Δευτέρα, 19 Νοεμβρίου 2018 09:48

Δύο Μεσσήνιοι ψυχίατροι κάνουν καριέρα στην Ευρώπη

Δύο Μεσσήνιοι ψυχίατροι κάνουν καριέρα στην Ευρώπη

Δύο Μεσσήνιοι ψυχίατροι διαπρέπουν στο εξωτερικό και παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε συνανθρώπους μας σε μεγάλες κλινικές, στοχεύοντας στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών τους. Πρόκειται για την Αγγελική Τζιάκα και τον Σαράντο Στασινάκη.

Η κ. Τζιάκα, που μεγάλωσε στο Χανδρινού, είναι ψυχίατρος (Γενική Ενηλίκων και Διασυνδετική Ψυχιατρική), διευθύντρια Ψυχιατρικής Κλινικής στο Berkshire Healthcare NHS Foundation Trust (Εθνικό Σύστημα Υγείας Ηνωμένου Βασιλείου), ενώ ο κ. Στασινάκης, από την Καλαμάτα, είναι ψυχίατρος επιμελητής Α’ σε ένα από τα εξωτερικά ιατρεία Γηροψυχιατρικής της Στοκχόλμης. Παράλληλα εργάζεται στο Κέντρο Ερευνας του Ψυχιατρικού Τμήματος του Ινστιτούτου Καρολίνσκα ως υπεύθυνος σεμιναρίων των ειδικευόμενων του νομού της Στοκχόλμης και τα τελευταία τέσσερα χρόνια διατελεί μέλος του συμβουλίου για την εκπαίδευση της Σουηδικής Ψυχιατρικής Εταιρείας.

Και οι δυο τους επέλεξαν την Ιατρική για να βοηθήσουν συνανθρώπους μας. Η πορεία τους τούς οδήγησε στο εξωτερικό όπου εξελίσσεται η καριέρα τους, και για την ώρα δεν περιλαμβάνεται στα μελλοντικά τους σχέδια ενδεχόμενη επιστροφή τους στην Ελλάδα.

 

ΣΤΟ ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Η Αγγελική Τζιάκα δηλώνει ικανοποιημένη για την μέχρι τώρα πορεία της κι ελπίζει να συνεχίσει να βελτιώνεται ως επαγγελματίας υγείας και να συνδράμει στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών της.

Αυτό που κατά τη γνώμη της κάνει ξεχωριστό το επάγγελμά της, το περιγράφει ως εξής:

«Η Ψυχιατρική είναι κατά την άποψή μου μία ειδικότητα κάπως διαφορετική από τις υπόλοιπες. Είναι ίσως η μοναδική που επιτρέπει, και ως ένα βαθμό απαιτεί, να αντιληφθείς τα συναισθήματα των ασθενών, τις αρχετυπικές τους ιδέες, και να τους γνωρίσεις ουσιαστικά. Η διάγνωση βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στο ιατρικό ιστορικό και στη δυνατότητα που έχει ο ψυχίατρος να βοηθήσει τους ασθενείς του να νιώσουν αρκετά ασφαλείς, ώστε να επιτρέψουν μια ειλικρινή και βαθιά προσέγγιση στις συνειδητές και υποσυνείδητες σκέψεις τους. Ταυτόχρονα, εξαιτίας της πολυπλοκότητας και της ιδιομορφίας του ανθρώπινου εγκεφάλου η θεραπευτική κατεύθυνση ενίοτε διαφέρει ακόμα και σε ασθενείς που πάσχουν από την ίδια νόσο».

