Κυριακή, 22 Αυγούστου 2021 23:22

«Γλυκορρίζιον Τριφυλίας (Ν. Μεσσηνίας)» του Χρίστου Κοντοβουνήσιου

Γράφτηκε από την
«Γλυκορρίζιον Τριφυλίας (Ν. Μεσσηνίας)» του Χρίστου Κοντοβουνήσιου

  

Γράφει η Αντωνία Παυλάκου

φιλόλογος, πρόεδρος της Ένωσης Μεσσήνιων Συγγραφέων

Ένα βιβλίο, το οποίο ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης θα αναζητήσει εκτός εμπορίου  από τον ίδιο του τον συγγραφέα, πρέσβη επί τιμή και μέλος της Ε.Μ.Σ. Χρίστο Κοντοβουνήσιο, μου χαρίστηκε τιμητικά λίγες μέρες αφότου κυκλοφόρησε, τον Ιούλιο του 2021. Ευχαριστώ τον συγγραφέα που με συμπεριέλαβε σ’ εκείνους που επιθυμεί να γνωρίσουν καλύτερα το Γλυκορρίζι Τριφυλίας, την ιδιαίτερη πατρίδα του, «αυτόν τον κόσμο τον μικρό, τον μέγα», όπως τον αποκαλεί στον  εμπροσθόφυλλο του βιβλίου, δανειζόμενος ως υπότιτλο την συγκεκριμένη άφθαρτη φράση από τον μεγάλο ποιητή μας!

Τον συμμεριζόμαστε βαθιά καθώς απολαμβάνουμε την πανοραμική φωτογραφική άποψη του Γλυκορριζίου στο εξώφυλλο του βιβλίου. Πρόκειται για ένα γνήσιο ελληνικό  τοπίο ημιορεινού χωριού που αποκτά σημασία ιδιαίτερη για τον γράφοντα και τους συμπατριώτες του απεικονισμένη στο εξαιρετικό τετράστιχο του οπισθόφυλλου: «Επιστροφή στο δικό μου μετερίζι. / Περήφανα διασχίζω την Ωραία Πύλη. Μεταλαμβάνω των αχράντων ιστοριών. Παίρνω Αντίδωρο, είμαι στο Γλυκορρίζι». Ο Χρίστος Κοντοβουνήσιος καίρια σκιαγραφεί στο τετράστιχο αυτό σκέψεις και συναισθήματα που πλημμυρίζουν όλους μας – μιας κάποιας ηλικίας βεβαίως – όταν επιστρέφουμε ή αναπολούμε τη νεανική ηλικία στην ιδιαίτερη πατρίδα μας. Είναι οι στιγμές που διαπιστώνουμε ότι η όποια εξέλιξή μας οφείλεται σ’ αυτές τις ρίζες.

Εν προκειμένω ο Χρίστος Κοντοβουνήσιος, διαθέτοντας την ευχέρεια του λόγου και τη βαθύτερη γνώση ότι τα γραπτά μένουν (scripta manent) επιχειρεί να «μιλήσει» για τις ρίζες τις γλυκές της γλυκιάς ιδιαίτερης πατρίδας του, να αναδείξει στη μνήμη των συμπατριωτών του τον μικρό – μέγα αυτόν κόσμο και να αφήσει στην ιστορική μνήμη αξιοσημείωτα στοιχεία που συνθέτουν την ιστορική πορεία και ταυτότητα ενός χωριού που έχει κρατηθεί ζωντανό εδώ και πέντε αιώνες.

Σ’ έναν ιδιαιτέρως κατατοπιστικό πρόλογο ο συγγραφέας καταθέτει διευκρινιστικά τις προθέσεις της συγγραφής του πονήματός του, το οποίο, ενώ δεν είναι ιστορική μελέτη παρά καρπός προσωπικών βιωμάτων, θα προσφέρει ωστόσο στοιχεία στον μελλοντικό ιστορικό ερευνητή. Επίσης, ενώ δεν έχει το στίγμα μιας ενδελεχούς λαογραφικής έρευνας, η συνοπτική εμπειρική παράθεση και παρουσίαση κοινωνικών, εθιμικών, πολιτιστικών στοιχείων από τον συγγραφέα θα βοηθήσει τον Γλυκορριζιώτη του παρόντος και του μέλλοντος να αναπλάσει την παλιότερη εικόνα του τόπου του. Στην ανάπλαση αυτή ο συγγραφέας θεωρεί βοηθητική και την παράθεση από μέρους του των ιδιαίτερων γλωσσικών και μορφοσυντακτικών τρόπων που χρησιμοποιούνται ή χρησιμοποιήθηκαν στην περιοχή.

