Είναι κυρίως έφηβοι 14 έως 18 ετών και ανεξάρτητα πληθυσμιακής ομάδας οι έφηβοι αυτοί έχουν σχεδόν πάντα διακόψει το σχολείο. Αλλά επειδή κανένα παιδί δεν γεννιέται για να παρανομήσει, όπως επισημαίνει μιλώντας στην "Ε" η επιμελήτρια ανηλίκων Αγγελική Ρουμελιώτου, η εκπαίδευση μπορεί να γίνει το όπλο κατά της παραβατικότητας των ανηλίκων.
Η “Ε” με αφορμή την πρώτη συνεδρίαση του Δικαστηρίου Ανηλίκων την Πέμπτη, για το νέο δικαστικό έτος, αναζήτησε το προφίλ του μέσου ανήλικου παραβάτη στο νομό. Ρωτήσαμε λοιπόν την Αγγ. Ρουμελιώτου η οποία επεσήμανε ότι οι περιπτώσεις που φτάνουν στο Δικαστήριο είναι κυρίως έφηβοι 14 έως 18 ετών. Κι αν εξαιρέσουμε τις παραβάσεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, τότε τη μερίδα του λέοντος την κατέχουν οι κλοπές. Το αξιοσημείωτο σε αυτούς τους ανήλικους παραβάτες είναι πάντως ότι -όπως παρατηρεί η επιμελήτρια- “αν προσέξει κανείς, κάτω από το παραβατικό προσωπείο που έχει αναγκαστεί να φορέσει ένα παιδί για χιλιάδες λόγους, θα δει συχνά έναν ανήλικο με διαλυμένη παιδικότητα· μια παιδικότητα που είναι όμως απαραίτητη γα να δομηθεί ως ολοκληρωμένος άνθρωπος”.
ΡΟΜΑ ΣΕ ΜΕΓΑΛΟ ΠΟΣΟΣΤΟ
Ιδιαίτερα για τους Ρομά, που απασχολούν σε ένα μεγάλο ποσοστό τις διωκτικές αρχές διακρίνει κανείς “ένα παιδί που εγκατέλειψε πρόωρα το σχολείο για να κάνει ένα εθιμικό γάμο, που καλείται να μεγαλώσει δικά του παιδιά προτού ακόμη καταλάβει τον κόσμο, που έχει ελάχιστα εργαλεία επανένταξης καθώς είναι αναλφάβητο και χωρίς αξιακό κώδικα, που μεγάλωσε σε ένα υποβαθμισμένο κοινωνικά περιβάλλον όπου δεν διδάχτηκε ούτε υποχρεώσεις ούτε δικαιώματα, ένα παιδί χωρίς μέσα επιβίωσης, χωρίς να μπορεί να καλύψει βασικές ανάγκες όπως η στέγασή του και η διατροφή του, σχεδόν πάντα χωρίς προοπτική.
ΑΝ ΘΕΛΟΥΜΕ ΝΑ ΜΕΙΩΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Στο ερώτημα λοιπόν αν θέλουμε να μειώσουμε την παραβατικότητα των ανηλίκων Ρομά απαντά η επιμελήτρια: “Θα πρέπει να ξεκινήσουμε «χθες» και με προτεραιότητα την εκπαίδευση. Την ουσιαστική όμως και συστηματική εκπαίδευση, που δεν χρησιμοποιείται ως δίοδος είσπραξης επιδομάτων αλλά γίνεται ζητούμενο μέσα από την προοπτική της”. Και αυτό απαιτεί “την ουσιαστική παιδεία που βασίζεται σε επιστημονικό σχεδιασμό, προγραμματισμό και αξιολόγηση και έχει ως βάση της την παιδαγωγική, την εκμάθηση βασικών στοιχείων κοινωνικοποίησης, την προσαρμογή στις δυνατότητες, στις ελλείψεις, στη χρησιμότητα, στις ανάγκες και εν τέλει την έμπνευση αξιών και αλληλοσεβασμού” - αλλά, επίσης, και “την συνεχή και προσβάσιμη εκπαίδευση στην οποία εξασφαλίζουμε εμείς οι φορείς, με διαλογική συζήτηση των εμπλεκομένων μερών, όλες τις προϋποθέσεις για τη συνέχισή της”.
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΡΑΜΕΙΝΟΥΝ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ
Τέτοιες προϋποθέσεις -εξηγεί η επιμελήτρια ανηλίκων- είναι: “η αξιοποίηση κατάλληλων προγραμμάτων, ο συντονισμός των φορέων, η κοινοτική ανάπτυξη που ξεκινά εκ των έσω, η συνεργατική ενεργοποίηση των ίδιων, η ανάπτυξη συλλογικής ευθύνης, η αξιοποίηση των κατάλληλων προτύπων και διαμεσολαβητών, η αξιοποίηση του εθελοντισμού κοκ.”. Γιατί “όλοι έχουμε να κερδίσουμε με το να δημιουργήσουμε ορίζοντες για τα παιδιά, με το να δημιουργήσουμε έναν κόσμο που να τους χωρά όλους. Είναι μια επένδυση με απίστευτη αποτίμηση”, τονίζει.