Οσον αφορά στα γεγονότα που την οδήγησαν στην Αγγλία αλλά και για τις σπουδές της, εξηγεί:

«Η αλήθεια είναι πως δεν είχα καταλήξει σε μια συγκεκριμένη ειδικότητα ολοκληρώνοντας τις προπτυχιακές σπουδές μου. Εχοντας να αντιμετωπίσω μια μακρόχρονη αναμονή (όπως αρκετοί απόφοιτοι εκείνη την περίοδο) και ιδιαίτερα περιορισμένες επιλογές εργασίας σχετικές με την Ιατρική στο ενδιάμεσο, αποφάσισα να αναζητήσω εργασία στην Αγγλία και συγκεκριμένα στο NHS (National Health Service). Απευθύνθηκα στο British Council, μέσω του οποίου επέλεξα να εργαστώ αμισθί για έξι εβδομάδες σε δυο ψυχιατρικές κλινικές της Σκωτίας, για να εξοικειωθώ με το εργασιακό περιβάλλον της χώρας. Ημουν αρκετά τυχερή, και οι διευθυντές των κλινικών ήταν πολύ υποστηρικτικοί και μου μετέδωσαν την αγάπη τους για την ψυχική υγειά, δίνοντάς μου παράλληλα συμβουλές για την μετέπειτα πορεία μου.

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, έκανα αιτήσεις για Foundation Programme (το πρώτο στάδιο ιατρικής ειδικότητας στο Ηνωμένο Βασίλειο μετά την ιατρική σχολή) και εξασφάλισα, ύστερα από συνέντευξη, μια θέση εργασίας στην Ουαλία. Το ενδιαφέρον μου για την Ψυχιατρική μεγάλωσε - και ύστερα από ένα χρόνο ως ειδικευόμενη ψυχίατρος στο Swansea, δέχτηκα θέση στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα ψυχιατρικής του Health Education Thames Valley (Oxford Deanery). Επειτα από τρία χρόνια ολοκλήρωσα το γενικό κομμάτι της εκπαίδευσης περνώντας επιτυχώς τις εξετάσεις ειδικότητας του Βασιλικού Κολλεγίου Ψυχιάτρων (Royal College of Psychiatrists).

Το επόμενο στάδιο περιλάμβανε την επιλογή συγκεκριμένης εξειδίκευσης, όπου μέσα από μια σειρά συνεντεύξεων κατέκτησα την τρίτη θέση στη Γενική Ψυχιατρική Ενηλίκων σε εθνικό επίπεδο. Τον Αύγουστο του 2018 ολοκλήρωσα και το στάδιο της εξειδίκευσης και ξεκίνησα να εργάζομαι ως διευθύντρια σε μία από τις νοσοκομειακές ψυχιατρικές κλινικές του Ρέντιγκ (Reading), καθώς και στην ομάδα Επείγουσας Ψυχιατρικής Φροντίδας του Μπράκνελ (Bracknell -Crisis Resolution & Home Treatment Team)».

Αναφερόμενη η κ. Τζιάκα στην μέχρι τώρα πορεία της καριέρας της και στους επόμενους στόχους της επισημαίνει πως «η αυστηρά οργανωμένη πορεία από την απόκτηση του πτυχίου έως το τέλος της ιατρικής εξειδίκευσης που προσφέρει το βρετανικό σύστημα, συνδυάζει την εξάσκηση σε κλινικό επίπεδο με την έρευνα, τη διαχείριση πόρων υγείας και τη συμμετοχή στην εκπαίδευση νεότερων ιατρών».

Παράλληλα με την εργασία της στο νοσοκομείο, παρακολούθησε και ολοκλήρωσε το Μάστερ της Κλινικής Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου του Κάρντιφ (MSc in Psychiatry, Cardiff University) και αυτή την περίοδο συνεχίζει τις σπουδές της μελετώντας το νομοθετικό πλαίσιο και τα ανθρώπινα δικαιώματα στον τομέα της Ψυχιατρικής, στο Πανεπιστήμιο του Νορθάμπρια (LLM Mental Health Law, NorthumbriaUniversity). Επίσης, συμμετέχει ενεργά σε επιτροπές του Βασιλικού Κολεγίου Ψυχιάτρων, με σκοπό την ενημέρωση επαγγελματιών υγείας σε θέματα όπως η ηλεκτροσπασμοθεραπεία και η διαπολιτισμική ψυχιατρική. Στόχος της είναι να συνεχίσει να βελτιώνει τις κλινικές και θεωρητικές γνώσεις της στην Ψυχιατρική και να συνεισφέρει ενεργά στην εκπαίδευση φοιτητών ιατρικής και ειδικευόμενων ψυχιάτρων.