Ο Χρίστος Κοντοβουνήσιος, λοιπόν, μας καλωσορίζει ως αναγνώστες στα βιώματά του πρώτα με ένα παραδοσιακής μορφής ποίημά του με τίτλο «Το χωριό μου» για να εισέλθουμε μ’ αυτόν τον τρόπο στις ιστορικολαογραφικές αναφορές του, πλαισιωμένες με πλούσιο και ομολογουμένως τεχνικά εξαιρετικό και κατατοπιστικό φωτογραφικό υλικό που αναδεικνύει την επιμέρους φυσιογνωμία του τόπου της ιδιαίτερης πατρίδας του και του τοπίου της.

Προηγείται μια πολύ χρήσιμη και ενδιαφέρουσα αναδρομή στα χρόνια της Ενετοκρατίας κατά τα οποία το χωριό εξακολουθεί να φέρει το όνομα Μουρτάτου, τουρκικής προελεύσεως ονομασία, η οποία προφανώς του είχε δοθεί κατά την προηγηθείσα Οθωμανοκρατία.Η δυναμική παρουσία του χωριού κατά την Επανάσταση του ’21, (τεκμηριώνεται με μελέτη των Γ.Α.Κ.), κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, τη Μικρασιατική Εκστρατεία, την Αντίσταση κατά των Γερμανών και χωρίς δραματικές εμπάθειες κατά τον Εμφύλιο, είναι γεγονός, ενώ η μετονομασία του σε Γλυκορρίζει γίνεται το 1927. Παρατίθεται παρακάτω η νεότερη αυτοδιοικητική του εξέλιξη και η τοπογραφία του στην ορεινή Τριφυλία, σε μια ιδιαίτερα σεισμογενή περιοχή. Τα λιθόκτιστα δίπατα σπίτια του χωριού, ηλικίας άνω των 120 χρόνων και η περιγραφή τής οικοσκευής τους ως τις δεκαετίες ’60-’70 περίπου, το δημογραφικό, με τη λυπηρή κατάληξη των 50 σημερινών κατοίκων, οι μνήμες από το «επεισοδιακό πέρασμα» του Μουτζούρη που δεν υπάρχει πια(!) και που για χάρη του καμαρώνουμε και σήμερα τις δύο πέτρινες τρενογέφυρες, συνθέτουν μαζί και με περισσότερες λεπτομέρειες τη βασική εικόνα του. Πολύτιμη κληρονομιά τού χωριού η ανόθευτη εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας με ελάχιστες χρήσεις  τουρκικής ή αρβανίτικης προέλευσης και κάποια ιδιαίτερα ελληνικά στοιχεία της ντοπιολαλιάς.

Ακολουθεί η αναφορά στους υπηρετήσαντες ως προέδρους του χωριού μέχρι το 2018 και το ιδιαίτερης συγκινησιακής φόρτισης κείμενο για το δημοτικό του σχολείο που έδωσε  κάθε λογής καταξιωμένους "εργάτες" σε κάθε τομέα ανάπτυξης και έκλεισε το 1985. Περιγράφεται επίσης η θρησκευτική ζωή οργανωμένη στην Ιερά Μητρόπολη Τριφυλίας – Ολυμπίας και υπό την πνευματική καθοδήγηση του εκάστοτε ιερέα, με έμφαση στα ονόματά τους και στη χρήση κατά περίπτωση της καμπάνας ως τη σημερινή ψηφιοποιημένη εξέλιξή της. Εστιάζουμε στο έντονο ενδιαφέρον που προκαλούν τα κεφάλαια που αφορούν στα ήθη και έθιμα των κοινωνικών – πολιτιστικών και θρησκευτικών εκδηλώσεων, ο ρόλος του παλιού συλλόγου «Άβαρος» και η θέση της Γλυκοριζιώτισσας κόρης, νύφης, κυρίως βεβαίως νοικοκυράς, κυρίαρχη και συνάμα υποταγμένη στη θέληση της παλιότερης ανδροκρατούμενης τοπικής κοινωνίας.

