Επικρίνοντας την ηγεσία του υπουργείου Παιδείας, παρατηρεί ότι “αντί να εγκύψει με ενδιαφέρον και περίσκεψη πάνω στα υπαρκτά προβλήματα και να τα αντιμετωπίσει με δέσμες μέτρων κατά απόλυτη προτεραιότητα, επιχειρεί να καλλιεργήσει φρούδες ελπίδες σε μερίδα της ελληνικής κοινωνίας υποσχόμενη λιγοστές οάσεις αριστείας σε μια γενικευμένη εκπαιδευτική έρημο. Επιμένει εμμονικά σε μια διχαστική πολιτική, με αιχμή την ίδρυση λιγοστών, ακόμα και μετά την αύξησή τους, Πειραματικών και Πρότυπων Σχολείων, που όχι μόνο δεν αντιμετωπίζει, αλλά αντίθετα ενισχύει την ανισότητα και την κοινωνική αδικία. Και αυτή την πολιτική επιχειρεί να την επιβάλει παρά τις διαφωνίες και τις ισχυρές αντιδράσεις της εκπαιδευτικής κοινότητας αλλά και τοπικών κοινωνιών”.
Εκτιμά πως “το πραγματικό ερώτημα είναι γιατί αυτή η ποιοτική αναβάθμιση, στο βαθμό που είναι υπαρκτή και όχι ανέξοδη και φρούδα υπόσχεση, πρέπει να περιορίζεται σε συγκεκριμένα, ολιγάριθμα σχολεία και να μην αφορά το σύνολο της εκπαιδευτικής κοινότητας”.
Η Επιτροπή Παιδείας του τοπικού ΣΥΡΙΖΑ αναφέρει ότι “εκπαιδευτικοί και γονείς έχουν τους λόγους τους να αντιδρούν δυναμικά στη δημιουργία των σχολείων-ελίτ της Ν.Δ.” κι εξηγεί: “Οι μεν εκπαιδευτικοί έχουν κατανοήσει ότι, όπως έχει αποδειχτεί και παλιότερα, τα σχολεία αυτά αποτελούν πεδίο πειραματισμού για την προαγωγή και καθιέρωση αντιδραστικών πρακτικών σε βάρος της εκπαιδευτικής κοινότητας, με σημείο αιχμής την καθιέρωση και εμπέδωση μιας τιμωρητικής αξιολόγησης, που έδωσε το πρόσχημα στις αρχές της δεκαετίας για τις διαθεσιμότητες και απολύσεις χιλιάδων εκπαιδευτικών και την κατάργηση σημαντικών ειδικοτήτων στα Επαγγελματικά Λύκεια. Οι γονείς πάλι έχουν αντιληφθεί ότι αυτή η κυβερνητική πολιτική υποβαθμίζει το σύνολο των σχολείων, καταργεί τα γεωγραφικά τους όρια, ακυρώνει το παραδοσιακό σχολείο της γειτονιάς, που έχει σημείο αναφοράς του μια συγκεκριμένη τοπική κοινωνία και καλλιεργεί σταθερούς δεσμούς ανάμεσα στα μέλη του”.
Τέλος, η επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ απορρίπτει “κάθε αντίληψη και πρακτική που οδηγεί σε διαχωρισμό των μαθητών και μαθητριών σε διαφορετικά σχολεία βάσει των επιδόσεών τους. Η κοινωνία μας δεν χρειάζεται ελιτίστικα σχολεία «αρίστων», αλλά συνολική ποιοτική αναβάθμιση του δημόσιου σχολείου. Σχολεία πρώτης προτεραιότητας σε ό,τι αφορά την κρατική φροντίδα πρέπει να είναι τα σχολεία των υποβαθμισμένων περιοχών, αυτά δηλαδή των οποίων οι μαθητές και μαθήτριες έχουν μειωμένες ευκαιρίες και δυνατότητες για εκπαίδευση και μόρφωση”.