Γιατί μπορεί να θεσπίστηκε ο θεσμός του οικογενειακού ιατρού, όμως δεν έχει λειτουργήσει σε πλήρη εφαρμογή, οπότε οι ασφαλισμένοι (ή και ανασφάλιστοι), είτε έχουν εγγραφεί είτε όχι στο σύστημα, δεν χρειάζονται ανάλογο παραπεμπτικό κι έτσι μπορούν να επιλέξουν σε ποιον ιατρό θα πάνε ή πού θα γράψουν τα φάρμακα και τις εξετάσεις τους, χωρίς καμία επιπλέον επιβάρυνση.
Σε περίπτωση, επίσης, που οι ασφαλισμένοι δεν προλάβουν να εγγραφούν στον οικογενειακό ιατρό μέχρι το τέλος του χρόνου δεν θα υπάρξει καμία... τιμωρία γι' αυτούς, γιατί έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει επάρκεια οικογενειακών ιατρών. Αυτό είναι το γενικό συμπέρασμα και οι διαβεβαιώσεις που έλαβε η "Ε" από τον διευθυντή του Κέντρου Υγείας Καλαμάτας Παναγιώτη Κατσαφάδο, τον πρόεδρο του Ιατρικού Συλλόγου Μεσσηνίας Δημήτρη Τζωρτζίνη και τον γραμματέα του ΙΣΜ και πρόεδρο των Ιατρών των Κέντρων Υγείας Μεσσηνίας Ηλία Μανδηλάρη.
ΔΕΝ ΑΛΛΑΖΕΙ ΤΙΠΟΤΑ ΑΠΟΛΥΤΩΣ
Οπως λοιπόν βεβαιώνει ο κ. Κατσαφάδος "δεν έχει αλλάξει απολύτως τίποτα, ούτε πρόκειται να αλλάξει τους επόμενους μήνες και κατά τη γνώμη μου, ούτε τα επόμενα χρόνια". Επίσης λέει "δεν είναι υποχρεωτική η εγγραφή" και πως ποτέ δεν ήταν, "υπήρξε μια παρανόηση". Βέβαια όταν και... όποτε λειτουργήσει σε πλήρη εφαρμογή ο θεσμός του οικογενειακού ιατρού "θα υπάρξουν πιθανότατα ορισμένες δεσμεύσεις: Δηλαδή ως ασθενής θα είμαι υποχρεωμένος να επισκέπτομαι πρώτα τον οικογενειακό γιατρό μου κι αυτός θα με κατευθύνει στους ειδικευμένους γιατρούς".
Ο οικογενειακός γιατρός (σ.σ. γενικοί ιατροί, παθολόγοι και παιδίατροι) έχει το δικαίωμα να εγγράψει και να έχει υπό την εποπτεία του 2.250 ασθενείς. Αυτό, όπως εξηγεί ο κ. Κατσαφάδος, σημαίνει ότι μια πόλη όπως η Καλαμάτα, με 80.000 πληθυσμό, θα χρειαστεί περίπου 35 οικογενειακούς γιατρούς. Αυτή τη στιγμή έχει 6: Δύο ιδιώτες και 4 τους οποίους το υπουργείο Υγείας, χωρίς να τους ρωτήσει κι επειδή είναι στο ιατρικό δυναμικό του Κέντρου Υγείας, τους έκανε οικογενειακούς γιατρούς εξ ορισμού.
ΔΕΝ ΕΠΑΡΚΕΙ Ο ΑΡΙΘΜΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΣΕΙ ΠΩΣ ΘΑ ΕΠΙΛΕΞΩ ΤΟΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΓΙΑΤΡΟ ΜΟΥ;
Απευθύναμε στον κ. Κατσαφάδο δύο ερωτήματα: Πώς θα επιλέξω τον οικογενειακό γιατρό μου; Και αν θέλω ιδιώτη, πώς θα ξέρω ότι είναι στο σύστημα; Απάντησε λοιπόν ότι απλά "θα τον ρωτήσετε, γιατί υπάρχει και κάτι άλλο που δεν έχουν κατανοήσει οι ασφαλισμένοι και οι μη ασφαλισμένοι: Δεν έρχονται να επιλέξουν έναν οικογενειακό γιατρό εδώ σε εμάς, γιατί και να τον επιλέξουν δεν σημαίνει ότι ο γιατρός θα τους αποδεχτεί". Γι' αυτό και "θα πρέπει να μιλήσουν με έναν γιατρό της εμπιστοσύνης τους και να τον ρωτήσουν "θα γίνεις κάποτε οικογενειακός γιατρός, θα μπεις στο σύστημα;". Κι αφού βρουν έναν γιατρό που είναι της εμπιστοσύνης τους και επιθυμεί να μπει στο σύστημα σαν οικογενειακός γιατρός και το σύστημα τον αναρτήσει στους πίνακές του, τότε ο πολίτης μπορεί να επιλέξει το γιατρό που θέλει, ανάμεσα στις ειδικότητες του γενικού ιατρού, του παθολόγου και του παιδιάτρου".
