Του ευρωβουλευτή της Ν.Δ. Γιώργου Κύρτσου
Από τον Μάρτιο του 2016, οπότε η Κύπρος βγήκε από το δικό της πρόγραμμα-μνημόνιο, η Ελλάδα είναι η μοναδική μνημονιακή χώρα της ευρωζώνης. Πρόκειται για μια εθνική αποτυχία εφόσον ο εγκλωβισμός μας στο πρόγραμμα-μνημόνιο μας οδηγεί στην κατώτατη κατηγορία της ευρωζώνης.
Η επ’ αόριστον παράταση της μνημονιακής περιόδου οφείλεται σε τρεις βασικούς λόγους: Στην αδυναμία μας να περιορίσουμε δραστικά τις δημόσιες δαπάνες, στις χαμηλές επιδόσεις της βιομηχανίας και των εξαγωγών και στη συνεχή επιδείνωση του ευρωπαϊκού περιβάλλοντος.
Ολα για το Δημόσιο
Οι μνημονιακές κυβερνήσεις δεν κατάφεραν να μειώσουν δραστικά τις δαπάνες για το Δημόσιο, με αποτέλεσμα να περάσουν τα περισσότερα βάρη της προσαρμογής στον παραγωγικό ιδιωτικό τομέα της οικονομίας.
Σημασία δεν έχει τόσο εάν οι δημόσιες δαπάνες περιορίστηκαν κάπως σε σχέση με το παρελθόν αλλά εάν κινούνται σε ένα επίπεδο που μπορεί να χρηματοδοτήσει ο παραγωγικός ιδιωτικός τομέας χωρίς σοβαρές παρενέργειες.
Ενδεικτικό το παράδειγμα των συνταξιοδοτικών δαπανών, οι οποίες σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat φέρνουν την Ελλάδα στην πρώτη θέση. Με βάση τα στοιχεία του 2015 η κρατική δαπάνη για τις συντάξεις έφτασε στη χώρα μας το 15,7% του ΑΕΠ, ενώ οι συντάξεις απορροφούν το 28,4% των συνολικών κρατικών δαπανών.
Οι Ευρωπαίοι εταίροι και το ΔΝΤ γνωρίζουν ότι οι δημόσιες δαπάνες στη χώρα μας δεν έχουν περιοριστεί αρκετά σε σχέση με τις δυνατότητες χρηματοδότησής τους από τον παραγωγικό ιδιωτικό τομέα της οικονομίας και δεν πρόκειται να μας διευκολύνουν αν δεν αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά το πρόβλημα.
Μένουμε πίσω στον ανταγωνισμό
Η αβέβαιη πορεία της βιομηχανίας και των εξαγωγών, ιδιαίτερα μετά τα capital controls στα οποία μας οδήγησε το πείραμα Τσίπρα-Βαρουφάκη, καθυστερεί την έξοδο της οικονομίας από το μνημόνιο και την κρίση. Είναι άλλο πράγμα η δημοσιονομική εξυγίανση και άλλο πράγμα η ενίσχυση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Η δημοσιονομική εξυγίανση είναι αναγκαία προϋπόθεση για να ενισχύσουμε τη διεθνή ανταγωνιστικότητά μας αλλά δεν οδηγεί αυτόματα σε αυτήν. Αποδείχθηκε ότι η μεγάλη μείωση του κόστους εργασίας δεν αρκεί για την ενίσχυση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας εφόσον η έλλειψη επαρκούς χρηματοδότησης, η υπερφορολόγηση, το υψηλό ενεργειακό κόστος, η αύξηση του ασφαλιστικού κόστους, η διόγκωση της κρατικής και της κομματικής γραφειοκρατίας δημιουργούν σοβαρές παρενέργειες.
Το τέταρτο τρίμηνο του 2016 σημειώθηκε μεγάλη υποχώρηση του ΑΕΠ, εξαιτίας της αδυναμίας της βιομηχανίας και των εξαγωγών να πάρουν τη σκυτάλη από τον τουριστικό τομέα, ο οποίος εξασφάλισε, με τις καλές επιδόσεις του, την άνοδο του ΑΕΠ το δεύτερο και το τρίτο τρίμηνο του 2016.
Η ανάπτυξη της βιομηχανίας εξασφαλίζει σταθερές θέσεις πλήρους απασχόλησης και η αύξηση των εξαγωγών επιτρέπει τη χρηματοδότηση του χρέους του ελληνικού Δημοσίου με παράλληλο περιορισμό των υφεσιακών φαινομένων και της αύξησης της ανεργίας. Οι ειδικοί των διεθνών οργανισμών αποδίδουν τον εγκλωβισμό της Ελλάδας στο μνημόνιο και στην αδυναμία μας να αυξήσουμε τις εξαγωγές στο ίδιο ποσοστό με τις χώρες που βγήκαν με επιτυχία από το δικό τους πρόγραμμα-μνημόνιο.
Η Ευρώπη σε σύγχυση
Θεωρητικά θα μπορούσε να υπάρξει μια συντονισμένη ευρωπαϊκή παρέμβαση που θα μείωνε δραστικά τις υποχρεώσεις μας προς τους πιστωτές και θα κάλυπτε για ένα μεγάλο διάστημα τα λάθη και τις παραλείψεις της ελληνικής πλευράς.
Αυτή η παρέμβαση είναι πολιτικά αδύνατη για όλες σχεδόν τις πιστώτριες χώρες. Οι κυβερνήσεις τους θα έπρεπε να περάσουν τα βάρη της ελληνικής κρίσης στους δικούς τους φορολογούμενους και να κινδυνεύσουν με μεγάλη πτώση της δημοτικότητάς τους.
Μετά το Brexit και την εκλογή του κ. Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ οι Ευρωπαίοι εταίροι δεν μπορούν να στηρίξουν αποτελεσματικά την ελληνική οικονομία, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι είναι σε θέση να ξεπεράσουν τους ενδοιασμούς τους για το πολιτικό κόστος της σχετικής πρωτοβουλίας. Η Ε.Ε. έχει μπει πλέον σε φάση υπαρξιακής κρίσης και στην ιεράρχηση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι Ευρωπαίοι εταίροι η ελληνική κρίση έχει υποχωρήσει αρκετά. Είμαστε πλέον υποχρεωμένοι να στηριχθούμε περισσότερο στις δικές μας δυνάμεις απ’ ό,τι κατά το παρελθόν και να πάρουμε την πρωτοβουλία των κινήσεων αν θέλουμε να βγούμε από το μνημονιακό τούνελ.