Αυτό ανέφεραν παράγοντες του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, σύμφωνα με τους οποίους οι στόχοι καθαρών πρωτογενών δαπανών προβλέπουν μέγιστη επιτρεπόμενη ετήσια αύξηση καθαρών πρωτογενών δαπανών στην περιοχή του 3% (κατά μέσο όρο) ετησίως για την περίοδο 2025- 2028 (υπενθυμίζεται ότι ο αντίστοιχος στόχος για το 2024 ήταν 2,6%). Οι στόχοι επίτευξης καθαρών πρωτογενών δαπανών θα οριστικοποιηθούν μετά από τεχνικό διάλογο με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και θα ενσωματωθούν στο Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό- Διαρθρωτικό Πρόγραμμα που θα κατατεθεί το φθινόπωρο από την Ελλάδα στην Επιτροπή.
Συνολικά, επισημαίνουν οι ίδιοι παράγοντες, οι παραπάνω στόχοι είναι συμβατοί με τον σχεδιασμό της δημοσιονομικής πολιτικής για τα επόμενα έτη και αντανακλούν την σημαντική πρόοδο που έχει επιτύχει η Ελλάδα στο σύνολο των μεταβλητών εκείνων που καθορίζουν την βιωσιμότητα του ελληνικού δημοσίου χρέους: Είναι χαρακτηριστικό πως το διάστημα που ακολούθησε το ξέσπασμα της πανδημίας (δηλαδή την τριετία 2021- 2023) ο λόγος χρέους ως προς ΑΕΠ στην Ελλάδα παρουσίασε μείωση που αποτελεί ρεκόρ στην ιστορία της ευρωζώνης. Ταυτόχρονα, η Ελλάδα έχει επιστρέψει σε υγιές πρωτογενές πλεόνασμα, έχει ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα- μειώνοντας έτσι σημαντικά το κόστος δημοσίου δανεισμού- και παρουσιάζει ρυθμό ανάπτυξης σημαντικά υψηλότερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Οι θετικές αυτές επιδόσεις, προσθέτουν, είναι το αποτέλεσμα μιας κατά γενική ομολογία επιτυχημένης οικονομικής πολιτικής, η οποία επιτρέπει την συνέχεια στην άσκηση πολιτικών φιλικών προς την ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή.
Σύμφωνα με τους αξιωματούχους του ΥΠΕΘΟ, στο πλαίσιο αυτό κινείται και η απόφαση της κυβέρνησης για επιπλέον μέτρα ενίσχυσης των εισοδημάτων των πολιτών και περαιτέρω μείωσης βαρών για το 2025, ύψους 880 εκατ. ευρώ, όπως αυτά προβλέφθηκαν στο Πρόγραμμα Σταθερότητας του Απριλίου, και συγκεκριμένα:
-Τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 0,5%, κόστους 225 εκατ. ευρώ.
-Τη μείωση, ουσιαστικά κατάργηση, του τέλους επιτηδεύματος για τους επαγγελματίες, κόστους 120 εκατ. ευρώ.
-Τη μόνιμη επιστροφή του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στους αγρότες, κόστους 100 εκατ. ευρώ.
-Την αύξηση του φοιτητικού στεγαστικού επιδόματος (15 εκατ. ευρώ).
-Την αύξηση των συντάξεων, η οποία, με βάση τον γνωστό μαθηματικό τύπο, εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί περίπου στα 400 εκατ. ευρώ.
-Την αναστολή του ΦΠΑ στις οικοδομές, κόστους 20 εκατ. ευρώ.