Η επίσκεψη του Προέδρου Ομπάμα στην Αθήνα σπαταλήθηκε από επικοινωνιακή και πολιτική άποψη σε δηλώσεις για την αναδιάρθρωση του χρέους του ελληνικού Δημοσίου. Η προσέγγιση αυτή στα οικονομικά προβλήματα είναι εντελώς αντιπαραγωγική. Σε μία περίοδο κατά την οποία η συζήτηση πρέπει να αναπτύσσεται γύρω από τις επενδύσεις και τις σχετικές ευθύνες των Ευρωπαίων εταίρων, ακόμη και των Αμερικανών, καταλήγουμε να επαναλαμβάνουμε μία επιχειρηματολογία που έχει ξεπεραστεί από τις εξελίξεις.
Υπογραφή για ρύθμιση για μετά το 2018
Η βασική δέσμευση που ανέλαβε ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας είναι ότι η αναδιάρθρωση του χρέους του ελληνικού Δημοσίου θα γίνει μετά την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος-μνημονίου, τον Αύγουστο του 2018. Ο κ. Τσίπρας αντιμετωπίζεται σαν αναξιόπιστος από τους περισσότερους ηγέτες της ευρωζώνης και γι’ αυτό επέμειναν, με απόφαση του Μαΐου του 2016, να προηγηθεί η εκπλήρωση των υποχρεώσεων που ανέλαβε ο πρωθυπουργός στα πλαίσια του τρίτου προγράμματος-μνημονίου της όποιας διευκόλυνσης με την αναδιάρθρωση του χρέους.
Πρόκειται για μεγάλη πολιτική αποτυχία εάν σκεφτούμε ότι οι προηγούμενες μνημονιακές κυβερνήσεις είχαν επιτύχει θεαματικό «κούρεμα» του χρέους το 2011 και το 2012 και είχαν εξασφαλίσει την πολιτική δέσμευση για την αναδιάρθρωση του χρέους του ελληνικού Δημοσίου ήδη από τα τέλη του 2012. Από τη μια η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ μετέθεσε χρονικά τη συμφωνημένη αναδιάρθρωση του χρέους του ελληνικού Δημοσίου για μετά το 2018 και από την άλλη υποκρίνεται ότι θέλει να λύσει το πρόβλημα το οποίο η ίδια δημιούργησε.
Η μέθοδος του ΔΝΤ
Στις συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί είναι πολιτικά αδύνατον να δεχτούν οι Ευρωπαίοι εταίροι την επιτάχυνση της αναδιάρθρωσης του χρέους του ελληνικού Δημοσίου για όσο διάστημα βρίσκεται ο κ. Τσίπρας στην πρωθυπουργία. Δεν έχουν ξεπεράσει τις αμφιβολίες για τη δέσμευσή του στην πολιτική που έχει υπογράψει και έχουν μπροστά τους δύσκολες εκλογικές αναμετρήσεις, κατά συνέπεια δεν έχουν κανένα λόγο να αναλάβουν πρόσθετο πολιτικό ρίσκο σε όφελος μιας κυβέρνησης, η οποία συνεχίζει να διαφοροποιείται ή και να καταγγέλλει την πολιτική που έχει συμφωνηθεί.
Το πιθανότερο είναι ότι θα έχουμε, στις αρχές του 2017, μια γενική περιγραφή τού τι ενδεχομένως θα γίνει με το χρέος του ελληνικού Δημοσίου μετά το 2018.
Λάθος προτεραιότητες στην οικονομία
Προβάλλοντας συνεχώς τη συζήτηση για το χρέος του ελληνικού Δημοσίου, η οποία επί της ουσίας έχει κλείσει με υπογραφή του κ. Τσίπρα, η κυβέρνηση στέλνει λάθος οικονομικά μηνύματα. Δείχνει να μην έχει εμπιστοσύνη στις δυνάμεις της και να προσπαθεί να καλύψει την αδυναμία της να προχωρήσει στις αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές και να δημιουργήσει το κατάλληλο επενδυτικό κλίμα και να προετοιμάζει ένα «άλλοθι» για τη διαφαινόμενη αποτυχία της. Το βασικό επιχείρημα, σε επίπεδο επικοινωνίας, είναι ότι εφόσον δεν μας ρυθμίζουν «εδώ και τώρα» το χρέος, δεν μπορούμε να κάνουμε πολλά πράγματα για να βγει η οικονομία από την κρίση.
Η απάντηση των Ευρωπαίων εταίρων και των πιστωτών αναδεικνύει το κυβερνητικό αδιέξοδο. Οι Ευρωπαίοι εταίροι ζητούν αποτελέσματα στον τομέα της οικονομικής πολιτικής και υπενθυμίζουν σε κάθε ευκαιρία ότι ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας έχει δεχτεί να ανοίξει το θέμα της αναδιάρθρωσης του χρέους μετά το 2018. Οσο για το ΔΝΤ, τάσσεται υπέρ της αναδιάρθρωσης του χρέους με έναν τρόπο που θα ελαφρύνει τις τοκοχρεολυτικές υποχρεώσεις της Ελλάδας, την συνδυάζει όμως με την πρόσθετη μείωση των συντάξεων και των μισθών, ώστε να γίνει πιο ανταγωνιστική η οικονομία και να αποτραπεί μια νέα αύξηση του χρέους του ελληνικού Δημοσίου σαν και αυτή που παρατηρήθηκε το 2015-16. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Πρόεδρος των ΗΠΑ κ. Ομπάμα αναφέρθηκε στη θέση του ΔΝΤ για τη ρύθμιση του χρέους, ούτε φυσικά είναι τυχαίο ότι η κυβέρνηση Τσίπρα κράτησε απ’ όλη τη συζήτηση το θέμα της ρύθμισης του χρέους που είχε καθυστερήσει με ευθύνη του πρωθυπουργού, αποφεύγοντας οποιαδήποτε αναφορά στις συμπληρωματικές προτάσεις για νέα δραστική μείωση των συντάξεων και των μισθών.
Εάν η κυβέρνηση είχε αξιοποιήσει τις δυνατότητες που είχε δημιουργήσει η κυβέρνηση Σαμαρά και είχε εξασφαλίσει μεγάλη αύξηση των επενδύσεων και τη δυναμική ανάπτυξη της οικονομίας, η συζήτηση για το χρέος θα είχε περιοριστεί στις πραγματικές διαστάσεις του ζητήματος και η ρύθμισή του θα ερχόταν πολύ πιο εύκολα εφόσον οι Ευρωπαίοι εταίροι θα είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η παρέμβασή τους υπέρ της Ελλάδας δεν θα πήγαινε χαμένη.