Η τρίτη συλλογή «Γρίπος» του Γ.Α. ανοίγει τη βεντάλια της με το έντιτλο πεζοποίημα «Σχεδίασμα», προεξαγγέλοντας τη σχεδίαση της νέας του « Πορείας» με ποιήματα της μοναξιάς και της σιωπής. Πράγματι, στο κύριο σώμα της συλλογής ακούμε τις φωνές τους, μέσα από τη μουσικότητα των «ένρινων φθόγγων του ν και μ» και τους ζαλιστικούς λαβύρινθους της άναρθρης κραυγής που ψάχνει να βρει τον ήχο της . Μέσα από το συνταίριασμα στο χωνευτήρι του ποιητικού του λόγου της ρυθμικής και περήφανης «ντοπιολαλιάς του τσι και του λα», σαν εκείνες τις «Αγριοσυκιές που θρέφονται/σε σπίτια που χάσκουν» και σαν την «πελεκητή καμάρα» που «στέκεται αγέρωχη» ανάμεσα σε χαλάσματα σωρό, της ανανοηματοδότησης ηρωικών μορφών του ομηρικού μύθου, της πολιορκητικής δύναμης της σολωμικής άνοιξης ( « Θ’ ανοίξω/το ν της άνοιξης»), της νοτισμένης οξείδωσης του ελύτειου στίχου ( «Στην αγκαλιά σου πετάριζα»), της αισχύλειας τραγικότητας της ανθρώπινης μοίρας («Βροτοστυγείς και θεοστυγείς./ Κι εγώ, σε ρόλο θεοπρόπου,/ερμηνευτής κακών»), του ύφους της κουβέντας του Ρίτσου ( « Κι αν, ας πούμε, εκείνη τη νύχτα»). Έτσι που η μοναξιά αποστραγγίζεται από το αίμα της στον αποστακτήρα του ποιητικού χαρτιού και στο τέλος της συλλογής μετουσιώνεται σε σιωπή «Πορείας», ένα δεύτερο έντιτλο πεζοποίημα, με το οποίο κλείνει κυκλικά ο ««Γρίπος», με την αποτιμητική ανθρώπινη και ανθρωπιστική ματιά ενός γόνιμου προβληματισμού.
Τα δύο αυτά πεζοποιήματα, τα μοναδικά με τίτλο, συνδεόμενα με τα αντίστοιχα της πρώτης συλλογής («Άπαρση»), αισθητοποιούν την ολοκλήρωση του ποιητικού κύκλου μιας τριλογίας, η οποία παράλληλα με το «Γρίπο» κλειδώνει και τον κύκλο μιας προσωπικής διαδρομής του Γ.Α. Ένα περιπετειώδες ταξίδι, με μοχλό κίνησης τον έρωτα στην ατομική και συλλογική έκφραση της ζωής και με πανιά τη μνήμη. Αυτήν τη δεξαμενή της λογοτεχνικής παραγωγής, εν προκειμένω της ποιητικής, που έχει τη δύναμη τα πάθη με τους κραδασμούς τους να τα απορροφά σε « δυο στοίβες χαρτιών», να τα ξαναζωντανεύει γαληνά, χωρίς τη μεταφυσική αναμονή « της Δεύτερης Παρουσίας/ που αργεί/ πολύ αργεί». Είναι η μνήμη του π. που ξανοίγεται στη θάλασσα των αναμνήσεών του, θέλοντας να δαμάσει τον «πανδυνάστη χρόνο», για να του ταιριάζει τελικά ο χαρακτηρισμός του πανδαμάτορα. Και αυτή που με την ευγένεια του ήθους της καλής ποίησης, μας καλεί συγκοινωνούς της στους συναισθηματικούς της τόπους.
Η τριλογία « Άπαρση», «Βισταλόγκα», «Γρίπος» είναι η προσωπική οδύσσεια του π. στη θάλασσα -πεδίο της αναζήτησης μιας νέας ζωής και της λογοτεχνικής της έκφρασης , στη θάλασσα- διερευνητικό φακό της λυρικής της αποτίμησης, με κατάληξη μια στοχαστική και αναστοχαστική Ιθάκη, αντίστοιχα, όπου η θάλασσα είναι πια μακρινή ανάμνηση και ο γρίπος το απιθωμένο δίχτυ, που μοιάζει τώρα με άγκυρα, στο λιμάνι της γαλήνης και της συνειδητής σιωπής της.