Κριτικό χαρακτήρα και ενδιαφέρον παρουσιάζει η άποψη του συγγραφέα για τη μετανάστευση, εσωτερική και εξωτερική, που έδωσε άλλη πληθυσμιακή φυσιογνωμία και εξέλιξη στο Γλυκορρίζι. Η υδρογραφία δε του χωριού (πηγάδια, βρύσες, πηγές, ποτάμια, ρέματα) δεν περιορίζεται στη σχέση με την ομορφιά του τοπίου, αλλά δίνεται έμφαση στον κοινωνικό και οικονομικό τους ρόλο, όπως τονίζεται και η σημασία των κοινοτικών έργων (δρόμοι, υδραγωγείο, ηλεκτροδότηση, τηλεφωνικό δίκτυο, κοινοτικό γραφείο, αποχετευτικό σύστημα) και η συμβολή τους στη σημερινή εξελιγμένη (αστικοποιημένη) φυσιογνωμία του.

Οι αγροτικές εργασίες και τα γεωργκά εργαλεία συνδυασμένα με αυτές, όπως η κυρίαρχη ελαιοκαλλιέργεια και η αμπελουργία, λιγότερο η προβατοκομία και οι άλλες ενασχολήσεις προηγούνται της περιγραφής της πλούσιας πανίδας και χλωρίδας του Γλυκορριζίου, με τα τοπωνύμια των χωραφιών και το αλώνισμα. Δεν λείπουν, όπως από κάθε τόπο άλλωστε, οι γραφικοί τύποι του χωριού με τα «κατορθώματα» και τις περίφημες πραγματικές ή φανταστικές ιστορίες τους. Όλα είναι σκιαγραφημένα με αγάπη και σεβασμό από τον συγγραφέα, ενώ ιδιαίτερη συγκίνηση και νοσταλγία νιώθει ο αναγνώστης με την περιγραφή των παλιών, ομαδικών κυρίως, παιδικών παιχνιδιών και τις αναφορές στα απεικονιστικά παρατσούκλια των Γλυκορριζοπαίδων της εποχής της νεότητας του συγγραφέα. Δεν λείπουν οι γλυκορριζιώτικες παροιμίες – εν πολλοίς γενικευμένα πανελλήνιες – και μια κριτική αποτίμηση για την ερήμωση των χωριών και η διατύπωση μιας πρότασης – αντίδοτου στο πρόβλημα.

Το βιβλίο κλείνει με μια επιγραμματική παρουσίαση των παλιών οικογενειών του Γλυκορριζίου με τα προσωνύμιά τους, ενώ στο επιμύθιο αναφέρεται η τριφυλιακή βιβλιογραφία, την οποία προφανώς συμβουλεύτηκε ο Χρίστος Κοντοβουνήσιος.Τον επίλογο αποτελεί και πάλι ποίημα του συγγραφέα- ύμνος στην αίσθηση της συνεισφοράς της γενέθλιας γης στη συνολική πορεία του και στη σημερινή συναισθηματική φόρτιση που αισθάνεται κατά την εκάστοτε επιστροφή του σε αυτό.

Εν κατακλείδι ο Χρίστος Κοντοβουνήσιος, με τη μικρή αυτή μελέτη για την ιδιαίτερη πατρίδα του, αφήνει μια κιβωτό μνήμης στους συνοδοιπόρους και ομογάλακτους συντρόφους της νεότητάς του  και μια παρακαταθήκη Ιστορίας σε όσους από τους σύγχρονους Γλυκορριζιώτες  θέλουν να ανατρέχουν στις βάσεις του παρελθόντος.  Ένα βιβλίο - προϊόν αγάπης, νοσταλγίας και αναβάπτισης στα νάματα των ριζών τού συγγραφέα του, τα οποία εν τέλει επιθυμεί να μοιραστεί με όλους  όσοι συμμερίζονται τις συγκινήσεις του καταστατικού παρελθόντος του αλλά και τις τωρινές ανησυχίες και ευαισθησίες του.


NEWSLETTER