίες βγαλμένες από το δικό τους αλμανάκ του μίσους. Όμως, ο λαός δεν ξεχνά. Ή μάλλον δεν πρέπει να ξεχνά...
* Τα αποσπάσματα της συνέντευξης του Α. Σκευοφύλαξ είναι από τη συνέντευξη που είχε δώσει στον Κώστα Χατζίδη και η οποία δημοσιεύτηκε στις 9/11/2003 στο ΒΗΜΑ.
Οι τέσσερις μέρες που συγκλόνισαν την Ελλάδα
Η δικτατορία των συνταγματαρχών έπιασε στον ύπνο το πολιτικό προσωπικό, αλλά και το λαϊκό κίνημα. Παρότι οι περισσότεροι πολιτικοί γνώριζαν ότι ακροδεξιοί στρατιωτικοί, που είχαν σχέσεις με ξένες μυστικές υπηρεσίες ή ήταν εκπαιδευμένοι από τη CIA και είχαν στενούς δεσμούς με το ΝΑΤΟ, έκαναν κινήσεις για την προετοιμασία πραξικοπήματος, εκείνο το μαύρο ξημέρωμα της 21ης Απριλίου βρέθηκαν με τις πιτζάμες απέναντι σε λοχαγούς που τους οδήγησαν σε κρατητήρια και στρατόπεδα. Ο δικτάτορας Παπαδόπουλος ήταν γνωστός για τις συνωμοτικές του δραστηριότητες, όπως και οι δικοί του άνθρωποι που δούλευαν για την εκτροπή του πολιτεύματος. Μάλιστα, ο τότε πρόεδρος της ΕΔΑ Ηλίας Ηλιού είχε καταγγείλει προφητικά για "χούντα στρατοκρατών" και μέσα στη Βουλή στις 23 Ιουλίου του 1965. Άλλωστε γι΄ αυτό είχε συσταθεί ο ΑΣΠΙΔΑ από προσηλωμένους στη Δημοκρατία αξιωματικούς, προκειμένου να εμποδίσουν ένα τυχόν πραξικόπημα. Ο ΑΣΠΙΔΑ δεν τα κατάφερε. Όπως είχε πει στο Πρακτορείο ο πρωταγωνιστής του ΑΣΠΙΔΑ Άρις Μπουλούκος δεν είχε εκτιμηθεί σωστά από τους πολιτικούς η συνωμοτική δράση των Παπαδόπουλου-Ιωαννίδη, οι οποίοι απέδειξαν πολύ καλή ικανότητα και συνάμα είχαν την κάλυψη από τους ανωτέρους τους. Πιθανότατα και από άλλες δυνάμεις. Δεν είναι λίγοι αυτοί, βεβαίως, που πιστεύουν ότι το πολιτικό προσωπικό δεν αντέδρασε στους πραξικοπηματίες, επειδή πίστευε ότι ήταν μία κίνηση από τις ΗΠΑ, που θα διαρκούσε λίγους μήνες, για να μπει φρένο στους "φίλους" των κομμουνιστών και στους σοσιαλιστές και πρωτίστως στον Ανδρέα Παπανδρέου.
Απ' την άλλη, ο λαός, ζαλισμένος από τους επικίνδυνους ελιγμούς μεγάλου μέρους των πολιτικών, αλλά και το άσχημο παιχνίδι του παλατιού, που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην επικράτηση των συνταγματαρχών, φάνηκε ανέτοιμος και κουρασμένος για νέους αγώνες. Όπως είναι γνωστό, ο λαός είχε βγει εκατοντάδες φορές στους δρόμους με αφορμή τα Ιουλιανά και τα παιχνίδια του ξένου παράγοντα, του παλατιού, ορισμένων πολιτικών, την αστυνομοκρατία, αλλά και την πεποίθησή του ότι οι επερχόμενες εκλογές θα έδιναν τη λύση, θα έβγαινε μία δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση και θα έβαζαν στην άκρη όλους αυτούς που κινιόντουσαν στο ημίφως και σε σαλόνια μακριά από τη λαϊκή βούληση.