ΘΥΤΕΣ, ΘΥΜΑΤΑ ΠΟΛΛΕΣ ΦΟΡΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΙΟΙ
Θα μπορούσε, όμως, ένας θύτης να κρύβει μέσα του ένα θύμα; Η Αγγ. Ρουμελιώτου διαπιστώνει ότι “ο συχνότερος παράγοντας που οδηγεί στη διαμόρφωση ενός θύτη, ενός ανηλίκου παραβάτη ή ενός κακοποιητικού ανθρώπου είναι η προηγούμενη θυματοποίησή του”. Η θυματοποίηση αυτή μπορεί “να έχει λάβει χώρα με διάφορες μορφές, ορατές ή και αθέατες με γυμνό μάτι. Μπορεί να είναι μια διαρκής σωματική ή ψυχολογική βία μέσα στο στενό οικογενειακό περιβάλλον η οποία θα υπερφορτώσει το παιδί με εσωτερικό θυμό που θα εκδηλωθεί όταν υπάρξουν οι κατάλληλες συνθήκες”, παρατηρεί. Μπορεί, όμως, να είναι και “η συναισθηματική αποστασιοποίηση μεταξύ των μελών της οικογένειας, η απάθεια, η έλλειψη ενσυναίσθησης, που επίσης δημιουργεί αρνητικό φορτίο” -όπως και μπορεί να είναι “η έλλειψη ή η στρέβλωση βασικών εσωτερικών κανόνων και αρχών οι οποίες δημιουργούν έναν άγραφο αξιακό κώδικα, και όταν λείπουν το παιδί καλείται να πλεύσει με ένα τεράστιο σκάφος σε βαθιά νερά χωρίς πηδάλιο”.
ΤΟ BULLYING ΩΣ ΜΟΡΦΗ ΘΥΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗΣ
Μπορεί να έχουμε όμως και άλλες μορφές θυματοποίησης· εκτός οικογενειακού πλαισίου. Μια τέτοια μας λέει η επιμελήτρια μπορεί να είναι το ενδοσχολικό bullying. “Τα θύματα τέτοιων μορφών βίας, όταν περάσουν την κόκκινη γραμμή ανοχής και αντοχής, μπορεί να λειτουργήσουν απρόβλεπτα, στρεφόμενα είτε προς τον εαυτό τους, είτε προς άλλους”, εξηγεί. Και προσθέτει ότι τέτοιες περιπτώσεις βρίσκουμε συχνά στους πρωταγωνιστές του ηλεκτρονικού εκφοβισμού όπου “το καθεστώς της επίπλαστης ανωνυμίας δημιουργεί πρόσφορο πλαίσιο εκδίκησης και ανταπόδοσης του πόνου”.
Βέβαια, σημειώνει, αυτή η σύνδεση δεν είναι γραμμική. Μπορεί να παίξουν και πολλά άλλα πράγματα ρόλο. “Εχουμε δει παιδιά με βεβαρυμένο παρελθόν και κακή πρόγνωση εξέλιξης να ανθίζουν γιατί βρέθηκε ένας εμπνευσμένος εκπαιδευτικός να αναλάβει ρόλο «φροντιστή» και να επουλώσει όλα τα ενδοψυχικά τραύματα. Ή μια καλή σχέση ή συνθήκη «θεραπευτική». ‘Η ακόμη και ένας προπονητής. Ή ένας καλός επαγγελματίας ψυχικής υγείας. Ή απλά μια καλή θεία, «the other mother”, όπως συνηθίζουμε να λέμε. Ο «σημαντικός άλλος», δηλαδή”, επισημαίνει η ίδια. Υπάρχουν πάντως και οι περιπτώσεις που “μπορεί να έχουμε μια καλή οικογενειακή δομή αλλά να επιδράσει έντονα αρνητικά το ευρύτερο υπο-πολιτισμικό περιβάλλον ή μια «κακή» παρέα που ορίζει το δικό της status quo, ιδιαίτερα στην περίοδο της εφηβείας. Εξ ου και το ρητό «αν θέλεις να σώσεις το παιδί σου, σώσε πρώτα του γείτονα»”, σημειώνει.
ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΑ ΧΑΜΕΝΑ ΚΟΜΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΠΑΖΛ
Σε όλα τα παραπάνω βέβαια και επιστρέφοντας στην αρχική κουβέντα μας για το προφίλ του μέσου ανήλικου δράστη η Αγγελική Ρουμελιώτου θέτει και μια άλλη διάσταση: την ύπαρξη σοβαρών ατομικών παραγόντων, που σχετίζονται “με δομικά στοιχεία της προσωπικότητας τα οποία μπορεί να συντελέσουν καθοριστικά στην ανάπτυξη των χαρακτηριστικών του θύτη”.
Καταληκτικά λοιπόν, “μπορούμε να πούμε ότι η θυματοποίηση είναι ένας ισχυρός παράγοντας διαμόρφωσης μιας αρνητικής προγνωστικής εξέλιξης αλλά, όπως ήδη αναφέραμε, η σχέση αυτή δεν είναι γραμμική”. Ολοι άλλωστε οι επαγγελματίες οι οποίοι “δουλεύουμε με τους ανθρώπους και ειδικότερα με τα παιδιά, κάθε ένα από αυτά είναι σαν ένα παζλ αναγκών που λείπουν μερικά κομμάτια του. Αυτά, τα χαμένα κομμάτια, ψάχνουμε”. Γι’ αυτό και “συνήθως χρειαζόμαστε αρκετό χρόνο για να φτιάξουμε την απεικόνιση της κάθε περίπτωσης και του συστήματος που την περιβάλλει” - και “η «ακτινογραφία» αυτή θα μας βοηθήσει καθοριστικά στη διεξαγωγή συμπερασμάτων και στις κατάλληλες συμβουλευτικές παρεμβάσεις”, σημειώνει και καταλήγει λέγοντας ότι “αξίζει, αν σκεφτούμε την πολλαπλασιαστική δύναμη που κουβαλά κάθε παιδί, ακόμη και όταν ο κόσμος του έχει ραγίσει”.