Ακολουθεί αναλυτικά η συνέντευξη:
- Είναι επαρκώς προστατευμένη η παραγωγή της σταφίδας στη χώρα μας;
«Εχουμε την τάση να νομίζουμε ότι μπορεί να υπάρξει προστασία μέσω κάποιων αποφάσεων νομικής φύσεως. Σήμερα δεν είναι δυνατή η προστασία κάποιου προϊόντος, όταν με τα περισσότερα κράτη δεν υπάρχουν δασμοί ή είναι πάρα πολύ χαμηλοί. Μέχρι τώρα η σταφίδα είχε βέβαια μια συγκριτικά υψηλή επιδότηση, η οποία δυστυχώς θα μειωθεί με την εφαρμογή της νέας ΚΑΠ. Βέβαια, στο παρελθόν έγιναν προσπάθειες προστασίας της σταφίδας με εφαρμογή ελάχιστης τιμής εισαγωγής στην Ε.Ε., οι οποίες, ωστόσο, απέτυχαν παταγωδώς. Σε ένα περιβάλλον ανοιχτής ή σχεδόν ανοιχτής αγοράς, κάθε προσπάθεια προστασίας ενός κατά τα άλλα μη ανταγωνιστικού προϊόντος είναι καταδικασμένη. Από την άλλη μεριά, δεν μπορεί να υπάρξει κάποιος παρεμβατικός οργανισμός που θα απορροφά το προϊόν που περισσεύει από την αγορά, γιατί τέτοιοι οργανισμοί δημιούργησαν βουνά από αδιάθετα προϊόντα τα οποία στοίχιζαν πολύ ακριβά για τους υπόλοιπους πολίτες και γι' αυτό καταργήθηκαν».
- Εχετε δηλώσει πρόσφατα ότι το ενδιαφέρον από το εξωτερικό για την αγορά σταφίδας βαίνει μειούμενο. Πού αποδίδετε αυτή τη δυσμενή εξέλιξη;
«Δυστυχώς, ένα προϊόν που δεν μπορεί να δημιουργήσει δική του αγορά, μέσω προώθησης, χάνει έδαφος από αυτά που μπορούν (στην περίπτωση της σταφίδας αυτό συμβαίνει με τα super fruits, τα cranberries και τα raisins της Καλιφόρνιας). Επιπροσθέτως, είναι αδιανόητο το ότι δεν καταφέρνουμε να συνεννοηθούμε για ένα σχέδιο δράσης, προκειμένου η μικρή σχετικά εσοδεία σταφίδας να διατίθεται άνετα με ικανοποιητική τιμή για τον παραγωγό. Φανταστείτε εάν τα παιδιά σε μερικά κράτη-στόχους πρόσθεταν στο πρωινό τους 10-20 γρ. σταφίδα καθημερινά, θα απορροφούσαν με ευκολία την διπλή εσοδεία κορινθιακής σταφίδας από τη σημερινή. Λόγω έλλειψης ενός σχεδίου προώθησης η κορινθιακή σταφίδα απουσιάζει από τις περισσότερες μοντέρνες χρήσεις».
- Η φετινή παραγωγή σταφίδας στη Μεσσηνία αναμενόταν μειωμένη. Διαπιστώνετε ότι οι παραγωγοί είχαν δίκιο όταν εξέφραζαν πριν από δύο μήνες τη σχετική ανησυχία τους;
«Η φετινή παραγωγή είναι μειωμένη. Οπως και σε κάθε άλλο αγροτικό προϊόν, η εσοδεία εξαρτάται από τις καιρικές συνθήκες. Η φετινή εσοδεία είναι μικρότερη, αλλά υπάρχουν αδιάθετα αποθέματα περσινής εσοδείας σε συνεταιρισμούς, τα οποία εμποδίζουν τη διάθεση της φετινής μικρής παραγωγής σε ικανοποιητικές τιμές. Επίσης οι τιμές της σουλτανίνας είναι πολύ χαμηλές λόγω υπερπαραγωγής της Τουρκίας. Είναι σημαντικά χαμηλότερες από τις αντίστοιχες της κορινθιακής».