Έτσι χρειάστηκαν γεμάτα εφτά χρόνια για να φτάσουμε στη μεγάλη εξέγερση του Πολυτεχνείου, καθώς οι ανώτατες σχολές ήταν ένας χώρος όπου υπήρξε δραστηριότητα, έστω και πρόχειρη ή χωρίς συντονισμό, από τα πρώτα χρόνια της δικτατορίας. Κατά τη διάρκεια του 1972 σημειώθηκαν πολλές φοιτητικές κινητοποιήσεις, αποχές, διαμαρτυρίες, ενώ αφετηρία για τον ξεσηκωμό του Πολυτεχνείου αποτελεί η κατάληψη της Νομικής τον Φεβρουάριο του 1973 και η διαδήλωση του Φεβρουαρίου του ίδιου χρόνου. Η αντίστροφη μέτρηση για την εξέγερση ξεκίνησε στις 14 Φεβρουαρίου του 1973, όταν οι φοιτητές της Αθήνας ξεσηκώθηκαν ζητώντας την κατάργηση του Ν. 1347, ο οποίος προέβλεπε την υποχρεωτική στράτευση όσων ανέπτυσσαν συνδικαλιστική δράση κατά τη διάρκεια των σπουδών τους.
Ημέρες Εξέγερσης
Ημέρα πρώτη- Τετάρτη 14/11/73
Το πρωί της Τετάρτης 14 Νοεμβρίου πραγματοποιήθηκαν Γενικές Συνελεύσεις φοιτητικών συλλόγων, για να συζητηθεί το θέμα των φοιτητικών εκλογών, ενώ το μεσημέρι στη Νομική Σχολή, όπου είχαν συγκεντρωθεί φοιτητές, έγινε γνωστό ότι στο Πολυτεχνείο υπήρχε ένταση μεταξύ φοιτητών και αστυνομικών και πως υπάρχουν τραυματίες, από χτυπήματα των οργάνων της τάξης.
Άμεσα ξεκίνησε διαδήλωση με προορισμό το Πολυτεχνείο από περίπου 1.500 φοιτητές μέσω της Σόλωνος όπου τους περίμεναν αστυνομικές δυνάμεις. Έγιναν συγκρούσεις και τελικά οι διαδηλωτές ενώθηκαν με τους φοιτητές του Πολυτεχνείου.
Το απόγευμα, έφτασε στο Πολυτεχνείο εισαγγελέας, ο οποίος ενημέρωσε τους φοιτητές ότι μπορούν να διαδηλώσουν και μετά να διαλυθούν ήσυχα, ενώ ταυτόχρονα αποχωρούσαν οι αστυνομικοί που είχαν κυκλώσει το κτίριο. Η κατάληψη συνεχίστηκε και οι φοιτητές ενώθηκαν με συγκεντρωμένους πολίτες που κατέφθαναν από πολλά σημεία της πρωτεύουσας. Έξω από το Πολυτεχνείο, στην Πατησίων, εκατοντάδες πολίτες και φοιτητές φώναζαν συνθήματα όπως «Κάτω η χούντα», «Θάνατος στην τυραννία», «Επανάσταση Λαέ» κ.α.
Νωρίς το βράδυ οι συγκεντρωμένοι είχαν τουλάχιστον τριπλασιαστεί, καθώς άρχισαν να συρρέουν αρκετοί εργάτες, υπάλληλοι, ελεύθεροι επαγγελματίες, ενώ τότε έκαναν την εμφάνισή τους και οι πρώτες χειρόγραφες προκηρύξεις, που μοιράζονταν σε περαστικούς και αυτοκίνητα που διέσχιζαν την Πατησίων. Μετά τις 9 το βράδυ σταμάτησε η κυκλοφορία και διαδηλωτές ανέμιζαν σημαίες και έκαιγαν ομοιώματα του Παπαδόπουλου και σύμβολα της χούντας. Τα μεσάνυχτα, έκλεισαν οι πόρτες του Πολυτεχνείου, δημιουργήθηκαν επιτροπές περιφρούρησης, για το φόβο διείσδυσης προβοκατόρων στο χώρο, συγκροτήθηκε η Συντονιστική Επιτροπή και άρχισε η προετοιμασία του ραδιοφωνικού σταθμού, που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εξέγερση. Ο ραδιοφωνικός σταθμός άρχισε να λειτουργεί αρχικά στο κτήριο του Χημικού και αργότερα στο κτίριο των Μηχανολόγων, ενώ στο Πολυτεχνείο εγκαταστάθηκαν πολύγραφοι, που δούλευαν συνεχώς, για να πληροφορούν τους φοιτητές και να υπάρχει ένας δίαυλος επικοινωνίας με τον υπόλοιπο κόσμο.