Γιατί η θάλασσα είναι η μεγάλη αγαπημένη του ποιητή που έθρεψε το όνειρο και τον έρωτα για το ταξίδι της ζωής, με την προσδοκία το δίχτυ του να το ρίξει στο βυθό της ουσίας της και σ’ αυτό να πιαστεί το νόημα που το αναζητεί στο πάντρεμα του ατομικού με το συντροφικό και το συλλογικό. Είναι το δίχτυ που ρίχνεται και ανασύρεται από το βυθό της θάλασσας-ζωής, αναζητώντας τους συμβοηθούς- συνοδοιπόρους του.
Ο «Γρίπος» με το θεματικό του δίπολο Έρωτας- Θάνατος οδοιπορεί παράλληλα με τα μοτίβα της απουσίας, της απώλειας και της νομοτελειακής φθοράς πάνω στον άξονα του χρόνου. Η διαχείρισή του αποτελεί και το βασικό προβληματισμό της ποιητικής παραγωγής και των τριών συλλογών του Γ.Α. Ο χρόνος είναι η μνήμη, η οποία συνέχει το παρελθόν της νιότης του ονείρου και της προσδοκίας με ένα δυστοπικό μέλλον, που διαθλασμένο στο πρίσμα του παρόντος αναμετριέται μέσα από τις απώλειες και τις ματαιώσεις με την αγωνία της ύπαρξης του ατόμου σαν μονάδα και σαν συλλογικό υποκείμενο. Από την άποψη αυτή ο «Γρίπος» είναι έκδηλα υπαρξιακός, αφού η φθορά, η οποία επέρχεται με τον «πανδυνάστη» χρόνο, είναι μια σωρεία ναυαγίων που τόσο εύστοχα αποτυπώνει εικαστικά το εξώφυλλο της συλλογής. Η ανάκληση της μνήμης μοιάζει απολογισμός, θλιβερός, μα αναγκαίος για την περαιτέρω πορεία της ζωής.
Το «κουτί της θλίψης» του Γρίπου είναι ένα αρχείο, κατ’ εξοχήν ερωτικό, που διατρέχει με το μελαγχολικό ρίγος του ανολοκλήρωτου και των απρόβλεπτων ανατροπών, και τις εγγεγραμμένες μνήμες κοινωνικού, πολιτικού και πολιτισμικού περιεχομένου, οι οποίες στιχουργούνται αδρά, με την αίσθηση της απόγνωσης και της αγωνίας, ως εκκρεμή ζητούμενα. Αν και φαινομενικά άδηλη η δομική κατασκευή του, εν τούτοις γίνεται με την οργανωτική ικανότητα ενός καλού ταξινόμου. Ενδεικτική η αναφορά δυο ποιημάτων κατά σειρά: « Τις στείρες νύχτες….» και το « Πού μ’ άφησες να ταξιδεύω….».
Στην ερωτική διάσταση της συλλογής, το «ρευστό και ανήμπορο σώμα» το καταδυναστεύει η αισθαντική ανάμνηση του βιωμένου έρωτα ως ανολοκλήρωτου κύκλου. Η ποιητική γλώσσα έντονα εικονοπλαστική βουτάει το χρωστήρα της και στήνει ένα ρομαντικό σκηνικό συμπαντικού τοπίου και γνώριμων χώρων ( με θάλασσα και ουρανό, ήλιο, αστέρια και φεγγαρόδρομους, καλντερίμια, κ.λ.π.), που στέγασαν τα ερωτικά σκιρτήματα της νιότης, αναδύεται αντιθετικά ανάμεσα στη χαρμονή και τη λύπη που προκαλεί ο ματαιωμένος έρωτας, για να μετουσιωθεί τελικά με τη μουσική κλίμακα των συναισθημάτων μέσα από υφέσεις και διέσεις σε κρεσέντο λυγμού και σιωπής. Έτσι αν η αυτοβιογραφική μνήμη είναι και μια γλωσσική πατρίδα, όπως ειπώθηκε, τότε και τα νέα ποιήματα του «Γρίπου» είναι μια πατρίδα της καρδιάς, λειασμένης όμως με τη συν-κινητική δύναμη του ποιητικού λόγου, που μπορεί να φέρνει στο φως τα «κλειδωμένα αισθήματα» - αντίθετα με την προγραμματική δήλωση του πρώτου ποιήματος- και να τα υψώνει στην αριθμητική δύναμη ν και μ της ποιητικής έκφρασης.