Καταθέτοντας τις απόψεις της για τα συστήματα υγείας της Ελλάδας και του Ηνωμένου Βασιλείου, η κ. Τζιάκα παρατηρεί:

«Η εμπειρία μου μού επιτρέπει να σχολιάσω μόνο το εθνικό σύστημα υγείας του Ηνωμένου Βασιλείου, το οποίο είναι κατά βάση ένα κρατικό σύστημα υγείας, διαθέσιμο σε όλους και με σχεδόν μηδενικό κόστος για τον πολίτη. Ο ιδιωτικός τομέας είναι εξαιρετικά μικρός συγκριτικά με την Ελλάδα, και αρκετά ακριβότερος για τη μέση οικογένεια. Οι υπηρεσίες υγείας υποστηρίζονται από οδηγίες (guidelines) βασισμένες στις πιο πρόσφατες και αξιόπιστες έρευνες, λαμβάνοντας παράλληλα υπ' όψιν την αντίστοιχη σχέση κόστους-οφέλους. Βασικός στόχος είναι η φροντίδα που παρέχεται να μη διαφέρει σε ποιότητα, ανεξάρτητα από τη γεωγραφική θέση του κάθε νοσοκομείου.

Ταυτόχρονα, η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, που στηρίζεται σε ένα εκτεταμένο δίκτυο γενικών ιατρών, προσφέρει μεν σχετικά άμεση αντιμετώπιση όλων των μη επειγόντων περιστατικών, αλλά συχνά δημιουργεί καθυστερήσεις στην παραπομπή ασθενών σε άλλες ειδικότητες. Αυτή η πρακτική βρίσκεται σε αντιδιαστολή με τη λειτουργία της μη νοσοκομειακής ιατρικής φροντίδας στην Ελλάδα, όπου μπορεί κανείς σχετικά εύκολα να απευθυνθεί σε έναν ιδιώτη ιατρό για τη διάγνωση της πάθησης του.

Μία άλλη διαφορά μεταξύ των δύο χωρών είναι η σχέση μεταξύ Υγείας και Κοινωνικών Υπηρεσιών (social services). Στο Ηνωμένο Βασίλειο οι κοινωνικές υπηρεσίες λειτουργούν σε οργανική σχέση με τις υπηρεσίες υγείας. Αυτό σημαίνει ότι, παράλληλα με την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, όταν απαιτείται, οι ασθενείς μπορούν να προσβλέπουν σε υποστηρικτικές δομές - όπως βοήθεια στο σπίτι, κέντρα αποκατάστασης, γηροκομεία κλπ. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την πρακτική στη Ελλάδα, όπου πολλές φορές οι παρεχόμενες υπηρεσίες διαφέρουν σε ποιότητα από τόπο σε τόπο, και συχνά αντικαθίστανται από τη συμβολή συγγενών και φίλων, που αναγκάζονται να βοηθήσουν το αγαπημένο τους πρόσωπο ώστε να λάβει τη φροντίδα που απαιτείται».

Κλείνοντας σχετικά με το σύστημα υγείας η κ. Τζιάκα επισημαίνει πως «παρά το γεγονός ότι το ΕΣΥ χρήζει βελτίωσης, εκτιμώ πως το επιστημονικό δυναμικό στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά καταρτισμένο και λειτουργεί σε πολύ καλό επίπεδο, παρά τις σοβαρές ελλείψεις και αντιξοότητες που έχουν ενταθεί δραματικά την τελευταία δεκαετία».