Δεύτερη Μέρα- Πέμπτη 15/11/73
Τις πρώτες πρωινές ώρες πραγματοποιήθηκε νέα συνέλευση, στην οποία μετείχαν και πολλοί εργάτες και εργαζόμενοι, προκειμένου να βγει μια διακήρυξη που θα μοιραζόταν το πρωί σε εργοστάσια και χώρους που συγκεντρώνονταν εργάτες, ενώ εξελέγη και μία προσωρινή επιτροπή.
Με το ξημέρωμα ακούστηκαν τα πρώτα συνθήματα και λίγο μετά τις 9 το πρωί άνοιξαν οι πύλες του Πολυτεχνείου.
Άρχισαν να συγκεντρώνονται τρόφιμα, χρήματα, τσιγάρα και διάφορα άλλα είδη χρήσιμα για την κατάληψη. Ενθουσιασμός επικρατούσε μέσα και έξω από το Πολυτεχνείο. Πρόσωπα χαμογελαστά που έκαναν το σήμα της νίκης. Το απόγευμα, έσπασε ο κλοιός των αστυνομικών και στο Πολυτεχνείο μπήκαν πολλοί μαθητές -κυρίως τεχνικών σχολών- αλλά και νέοι εργαζόμενοι. Το τυραννικό καθεστώς έστειλε δικούς του ανθρώπους, μυστικούς αστυνομικούς, ρουφιάνους, προβοκάτορες, παρακρατικούς να ανακατευθούν με το πλήθος που συνέρρεε στο Πολυτεχνείο.
Ημέρα τρίτη- Παρασκευή 16/11/73
Το πλήθος που συνέρρευσε, τα μηνύματα συμπαράστασης από παντού, η υποστήριξη του κόσμου, ο ερχομός των αγροτών κυρίως από τα Μέγαρα, όπου είχε ξεκινήσει αγώνας ενάντια στις απαλλοτριώσεις της γης από τη χούντα, η δυναμική που είχαν δώσει οι συγκεντρωμένοι εργάτες με τις συνελεύσεις τους, μετέτρεψαν το ξεσήκωμα των φοιτητών σε γενική εξέγερση. Πολλά γυμνάσια δεν λειτούργησαν, καθώς οι θερμόαιμοι μαθητές τους βρέθηκαν δίπλα στους φοιτητές.
Ακολούθησε μαζική είσοδος κόσμου στο Πολυτεχνείο και τα μεσάνυχτα υπήρχαν τουλάχιστον 5.000 άτομα μέσα στο κτίριο, ενώ έξω απ΄ αυτό διαδήλωναν εκατοντάδες πολίτες.
Τις πρώτες πρωινές ώρες μπήκαν στο Πολυτεχνείο 25 δημοσιογράφοι ελληνικών εφημερίδων και ανταποκριτές ξένων πρακτορείων, για να συναντηθούν με τη Συντονιστική Επιτροπή. Δεν τους επετράπη να βγάλουν φωτογραφίες στη διάρκεια της συνέντευξης, για ευνόητους λόγους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι φοιτητές και ο υπόλοιπος λαός που συμμετείχε στην εξέγερση δεν έκρυβαν το πρόσωπό τους παρότι γνώριζαν τους κινδύνους να αναγνωριστούν από την αστυνομία και τις μυστικές υπηρεσίες. Όπως έλεγαν ρεπόρτερ της εποχής, έβλεπαν στα πρόσωπα των νέων ό,τι ωραιότερο είχε να δείξει η Ελλάδα. Νέοι, φοιτητές, μαθητές, εργάτες, υπάλληλοι, άνεργοι, αγρότες, όλοι, παιδιά αστικών οικογενειών ή από τις φτωχότερες γειτονιές της Αθήνας, ενωμένοι έτοιμοι να θυσιάσουν τα νιάτα τους για Ελευθερία, Εθνική Ανεξαρτησία.
