Πέμπτη, 21 Απριλίου 2016 12:01

Η περιφορά Επιταφίων στην υπηρεσία της εκκοσμίκευσης

Η περιφορά Επιταφίων στην υπηρεσία της εκκοσμίκευσης

Του Ιωάννου Π. Μπουγά

Θεολόγου

Κατά την Εβδομάδα των Παθών του Χριστού διάφορα καινοφανή γεγονότα τείνουν να αντικαταστήσουν την ορθόδοξη ευσέβεια, επειδή η εκκλησιαστική πραγματικότητα και ιδιαιτέρως οι αγιαστικές πράξεις της Εκκλησίας γίνονται «εργαλείο» στην υπηρεσία τοπικών αρχόντων, οι οποίοι έχουν την άποψη ότι η Εκκλησία είναι μουσείο νεκρών αποθεμάτων και αποτελεί τσιφλίκι τους, το οποίο μπορούν να ελέγχουν για το δικό τους συμφέρον. Η αλλοτρίωση αυτή του εκκλησιαστικού γεγονότος στον ελλαδικό χώρο πραγματοποιείται πολλές φορές μάλιστα και με τις ευλογίες κληρικών.

Από πολλούς, κατ’ όνομα πιστούς, αλλά και από αυτοδιοικητικούς παράγοντες και παραγοντίσκους, η Ορθόδοξος Τοπική Ευχαριστιακή Σύναξη θεωρείται ως ένας σύλλογος μεταξύ των πολλών, τον οποίο μπορούν να χρησιμοποιήσουν προς ίδιον όφελος, για να αποκτήσουν οι διάφοροι επαγγελματίες πελατεία, να συγκεντρώσουν ψήφους για την ανάδειξή τους ως τοπικών δημοτικών συμβούλων ή βουλευτών ή ως μελών σε συνδικαλιστικούς ή κομματικούς φορείς, να προσπορίσουν δόξα και προβολή.

Αυτό συμβαίνει και στη Μεσσηνία όπου πολλοί άρχοντες και αρχόμενοι θεωρούν ότι η θέση της εκκλησιαστικής κοινότητος είναι θέση κατώτερη από αυτούς και ότι η Εκκλησία είναι ένας από τους πολλούς συλλόγους που υπερασπίζονται το θρησκευτικό συναίσθημα. Δυστυχώς η συμπεριφορά αυτή γίνεται ασυνειδήτως αποδεκτή τις περισσότερες φορές από το χριστεπώνυμο πλήρωμα, το οποίο εκφράζεται με αρκετή θρησκοληψία, συμφέρον οικονομικό και διακατέχεται από ιδεοληψίες, εκφράσεις οι οποίες γενικότερα εντάσσονται στο αλλοτριωμένο εκκλησιαστικό ήθος γιατί θεωρούν ότι η θρησκεία προηγείται της Εκκλησίας, ως γεγονότος πίστης και ζωής και ότι η θρησκεία μπορεί να αποτελεί παράγοντα ελέγχου του λαού.

Μέλη τοπικών πολιτιστικών και δημοτικών συλλόγων και φορέων σε συνεργασία πολλές φορές με ιερείς αντιλαμβάνονται τις λατρευτικές συνάξεις της ενοριακής κοινότητος ως ευκαιρία προβολής τους με το να υποτάσσουν τον ιερέα και την κοινότητα σε φολκλορικές εκδηλώσεις διαστρέφοντας τις ιερές ακολουθίες. Ημιμαθείς παραγοντίσκοι της τοπικής κοινωνίας θεωρούν ότι την Μ. Παρασκευή ο «τάφος» του Χριστού δύναται να ανυψωθεί στο κεντρικό λιμάνι της πόλεως, να ρίπτονται βεγγαλικά ή μικρά αερόστατα, να παιανίζει η φιλαρμονική, να τοποθετηθεί ο «θανάτω θάνατον πατήσας» εντός λέμβου και να αποπλεύσει προς τον Μεσσηνιακό Κόλπο προς τέρψιν οφθαλμών των θεωρούντων.

Ποιος διασφαλίζει στις ενοριακές συνάξεις τις περιφέρουσες το ιερόν κουβούκλιον, όπου επιβάλλουν τα μικροσυμφέροντα των εξουσιαστών, ότι κάποια δημοτική αρχή στο μέλλον δεν θα εντάξει την περιφορά του Επιταφίου σε ένα σύνολο εκδηλώσεων με συναυλίες, θεατρικές παραστάσεις και άλλα του κόσμου δρώμενα; Συνιστά αλλοτριωτικό γεγονός του εκκλησιαστικού σώματος η υποταγή σε διαθέσεις αρχόντων, γιατί αρκεί να γνωρίσει εκ του σύνεγγυς τους πολιτευομένους «αυλοκόλακες» των εκκλησιαστικών χώρων και θα καταλάβει αμέσως ότι κριτήριο όλων αυτών είναι το συμφέρον. Συμφέρον το οποίο γίνεται γνωστό με λόγους και πράξεις, όπως για παράδειγμα η επιμονή τους να αναμειγνύονται στα εκκλησιαστικά πράγματα, ως και στην επιλογή του ιερέως για την κάθε ενορία, ενώ στην πραγματικότητα είναι άγευστοι και παντελώς άσχετοι με το ευχαριστιακό ήθος της Εκκλησίας. Ιδιαιτέρως οι όποιοι τοπικοί άρχοντες με την υποκριτική παρουσία τους κατά την τέλεση των λειτουργικών πράξεων φανερώνουν την αγνωσία τους για το εκκλησιαστικό γεγονός και για τη θεολογία της Εκκλησίας. Για όλους αυτούς η Εκκλησία δεν είναι η μεταμορφωτική δύναμη των ανθρώπων και του κόσμου αλλά ο χώρος για συναισθηματική ηρεμία, ψυχολογική ανακούφιση ή ηθική βελτίωση στην καλύτερη περίπτωση, αλλά κυρίως όμως χώρος για αύξηση της πελατείας τους.