Οπως σημειώνει πάντως η Αγγελική Τζιάκα, η Ελλάδα προς το παρόν δεν περιλαμβάνεται στα μελλοντικά της σχέδια: «Παρόλο που στο Ηνωμένο Βασίλειο η επερχόμενη έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ενωση αυξάνει τη συλλογική αβεβαιότητα, θεωρώ ότι η οικονομικο-πολιτική κατάσταση της Ελλάδας είναι σαφώς δυσμενέστερη, και οι επαγγελματικές ευκαιρίες λιγότερο καθαρά δομημένες». Ωστόσο, «αυτό είναι κάτι το οποίο μπορεί δυνητικά να αλλάξει μέσα στα επόμενα χρόνια, επομένως δεν θέλω να αποκλείσω την πιθανότητα της επιστροφής».

 

ΣΤΗ ΣΟΥΗΔΙΑ

Ο Σαράντος Στασινάκης δραστηριοποιείται στη Σουηδία, όπου μετακόμισε πριν από περίπου 9 χρόνια. Οσον αφορά στην επιλογή της Ψυχιατρικής, εξηγεί:

«Νομίζω ότι έγινα γιατρός έτσι ώστε να μπορέσω να γίνω ψυχίατρος! Ηταν κάτι που το ήθελα από την αρχή της καριέρας μου, από τα πρώτα κιόλας χρόνια του πανεπιστημίου στην Αθήνα. Η Ψυχιατρική είναι ένα ιδιαίτερο κομμάτι της Ιατρικής, πιο δυσνόητο και ανεξερεύνητο ακόμα. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι πολύπλοκος, αινιγματικός, αλλά τέλειος. Η βούληση να τον κατανοήσω καλύτερα ήταν αυτό που κυρίως με ώθησε ως νέο γιατρό να επιβεβαιώσω ότι η Ψυχιατρική είναι η ειδικότητα που θέλω. Σιγά σιγά, όσο περνούσαν τα χρόνια συνειδητοποιούσα πως όλο και περισσότεροι άνθρωπου ταλαιπωρούνται από ψυχιατρικά νοσήματα».

Και σ΄αυτούς τους ανθρώπους αποφάσισε να αφιερώσει ένα μεγάλο μέρος της ζωής του, αφού όπως τονίζει:

«Η ψυχή χρειάζεται φροντίδα και τροφή ακριβώς όπως και το σώμα. Και ακριβώς όπως το σώμα υπάρχει πιθανότητα να αποδυναμωθεί ή να νοσήσει και να χρειαστεί περίθαλψη και παρακολούθηση, έτσι και η ψυχή».

Επέλεξε τη Σουηδία «γιατί είναι μια αξιοκρατική χώρα στην οποία η Ψυχιατρικη έχει ιδιαίτερη βαρύτητα με πολλές προοπτικές εξέλιξης στον τομέα της έρευνας και της εκπαίδευσης», εξηγεί και συμπληρώνει: «Πριν βγάλω το άνευ επιστροφής εισιτήριό μου δεν είχα επισκεφτεί ποτέ τη συγκεκριμένη χώρα! Αρχικός στόχος με τη μετακόμισή μου ήταν βέβαια να μη χρειαστεί να περιμένω πολλά χρόνια για να ξεκινήσω την ειδικότητα μου, καθώς και να ανοίξω τους οριζοντές μου στο εξωτερικό, κάτι το οποίο τότε είχαν ήδη κάνει η αδερφή μου και οι καλύτεροι μου φίλοι.

Η Στοκχόλμη μπήκε στη ζωή μου όταν μου προτάθηκε η θέση του υπευθύνου σεμιναρίων των ειδικευομένων στο Ινστιτούτο Καρολίνσκα, κάτι το οποίο ταίριαξε με την επιθυμία μου να μετακομίσω στην όμορφη πολυπολιτισμική πρωτεύουσα του βορρά, με πολύ καλύτερη κοινωνική ζωή σε σχέση με τη μικρή πόλη όπου ζούσα μέχρι τότε».