- Ποιο είναι πλέον το καθεστώς που ισχύει για τις εκριζώσεις; Νομίζετε ότι το εν λόγω μέτρο συνέβαλε στον περιορισμό της παραγωγής γενικότερα; Στη γειτονική Ηλεία για παράδειγμα γίνεται λόγος για μείωση κατά 78% τα τελευταία 50 χρόνια. Εχουμε εικόνα για τη Μεσσηνία;
«Επιτρέπεται η εκρίζωση χωρίς κάποιο κίνητρο. Παλαιότερα υπήρξε και επιδότηση για αυτή την εκρίζωση. Με αποτέλεσμα από 60.000 τόνους κορινθιακής να πέσουμε στους 20.000 τόνους. Ακόμη χειρότερη είναι η κατάσταση στη σουλτανίνα: Η ελληνική σουλτανίνα δεν υπάρχει πια ως εξαγωγικό είδος. Δυστυχώς, αντί να επιμείνουμε σε σχέδια προβολής για αύξηση των χρήσεων της σταφίδας, αποδεχθήκαμε την εύκολη λύση. Δηλαδή την αμοιβή για την εκρίζωση. Στη Μεσσηνία η κατάσταση είναι ίδια με την Ηλεία».
- Πόσο καλά βλέπετε να αντεπεξέρχεται ο πρωτογενής τομέας τα τελευταία 5 χρόνια στην πατρίδα μας, με δεδομένο το οικονομικό κλίμα που υπάρχει στο εσωτερικό της;
«Πιστεύω ότι πρέπει να υπάρξει πραγματική σταυροφορία ανασύνταξης του πρωτογενούς τομέα. Δηλαδή οι υπάρχουσες καλλιέργειες που έχουν προοπτικές, να ενισχυθούν με επενδύσεις που θα ευνοήσουν την παραγωγικότητα και να υπάρξουν και καινούριες καλλιέργειες, όπου είμαστε ελλειμματικοί και όπου παρουσιάζεται εξαγωγικό ενδιαφέρον. Τώρα, το σημερινό οικονομικό κλίμα κάνει τις επενδύσεις στον πρωτογενή τομέα απολύτως απαραίτητες. Μαζί με τον τουρισμό και τη ναυτιλία θα πρέπει ουσιαστικά να αναλάβουν το τιτάνιο έργο της αντιστροφής του κλίματος που επικρατεί τα 5 τελευταία χρόνια».
- Σύμφωνα με τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Εξαγωγέων, στην ελληνική γεωργία αντιστοιχεί το 29% της αξίας των ελληνικών εξαγωγών (εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών), ωστόσο σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, η σταφίδα δεν συμπεριλαμβάνεται μεταξύ των 15 κυριότερων εξαγωγικών προϊόντων. Ποιος είναι ο λόγος, πιστεύετε;
«Κορινθιακή και σουλτανίνα ξεπερνούσαν τους 120.000 τόνους πριν από περίπου 50 χρόνια. Η Τουρκία είχε τότε μόνο 60.000 τόνους. Ο λανθασμένος τρόπος που χειριστήκαμε τις κατά γενική ομολογία υψηλές κοινοτικές επιδοτήσεις, και η στροφή του αγροτικού πληθυσμού προς τις υπηρεσίες, μας έφθασαν να έχουμε σήμερα μόνο 20.000 παραγόμενους τόνους κορινθιακή και σχεδόν καθόλου σουλτανίνα, ενώ το ίδιο διάστημα η Τουρκία έφτασε τους 250.000 έως 360.000 τόνους. Δηλαδή η Τουρκία πενταπλασίασε την παραγωγή της και εμείς τη μειώσαμε κατά 80%. Είναι, λοιπόν, φυσικό να μην περιλαμβάνεται η σταφίδα στα 15 πρώτα. Αλλά στη σημερινή συγκυρία κάθε προϊόν που εξάγεται είναι πολύτιμο».