ΠΡΩΤΟ ΣΗΜΕΙΟ ΕΠΑΦΗΣ ΜΕ ΤΟ ΕΣΥ
Ο Ηλίας Μανδηλάρης, γενικός ιατρός και ο ίδιος, πρόεδρος των Ιατρών των Κέντρων Υγείας Μεσσηνίας και γραμματέας στον Ιατρικό Σύλλογο Μεσσηνίας, επισημαίνει τεράστια έλλειψη από οικογενειακούς γιατρούς. Κατά συνέπεια "κάθε σκέψη για πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας βασισμένη στον οικογενειακό γιατρό παραμένει στη... σφαίρα της φαντασίας". Βέβαια, όταν μπορέσει να λειτουργήσει τονίζει ότι θα είναι ένας πολύτιμος "σύμβουλος υγείας και το πρώτο σημείο επαφής με το Εθνικό Σύστημα Υγείας", συμβάλλοντας καταλυτικά "και στον τομέα της πρόληψης, αλλά και στην παρακολούθηση ασθενών με χρόνια νοσήματα, σε συνεργασία με γιατρούς άλλων ειδικοτήτων".
ΚΑΜΙΑ ΤΙΜΩΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΜΗ ΕΓΓΡΑΦΗ ΜΑΣ
Οσον αφορά ότι... τεχνηέντως διοχετεύτηκε το προηγούμενο διάστημα στην κοινή γνώμη περί τιμωριών σε περίπτωση μη εγγραφής στο σύστημα, ο κ. Μανδηλάρης είναι κατηγορηματικός, λέγοντας ότι κάτι τέτοιο είναι ανήκουστο. "Το διευκρίνισε και ο υπουργός ότι για τους πολίτες, οι οποίοι δεν πρόλαβαν να εγγραφούν ή δεν υπάρχει επαρκής κάλυψη οικογενειακών ιατρών στην περιοχή τους, δεν θα αλλάξει τίποτα. Θα συνεχίσουν να απευθύνονται σε γιατρούς του ΕΣΥ ή ιδιώτες, θα γράφουν τα φάρμακά τους και τις εξετάσεις τους με τους ίδιους ακριβώς τρόπους".
ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΟΡΩΝ
Ο Δημήτρης Τζωρτζίνης αλλά και ο κ. Μανδηλάρης επεσήμαναν πάντως ότι δεν είναι... κακοί οι γιατροί και δεν θέλουν να μπουν στο σύστημα, αλλά χρειάζεται "βελτίωση των οικονομικών όρων των συμβάσεων, ώστε περισσότεροι ιδιώτες γιατροί να έχουν το κίνητρο για να το κάνουν και οι πολίτες να μπορούν οι ίδιοι να επιλέγουν ποιον γιατρό θέλουν". Και οι δύο τόνισαν επίσης ότι ο ιατρικός κόσμος λέει ναι στον οικογενειακό γιατρό, ώστε "να μετατοπιστεί το βάρος από τα νοσοκομεία και την περίθαλψη στην πρόληψη της ασθένειας".
ΠΡΟΧΕΙΡΑ ΣΤΗΜΕΝΟ ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Ο πρόεδρος του ΙΣΜ Δ. Τζωρτζίνης επικρίνει τον τρόπο με τον οποίο το υπουργείο Υγείας πήγε να στήσει το σύστημα. Αναρωτήθηκε μάλιστα πώς να το δεχτούν οι γιατροί και να μπουν σε αυτό όταν έχει στηθεί με τέτοια προχειρότητα και χωρίς να διασφαλίζει βασικά εργασιακά τους δικαιώματα, όπως αυτό του ωραρίου. Είπε επίσης ότι θα μπορούσε το υπουργείο αντί "να έχει βγάλει εκτός τους συμβεβλημένους με τον ΕΟΠΥΥ παθολόγους και γενικούς ιατρούς, να τους μετονομάσει σε οικογενειακούς γιατρούς". Αντ’ αυτού "αυθαίρετα διέκοψαν τις συμβάσεις και οι ασφαλισμένοι για να βρουν συμβεβλημένο γιατρό σε αυτές τις ειδικότητες απευθύνονται μόνο στα ΤΟΜΥ, που και εκεί δεν φτάνουν οι ιατροί".
Ο ΙΑΤΡΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΕΧΕΙ ΠΑΡΕΙ ΘΕΣΗ
Ο ΙΣΜ και πολλοί ακόμα σύλλογοι, όπως και ο Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος (ΠΙΣ) "έχουν θέσεις, που έχουν ψηφιστεί από τα αρμόδια όργανά τους στο παρελθόν", λέει ακόμα ο κ. Τζωρτζίνης. Και προσθέτει ότι "η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας θα πρέπει σίγουρα να υπάρχει". Θα πρέπει όμως "να στελεχωθεί με γιατρούς, νοσηλευτές και διοικητικούς, δεν γίνεται Ιατρική με ΕΣΠΑ ή με εκβιασμούς γιατρών ή ασθενών. Θέλει χρηματοδότηση και θέλει πάντρεμα του ιδιωτικού με τον δημόσιο τομέα, που αν ενωθούν θα μπορούμε ως κράτος να παρέχουμε καλή υγεία στους πολίτες".
Καταλήγοντας σημειώνει ότι ο θεσμός του οικογενειακού γιατρού θα έπρεπε να εφαρμόζονται εδώ και χρόνια στην Ελλάδα, όχι όμως με αυτούς τους όρους, αλλά με βάση μελέτες οι οποίες υπάρχουν στη διάθεση του υπουργείου Υγείας, από τον ΠΙΣ.