Αυτονόητο είναι ότι η περιφορά του Επιταφίου αποτελεί λατρευτική πράξη της Ορθοδόξου Εκκλησίας και ως λατρευτική πράξη έχει την αναφορά της στη Θεία Ευχαριστία. Για τα μέλη της Εκκλησιαστικής Συνάξεως ο «νεκρός» Χριστός δεν είναι θέαμα αλλά συμμετοχικό κοινωνικό γεγονός όπως είναι η Θεία Ευχαριστία και αυτό για τους παρακάτω λόγους.

Οι θεατές χτίζουν τη ζωή τους σε έναν πολιτισμό εικόνων, φαντασίας, στην επίπλαστη εφήμερη γνώση, στην έμμεση επικοινωνία της μαζικής πληροφόρησης και του χρήματος και όχι στην άμεση ανθρώπινη αλληλοσυμπλήρωση, στην καλλιέργεια του αμαρτωλού εαυτού, στην κοινωνία, στις γιορτές των αδελφών τους. Οι θεατές στηρίζουν απρόσωπες διεργασίες, αρκούνται στην ασφάλεια σαν αυτή που προσφέρουν τα σούπερ μάρκετ και οι καταναλωτικές εταιρείες, τις οποίες μιμούνται και οι καταστηματάρχες των επαρχιακών πόλεων οδηγούμενοι με μαθηματική ακρίβεια στον εσώτερο θάνατο. Ο εύκολος πλουτισμός παράγει εξάρτηση αλλά και στο τέλος μιζέρια, ας μην ξεχνάμε την περίπτωση του χρηματιστηρίου.

Στην περίπτωση του θεάματος των Επιταφίων τα τελούμενα στην Εκκλησία θεωρούνται, από τους παρακολουθούντες την περιφορά με εγωκεντρική χρηστική διάθεση, ως μία ωραία φαντασιακή εικόνα.

Ομως την Μεγάλη Παρασκευή βλέπουμε τον Χριστό «νεκρό» και η θέαση αυτή διαλύει κάθε εμμονή, άμυνα και αντιπαλότητα μέσα μας και προς τους άλλους. Τα λάθη διαλύονται γιατί δεν μας κρίνει ο Χριστός και έτσι η διαίρεση μας φανερώνεται μπροστά στα μάτια μας χωρίς δικαιολογίες και ωραιοποιήσεις, αυτοκρινόμαστε ενώπιον ενός αδικημένου Νεκρού μόνοι μας. Αρχοντας αγάπης και σεβασμού ο Νυμφίος, μας προτείνει να κάνουμε και εμείς το ίδιο.

Εκείνος που συμμετέχει στο πάθος του Χριστού καθίσταται πρόσωπο, όχι θεατής, υπερβαίνει την διαιρετική λογική των εμπόρων, λειτουργεί στην κοινότητά του με πραγματική ευθύνη ως μέλος ενός ζωντανού σώματος που δεν έχει σκοπό την καθυπόταξη των ανθρώπων μέσω του κέρδους. Μαθητεύουμε στην Εκκλησία για την ταπείνωση, για την κένωση του εαυτού μας προς χάριν του πλησίον, για την θυσία, μαθητείες τις οποίες δεν μπορεί να πράξει ο θεατής διότι στέκεται μακρόθεν του Αλλου.

Ο ρεμβασμός των κοιταζόντων το «θέαμα» του Επιταφίου δίνει αποσπασματική αίσθηση του μυστηρίου του Επιταφίου, η οποία συνδέεται με το πάθος της περιέργειας, το οποίο συνδέεται με το αίσθημα απουσίας, το αίσθημα του κενού. Βλέπουν μια φαντασιακή πραγματικότητα, η οποία υποκαθιστά την άμεση σχέση, κείνται αντί -απέναντι του Χριστού και έτσι δεν μπορεί να υπάρξει σχέση, συνάντηση, ενότητα, κοινωνία. Σε αντίθεση όμως οι συμμετέχοντες εγκαταλείπουν την αίσθηση της περιέργειας και κινούνται στο πέλαγος της γυμνότητας του εαυτού τους, ορφανοί από τα πάθη, με ταπείνωση συναντούν το μυστήριο της ελευθερίας του θανάτου του Θεού.

Στην εκκλησιαστική σύναξη δεν είναι διαχωρισμένος αυτός που συμμετέχει από αυτόν που παρατηρεί, αλλά ο καθένας συλλειτουργεί κοντά στον Αρχιερέα Χριστό, συμμετέχει όλη η ύπαρξη, όλη η δημιουργία, αναλαμβάνοντας ο καθένας συγκεκριμένο διακόνημα.

Αυτό που προτείνει ο «νεκρός» Χριστός είναι η Ανάσταση κάθε σταυρωμένου ανθρώπου, αυτό που ακολουθούν οι συμμετέχοντες πιστοί δεν είναι ένα νεκρό σώμα αλλά ένα ζωοποιό, για όλους τους ανθρώπους της γης, γι' αυτό και σε καμία περίπτωση δεν είναι θέαμα.

Συμπερασματικά: «Ο μόνος τρόπος για να προσέλθη κανείς αληθινά στην Εκκλησία είναι ένας αυστηρός ασκητισμός… Οχι το folklore, οι λαϊκές παραδόσεις της καθημερινής ζωής, αλλ' η νηστεία και η μετάνοια...» (π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Θέματα Εκκλησιαστικής Ιστορίας, Θεσσαλονίκη 1979, σ. 220).