- Πόσο έχουν επηρεαστεί από την κρίση οι ελληνικές τυποποιητικές και εξαγωγικές επιχειρήσεις, που στηρίζονται στον πρωτογενή τομέα; Εχετε εικόνα για τη Μεσσηνία;
«Δύο παράγοντες επηρεάζουν δυσμενώς τις εξαγωγικές επιχειρήσεις. Ο ένας είναι ελπίζω παροδικός, είναι δηλαδή η έλλειψη ρευστότητας λόγω αδυναμίας των τραπεζών να δανείσουν τις επιχειρήσεις. Ο δεύτερος, που είναι και πιο δύσκολος να ανατραπεί, είναι ο περιορισμένος όγκος των προς εξαγωγή παραγόμενων προϊόντων, λόγω εγκατάλειψης της καλλιέργειας από τον αγροτικό πληθυσμό. Αυτή η στροφή, πέραν του ότι συντέλεσε στον εκτροχιασμό του Δημοσίου, συντελεί αρνητικά στην παραγωγικότητα των εξαγωγικών επιχειρήσεων. Φανταστείτε ότι οι σημαντικοί Τούρκοι εξαγωγείς σουλτανίνας κατεργάζονται ο καθένας στο εργοστάσιο του πάνω από 20.000 τόνους, όσοι δηλαδή είναι το σύνολο της παραγόμενης κορινθιακής. Επομένως πραγματοποιούν σημαντικές οικονομίες κλίμακας.
Η κρίση δημιουργεί ένα περιβάλλον το οποίο χειροτερεύει όσο δεν γίνονται επενδύσεις. Η Μεσσηνία δεν μπορεί να αποτελεί εξαίρεση, ωστόσο ακριβής εικόνα δεν υπάρχει.
Δράττομαι της ευκαιρίας που μου δίνετε για να επαναλάβω μια πρότασή μου: Να αναλάβουν τα Επιμελητήρια να συγκεντρώνουν στοιχεία για τις εξαγωγές της περιοχής τους. Εχοντας μετρήσιμα στοιχεία μπορούμε να πραγματοποιήσουμε ευχερέστερα σχέδια μάρκετινγκ και business plans για την επόμενη πενταετία. Το σύνολο αυτών των business plans από όλα τα Επιμελητήρια της χώρας θα ήταν ένα άριστο εργαλείο για τις διαπραγματεύσεις της κεντρικής κυβέρνησης».
- Ποιες κινήσεις έχουν γίνει στο θέμα του μάρκετινγκ από τους Ελληνες εξαγωγείς ώστε να καταστεί το προϊόν τους ελκυστικό;
«Κινήσεις εξαγωγικού μάρκετινγκ έχουν γίνει μόνο από μεμονωμένες ιδιωτικές εξαγωγικές επιχειρήσεις. Υπάρχουν κοινοτικά κονδύλια τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν προς αυτή την κατεύθυνση μετά από διαβούλευση κατά περίπτωση. Γενικότερα, ωστόσο, στην Ελλάδα δεν υπάρχουν μεγάλες εξαγωγικές επιχειρήσεις τροφίμων. Οι δύο μεγαλύτερες έχουν μικρότερο κύκλο εργασιών από ένα σούπερ μάρκετ που πουλάει μόνο στην Ελλάδα. Επομένως τα σχέδια μάρκετινγκ πρέπει να γίνουν κατά κλάδο και κατά περίπτωση, και να υπάρξει γενναία κοινοτική συμβολή. Διατίθενται κοινοτικά κεφάλαια που μπορούν χρησιμοποιηθούν προς αυτή την κατεύθυνση, φτάνει να τα αξιοποιήσουμε σωστά και με απόλυτη διαφάνεια. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν δύο σχέδια προώθησης κορινθιακής από συνεταιρισμούς, τα οποία αγνόησαν εντελώς τους ιδιώτες εξαγωγείς. Θα έχει πολύ ενδιαφέρον να δούμε τα αποτελέσματά τους».