Το πρωί πλέον είχε συγκεντρωθεί ένα τεράστιο πλήθος κόσμου έξω από το Πολυτεχνείο, ενώ οι μαθητές έκαναν και την πρώτη τους συνέλευση, στην οποία αποφασίστηκε γενική απεργία σε όλα τα γυμνάσια για την επόμενη ημέρα. Το απόγευμα ξεκίνησαν και οι πρώτες συγκρούσεις με την αστυνομία, ενώ τα δακρυγόνα έπεφταν σαν βροχή. Πολλοί διαδηλωτές τραυματίστηκαν και μεταφέρθηκαν εντός του Πολυτεχνείου. Μέσω του ραδιοσταθμού άρχισαν οι εκκλήσεις για φάρμακα, ιατρικά υλικά, γιατρούς, ασθενοφόρα, ότι μπορούσε να βοηθήσει τους τραυματίες, αλλά και αυτούς που υπέφεραν από τα δακρυγόνα.
Το βράδυ στήθηκαν τα πρώτα οδοφράγματα κοντά στο Πολυτεχνείο, με αυτοκίνητα, τρόλεϊ, λεωφορεία, ενώ διαδηλωτές πολιόρκησαν τη Νομαρχία Αττικής και υπουργεία που βρίσκονταν κοντά στο Πολυτεχνείο. Στις 9.30 το βράδυ, με απόφαση της Αστυνομίας απαγορεύτηκε η κυκλοφορία στο κέντρο της Αθήνας. Λίγο μετά εμφανίστηκαν τα πρώτα τεθωρακισμένα της Αστυνομίας, ρίχνοντας δακρυγόνα στους διαδηλωτές, αλλά και εντός του Πολυτεχνείου. Οι διαδηλωτές απάντησαν ανάβοντας φωτιές (για τα δακρυγόνα) και με κάποιες βόμβες μολότοφ.
Ασθενοφόρα του Ερυθρού Σταυρού έμπαιναν στο Πολυτεχνείο για να παραλάβουν σοβαρά τραυματίες, ενώ ο ραδιοσταθμός καλούσε το λαό σε συμπαράσταση. Αργά τη νύχτα άρχισαν να πέφτουν και οι πρώτοι πυροβολισμοί.
Ημέρα τέταρτη- Σάββατο 17/11/73
Τις πρώτες πρωϊνές ώρες της 17 Νοέμβρη, από το Γουδί ξεκίνησαν οι πρώτες φάλαγγες αρμάτων μάχης με κατεύθυνση την Πατησίων, όπου εκεί και στους γύρω δρόμους γίνονταν μάχες. Τανκς έκαναν την εμφάνισή τους λίγο μετά τη 1 στην οδό Πατησίων, ενώ στρατιωτικοί, στρατιώτες, αστυνομικοί και παρακρατικοί άρχισαν να περικυκλώνουν το Πολυτεχνείο. Οι διαδηλωτές άρχισαν να υποχωρούν. Ελεύθεροι σκοπευτές πήραν θέση γύρω από το Πολυτεχνείο. Από το ραδιοφωνικό σταθμό απευθυνόταν έκκληση προς τους στρατιώτες. Η Αθήνα αντηχούσε "Είμαστε άοπλοι- είμαστε άοπλοι" και άλλα συνθήματα.
