Η παράδοση θέλει, το μοναστήρι της «Παναγίας της Κορυφής» ή αλλιώς «Καθολικόν» όπως ονομάζεται σήμερα, να ιδρύεται τον 8ο αιώνα μ.Χ, γύρω στα 725, επί βασιλείας του εικονομάχου Λέοντος Γ’ Ισσαύρου, από εικονολάτρες μοναχούς που βρήκαν σε εκείνο τον τόπο τη σεπτή εικόνα της Παναγίας πάνω σε ένα πουρνάρι με τη συνοδεία ενός αναμμένου καντηλιού.
Ο Ναός της παλαιάς μονής είναι τρίκλιτη θολωτή βασιλική, σήμερα δίκλιτη, μέ πολλές μεταγενέστερες παρεμβάσεις και έχει κτισθεί επάνω στο χώρο του ειδωλολατρικού ναού του «Ιθωμάτα» Δία αφού χρησιμοποίησαν ογκόλιθους απ΄αυτόν. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι τοιχογραφίες του Ναού που έχουν ζωγραφηθεί από τους Ναυπλιώτες αδελφούς Δημήτριο και Γεώργιο Μόσχου, το έτος 1608 και αποτελούν δείγμα της μεταβυζαντινής τέχνης.
Το μοναστήρι της Κορυφής εγκατέλειψαν οι Πατέρες το έτος 1625 λόγω του αβάσταχτου ψύχους των χειμερινών μηνών και των αντίξοων καιρικών συνθηκών για την τότε εποχή κι έτσι αναζήτησαν τόπο νοτιότερα και τον βρήκαν στο σημερινό χώρο του νέου μοναστηριού του Βουλκάνου.
Παρόλ΄ αυτά, η θρησκευτική παράδοση κρατεί ζωντανή την Παλαία Μονή Βουλκάνου, αφού κάθε Δεκαπενταύγουστο, η θαυματουργή εικόνα της Παναγιάς της Οδηγήτριας, που αποδίδεται στον Απόστολο Λουκά, μεταφέρεται από το νέο μοναστήρι -όπου φυλάσσεται- στο παλαιό, στο φυσικό της θρόνο, στο μοναστήρι της Κορυφής δίνοντας το έναυσμα για την αρχή των εορτασμών. Ιδιαίτερα, το βράδυ της παραμονής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, τελείται ολονυχτία στο Παλαιό Μοναστήρι, ενώ κατά εκατοντάδες προσέρχονται οι πιστοί για να τιμήσουν την Παναγία τη Βουλκανιώτισσα, ακολουθώντας εκείνο το μονοπάτι που ακολουθούσαν και οι πρώτοι ιδρυτές της Μονής, υπό το φως του αυγουστιάτικου φεγγαριού, κάνοντας έτσι αυτό το πολύ ιδιαίτερο προσκύνημα, μια μοναδική εμπειρία που κάθε άνθρωπος αξίζει να βιώσει τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του!
Επιμέλεια: Πέτρος Κώτσιαρης – Δήμος Γεωργακόπουλος
Πηγή: arxon.gr