- Τα διάφορα “εξωτικά” προϊόντα και οι αποκαλούμενες “εναλλακτικές” καλλιέργειες κατά πόσο θεωρείτε ότι έχουν αλλοιώσει την παραδοσιακή ελληνική γεωργία - και σε τελευταία ανάλυση, γιατί θα πρέπει ο αγρότης να μείνει σε αυτή τη γεωργία και να μη δοκιμάσει νέα πράγματα;
«Ο αγρότης πρέπει να δοκιμάσει καινούρια πράγματα. Θα έλεγα ομάδες αγροτών να συμφωνήσουν με μεταποιητικές επιχειρήσεις για σχέδια νέων καλλιεργειών. Εκτός από την παρακολούθηση εξαγωγών, θα έπρεπε να υπάρχει και παρακολούθηση καλλιεργειών. Θα έπρεπε οι γεωπονικές υπηρεσίες, αλλά και τα πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ, να παρακολουθούν την διεθνή συγκυρία και να συμβουλεύουν τους παραγωγούς για βελτιώσεις των παλαιών καλλιεργειών τους αλλά και για δυνατότητες νέων καλλιεργειών».
- Είναι επαρκώς προστατευμένα, θεωρείτε, τα ελληνικά αγροτικά προϊόντα έναντι στα αντίστοιχα προϊόντα που παράγονται στο εξωτερικό - υπάρχει δηλαδή κάτι αντίστοιχο με το ΠΟΠ για τη σταφίδα και τις ποικιλίες αμπελιών ειδικότερα;
«Ο χαρακτηρισμός "προστατευμένα", όπως είπα και στην αρχή, δεν είναι ορθός. Εκτός αν υπάρξουν δασμοί για προϊόντα παραγόμενα εκτός Ε.Ε., πράγμα που μου φαίνεται αδύνατο με τις σημερινές συνθήκες παγκοσμιοποίησης. Το ΠΟΠ είναι ένας τίτλος προϊόντος και η προστασία είναι πραγματική μόνο στις περιπτώσεις μίμησης του προϊόντος από άλλους. Το να ονομάσεις κάτι ΠΟΠ χωρίς να είναι ήδη γνωστό και επίζηλο ώστε να κινδυνεύει από φθηνότερες απομιμήσεις, είναι μάλλον περιττή πολυτέλεια. Στη σταφίδα, έχει γίνει ΠΟΠ πρόσφατα η σταφίδα Ζακύνθου, ενώ ήταν από παλιά η σταφίδα Αιγίου και η σταφίδα Κορινθίας. Η Κορινθία εγκατέλειψε τον τίτλο και η Ζάκυνθος δεν είχε καμία θετική ανταπόκριση. Ταυτόχρονα, όπως ίσως γνωρίζετε, το Αίγιο επεκτείνεται και σε περιοχές χωρίς ΠΟΠ, πράγμα που αδυνατίζει την ισχύ της προστασίας του τίτλου».
- Εχετε πλούσια θητεία στη διοίκηση του Επιμελητηρίου Μεσσηνίας. Ποια είναι η αποτίμηση που κάνετε;
«Το Επιμελητήριο είναι σημαντικό κυρίως για την επιμόρφωση αλλά και τη στήριξη των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Υπάρχουν άνθρωποι που αφιερώνουν πολύ ή όλο τον χρόνο τους για να διοικήσουν το Επιμελητήριο, και αυτή η ενέργεια αποτιμάται εξαιρετικά θετικά. Φυσικά το Επιμελητήριο είναι σύμβουλος της Πολιτείας και δεν μπορεί κανένας να περιμένει ότι θα αυξήσει τις πωλήσεις. Αυτό θα έρθει μετά τις σωστές ενέργειες που θα κάνουν οι επιχειρήσεις. Νομίζω ότι πρέπει να ανατεθεί στο Επιμελητήριο το σπουδαιότατο έργο που ανέφερα σε προηγούμενη ερώτηση».