Τρία άρματα προχώρησαν από την Αβέρωφ και σταμάτησαν μπροστά από την πόρτα του Πολυτεχνείου στην Πατησίων. Όλος ο δρόμος απέναντι από την κεντρική πύλη γέμισε αστυνομικούς. Λίγο πριν τις 3, άρχισαν κάποιες διαπραγματεύσεις με τους συγκεντρωμένους μέσα στο Πολυτεχνείο, ενώ κατέφθαναν και άλλα τανκς. Λίγα λεπτά πριν τις 3 ένα τανκς, που βρισκόταν απέναντι από την κεντρική Πύλη στην Πατησίων, οπισθοχώρησε μερικά μέτρα και μετά γκάζωσε πέφτοντας πάνω στην πύλη, την οποία γκρέμισε και μαζί καταπλάκωσε πολλά κορμιά νέων ανθρώπων.
Αυτή η συγκλονιστική στιγμή της σύγχρονης ιστορίας του τόπου ευτυχώς καταγράφηκε από τον φωτορεπόρτερ Τέλη Σαρρηκώστα. Ο ίδιος είπε στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων για εκείνες τις στιγμές:
«Η εισβολή του τανκς στο Πολυτεχνείο ήταν τόσο ξαφνική που με έπιασε κι εμένα εξ απήνης. Δεν περίμενα να εισβάλει. Αντιθέτως, όταν γύρισε την κάννη του κανονιού προς τα πίσω και κάνοντας όπισθεν πηγαίνοντας στο απέναντι πεζοδρόμιο, νόμιζα ότι πήρε εντολή να αποχωρήσει από το σημείο. Αυτός, όμως, είχε πάρει εντολή να χτυπήσει με όση δύναμη διέθετε το άρμα, πέφτοντας πάνω στην κύρια είσοδο και στα παιδιά που ήταν κρεμασμένα πάνω στα κάγκελα της κεντρικής πύλης. Πρόλαβα και τράβηξα τρία καρέ...»
Μετά την εισβολή του τανκς αστυνομικοί, λοκατζήδες, Εσατζήδες και παρακρατικοί με γκλοπ και ακόμη μεγαλύτερα στυλιάρια στα χέρια μπήκαν στο Πολυτεχνείο χτυπώντας ανελέητα όποιον έβρισκαν μπροστά τους. Μετά από ολιγόλεπτες συγκρούσεις, οι εξεγερμένοι συνελήφθησαν και βγήκαν με τα χέρια ψηλά με τη συνοδεία λοκατζήδων. Ωστόσο, οι συγκρούσεις συνεχίζονταν στους γύρω δρόμους του Πολυτεχνείου. Σύμφωνα με επίσημη ανακοίνωση της αστυνομίας στις 17 Νοεμβρίου συνελήφθησαν 840 άτομα. Μετά τη μεταπολίτευση, όμως, αξιωματικοί της αστυνομίας ανακρινόμενοι ομολόγησαν ότι οι συλληφθέντες ξεπέρασαν τα 2.400 άτομα. Όσον αφορά τους νεκρούς στοιχεία μιλούσαν για 43 άτομα. Στην ανάκριση που διενεργήθηκε το 1975 εναντίον των πρωταίτιων της καταστολής εντοπίστηκαν 21 περιπτώσεις θανάσιμου τραυματισμού, ενώ κατά το Εθνικό Ίδρυμα Έρευνας οι νεκροί ήταν 24, αν και υπάρχουν περιπτώσεις δολοφονίας που δεν συνδέθηκαν με το Πολυτεχνείο.
Η Αθήνα το πρωινό της 17ης Νοέμβρη και ειδικά, περιοχές κοντά στο Πολυτεχνείο, έδειχνε τα σημάδια μιας αιματοβαμμένης μάχης. Οι φωνές και τα ουρλιαχτά των λαβωμένων φοιτητών ακόμη αντηχούσαν στους έρημους από νιάτα δρόμους. Τώρα στο Πολυτεχνείο, στους γύρω δρόμους, υπήρχαν μόνο ένστολοι και αξιωματούχοι της χούντας που προσπαθούσαν με τις μάνικες να ξεπλύνουν τα αίματα, τα συνθήματα στους τοίχους, την ιστορία.-
ΑΠΕ-ΜΠΕ