Ο κ. Στασινάκης έκανε την ειδικότητά του στο Trollhättan, μια μικρή πόλη με ένα μεγάλο νοσοκομείο. Τότε του δόθηκε και η ευκαιρία να γίνει ταμίας στο συμβούλιο της Σουηδικής Ψυχιατρικής Εταιρίας Ειδικευομένων, γεγονός το οποίο του άνοιξε τις πόρτες της Σουηδικής Ψυχιατρικής Εταιρείας και του Καρολίνσκα, όπως λέει. Τώρα, βρίσκεται στη Στοκχόλμη, όπου εργάζεται κλινικά αλλά κάνει και την αρχή για μια ακαδημαϊκή καριέρα, που όπως ομολογεί είναι το όνειρό του. Επόμενος στόχος του, όπως λέει ο ίδιος, «νομίζω ότι είναι η πιο εμπεριστατωμένη ενασχόληση με την έρευνα πάνω στην ψυχιατρική ηθική».

Σχετικά με το σύστημα υγείας στη Σουηδία και τις διαφορές του από το ελληνικό, παρατηρεί:

«Υπάρχουν πολλές διαφορές. Σε καμία περίπτωση βέβαια αυτό δεν σημαίνει ότι το ένα είναι τέλειο ενώ το άλλο όχι. Δυστυχώς η τελειότητα δεν υπάρχει πουθενά. Οι δύο μεγαλύτερες διαφορές που μου έρχονται στη σκέψη είναι: Η πρωτοβάθμια περίθαλψη με οργανωμένα κέντρα υγείας ακόμα και στις αστικές περιοχές, που δεν είναι αρκετά ανεπτυγμένη ακόμα στην Ελλάδα, καθώς και η ηλεκτρονική αρχειοθέτηση των φακέλων των ασθενών για να είναι προσβάσιμοι από τους γιατρούς, προκειμένου να παρέχεται ποιοτικότερη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη».

Για τη μέχρι τώρα πορεία της καριέρας του, αισθάνεται ότι έχει κάνει μια καλή αρχή, αφού στα 30 του έγινε επιμελητής και σήμερα μόλις στα 33 του συνεργάζεται με τους πιο σημαντικούς ανθρώπους στον τομέα της Ψυχιατρικής στη Σουηδία, όπως παρατηρεί. Παράλληλα όμως: «Εχω την τύχη να μπορώ να νιώθω περήφανος βλέποντας τους ασθενείς μου να μου χαμογελούν και να μου λένε "ευχαριστώ" όταν κατάφερνουμε μαζί με τους περισσότερους να βρούμε έναν τρόπο να θεραπευτούν».

Σχετικά με το τι επιθυμεί να πετύχει ακόμα στη συνέχεια, αναφέρει: «Υπάρχουν πολλά ακόμα που θα ήθελα να πετύχω! Αν και τώρα που το έφερε η κουβέντα, πρέπει να ομολογήσω ότι η λέξη "πετυχαίνω" που συμπεριλαμβάνεται στην ερώτηση είναι κάπως παραπλανητική, καθώς κατά τη γνώμη μου, ναι μεν το να καταφέρεις κάτι συμπεριλαμβάνει σε ένα ποσοστό την τύχη, αλλά και πολλά ακόμα, πιο σημαντικά από αυτήν. Είναι όπως και η λέξη ευτυχία. Πιστεύω ότι μας παραπλανά κι αυτή, καθώς η ευτυχία είναι περισσότερο επιλογή παρά τύχη, στην ουσία».

Αναφορικά με το ενδεχόμενο της επιστροφής του στην Ελλάδα, μας λέει: «Είναι πολύ δύσκολη ερώτηση. Δεν ξέρω πώς θα είναι τα πράγματα αργότερα, αλλά προς το παρόν η Ελλάδα δεν συμπεριλαμβάνεται στα μελλοντικά επαγγελματικά μου σχέδια. Δεν αποκλείω όμως την πιθανότητα επιστροφής μου στην πατρίδα, στο μέλλον!».