Κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών έγινε φανερό ότι η συμφωνία για τη δεύτερη αξιολόγηση του τρίτου προγράμματος-μνημονίου θα έκλεινε τον Μάιο -λίγο πριν τελειώσουν τα χρήματα του ελληνικού Δημοσίου- και πως θα ήταν εξαιρετικά δύσκολη για την ελληνική οικονομία και την κοινωνία.
Είχα επισημάνει, σαν μέλος της Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και σαν μέλος της Ομάδας Εργασίας που παρακολουθεί εκ μέρους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου την εφαρμογή του ελληνικού προγράμματος-μνημονίου, πως δεν υπήρχε ουσιαστική διαπραγμάτευση μεταξύ ελληνικής κυβέρνησης και των ευρωπαϊκών θεσμών και του ΔΝΤ, αλλά μια εσωτερική διαπραγμάτευση μεταξύ κυβέρνησης και ΣΥΡΙΖΑ για τη διαχείριση του πολιτικού κόστους της συμφωνίας.
Ο κ. Τσίπρας και οι συνεργάτες του δεν διαπραγματεύτηκαν με τους Ευρωπαίους εταίρους και το ΔΝΤ γιατί δεν μπορούσαν και γιατί σε τελική ανάλυση δεν τους ενδιέφερε.
Η αδυναμία της κυβέρνησης
Η αδυναμία της κυβέρνησης να προχωρήσει στην αναγκαία ουσιαστική διαπραγμάτευση με τους Ευρωπαίους εταίρους και τους πιστωτές οφείλεται, κατά την άποψή μου, στους εξής λόγους:
Πρώτον, ο κ. Τσίπρας στερείται πολιτικής αξιοπιστίας και είναι υποχρεωμένος να κάνει ό,τι του λένε οι Ευρωπαίοι εταίροι. Εχασε την αξιοπιστία του το πρώτο εξάμηνο του 2015 οπότε προσπάθησε να οργανώσει, με τη βοήθεια του κ. Βαρουφάκη, την αναμέτρηση της Ελλάδας με την ευρωζώνη. Η στροφή 180 μοιρών που πραγματοποίησε ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας το καλοκαίρι του 2015 διευκόλυνε τη συνεννόηση με τους Ευρωπαίους εταίρους και τους πιστωτές, δεν τον μετέτρεψε όμως σε αξιόπιστο εταίρο. Η μέθοδος που ακολουθείται σε ευρωπαϊκό επίπεδο έναντι της ελληνικής κυβέρνησης είναι ο συνδυασμός καλών ή ενθαρρυντικών λόγων με την επιβολή αυστηρής πειθαρχίας. Ολοι γνωρίζουν ότι η περιορισμένη αξιοπιστία του κ. Τσίπρα έχει εξασθενήσει τη διαπραγματευτική του θέση.
Δεύτερον, η κυβέρνηση αναλώνεται σε πολιτικούς χειρισμούς και είναι δέσμια πολιτικών, κομματικών ισορροπιών, με αποτέλεσμα να μην έχει δημιουργήσει μια ισχυρή διαπραγματευτική ομάδα και να μην είναι σε θέση να ανοίξει έναν σοβαρό διάλογο με τα κόμματα της αντιπολίτευσης ώστε να υπάρξουν και ορισμένες εθνικές θέσεις για τα ζητήματα της ελληνικής οικονομίας. Ο κ. Τσακαλώτος συνδυάζει το «ναι σε όλα» σε επίπεδο Βρυξελλών με την εκπροσώπηση της ομάδας των 53+ που αυτοπροβάλλεται σαν η αριστερή πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ. Ο κ. Χουλιαράκης έχει εικόνα άχρωμου διεκπεραιωτή, ενώ ο κ. Σταθάκης μοιάζει σχετικά αδιάφορος και ο κ. Παπαδημητρίου αρκετά γραφικός. Οσο για την κ. Αχτσιόγλου συνεχίζει την παράδοση διγλωσσίας του κ. Κατρούγκαλου, εφόσον άλλωστε υπήρξε συνεργάτις στο δικηγορικό του γραφείο, βοηθός του στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και διευθύντρια στο γραφείο του όταν ήταν υπουργός Εργασίας.
Τρίτον, από ένα σημείο και πέρα η κυβέρνηση έπεσε θύμα της καθυστέρησης που η ίδια προκάλεσε, με αποτέλεσμα οι συνομιλητές της να δείχνουν προτίμηση στη διατύπωση οδηγιών και όχι στην ανταλλαγή απόψεων και κάποιου είδους σύνθεση. Μετά το Brexit η Ε.Ε. απέκτησε πρόβλημα υπαρξιακών διαστάσεων και οι πολιτικές ανάγκες των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων που αντιμετωπίζουν δύσκολες εκλογικές αναμετρήσεις οδήγησαν σε αυστηρότερη στάση έναντι της ελληνικής κυβέρνησης.
Η βασική προτεραιότητα
Η κυβέρνηση λοιπόν δεν είχε τις προϋποθέσεις για να οργανώσει μια ουσιαστική διαπραγμάτευση, η οποία θα προστάτευε την ελληνική οικονομία και την κοινωνία από ορισμένες μνημονιακές υπερβολές και θα εξασφάλιζε κάποια πλεονεκτήματα στην ελληνική πλευρά.
Το χειρότερο είναι ότι ο πολιτικός σχεδιασμός της κυβέρνησης δεν περιελάμβανε την αναγκαία διαπραγμάτευση, απλά η επικοινωνιακή της πολιτική προσπάθησε να δημιουργήσει την εντύπωση της σκληρής διαπραγμάτευσης.
Κύριο μέλημα του πρωθυπουργού κ. Τσίπρα και των συνεργατών του ήταν να κερδηθεί πολιτικός χρόνος, σε βάρος της οικονομίας και της κοινωνίας, για να οργανωθεί καλύτερα η εξουσία του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ μαζί με τη νομή της και να γίνουν οι αναγκαίες συνεννοήσεις για το πέρασμα των νέων μνημονιακών μέτρων στους βουλευτές, τα κυβερνητικά και κομματικά στελέχη, τον σκληρό πυρήνα της εκλογικής βάσης, στο όνομα της διατήρησης της εξουσίας και των προνομίων και ευκαιριών που συνδέονται με αυτήν.