Είναι ποιήματα-δίχτυα που συγκρατούν εξακολουθητικά την «κληροδοτημένη προίκα της μνήμης», ώστε να κεντάνε «τη συναισθηματική νομοτέλεια» της κάθε απουσίας τόσο, που να μπορούν γαληνεύουν τους προσωπικούς «άλυτους γρίφους» και τα «γιατί» ακόμα και της πιο «δυσανάγνωστης ψυχής». Και τότε η ποίηση στην «έρημο του ποιητή», γίνεται ένας παρηγορητικός «Γρίπος» , μια «ερατώνυμη αγάπη, η αρχή και το τέλος». Συνάμα και για εμάς, τους αναγνώστες, η επιστροφή στο συναίσθημα εκείνο που περικλείει όλη την ένταση της πρωτογέννητης, αφτιασίδωτης επιθυμίας ( « Οι άναρθρες κραυγές»// «Έτσι το φαντάστηκα/ το σπίτι…») αλλά και στους χαμένους τόπους του καθενός μας, που οι ματαιώσεις, οι οποιεσδήποτε της ζωής, τους έκαναν ουτοπία και απογοήτευση. Και- γιατί όχι- να ελπίζουμε, επανακαθοριζόμενοι, σε μια ακόμα ίσως ευκαιρία- αφετηρία νέας πορείας, αφού όπως αισιόδοξα λέγεται στο « Άσπρο χαρτί ο ουρανός».
Αλλά η ζωντανή μνήμη του «Γρίπου», συνειδητά ζώσα, αν και «θολή και κατακερματισμένη» με τις μελαγχολικές της χαρακιές στα αισθήματα και τη σκέψη, δεν εκπίπτει σε μελό συναισθηματισμό, παρά αποκρυσταλλώνεται σε πικρή αποτίμηση και στωικό στοχασμό. Η συγχρονία του παρόντος βιώνεται και μέσα από τις απώλειες αγαπημένων προσώπων ( ενδεικτικά τα τρία ποιήματα για το Γιάννη, σελ. 57-60), από την ερημιά και εγκατάλειψη τόπων και σπιτιών, από τις ακυρώσεις των ιδεολογικών παλμών ενός επαναστατικού, πολλά υποσχόμενου, παρελθόντος, που όμως εξέπεσε τώρα σε «σιωπές των βιβλίων» και «σκονισμένα μανιφέστα/ σκορπισμένα από τους αέρηδες της Ιστορίας», σε «απότοκα επαναστάσεων» που « λησμόνησαν τους γεννήτορες» και που « ο κόσμος πισωπατεί/ και ξαναβάφεται/ μαύρος» και σε « σημαία ανάπηρης Δημοκρατίας».
Οι χαμένοι τόποι έτσι γίνονται εκτός από μνημόσυνο και οφειλή χρέους για ό,τι και όποιον χάθηκε ανεπιστρεπτί, συ-νάμα και η κολυμπήθρα, όπου βυθίζεται το ποιητικό υποκείμενο ηττημένο, για να βρει τις νέες συντεταγμένες της ζωής του, να επανακαθορίσει τη νέα του θέση, αυτή της ενεργητικής, κατά την άποψή μας, σιωπής «στον αιώνα της ήττας που είχε ξεκινήσει». Αυτή η αναζήτηση της στάσης είναι και το θυμοσοφικό καταστάλαγμα, το κέρδος ενός ταξιδιού στην αναζήτηση της προσωπικής Ιθάκης, με τις όποιες παλινδρομήσεις του, αφού εκτός από τις ατυχείς συγκυρίες, όλα τα ανθρώπινα μοιραία υποκύπτουν και στο νόμο της φθοράς που φέρνει ο χρόνος, και τελικά στο θάνατο. Η ανάμνηση τότε, σαν δεκανίκι της μνήμης, μοιάζει με αυτό που τόσο ωραία το λέει σαν μότο στο μυθιστόρημά του « Ζωή μέχρι χτες» ο Ξανθούλης: «αληθινό μέτρο της ζωής είναι η ανάμνηση».
Γιατί πράγματι με αυτήν όλοι μας, λίγο πολύ, μετράμε την κάθε τωρινή μας. Με αυτή τη μικρή πατρίδα των πρώτων μας ριζωμάτων, της ελπίδας και της γλυκιάς μέχρι διαψεύσεως προσμονής μας, πορευόμαστε στη μεγάλη. Με αυτήν δαπανούμε τη ζωή μας, προσπαθώντας να ξορκίσουμε τη λήθη και το θάνατο, κυρίως στους ώριμους απολογισμούς μας.
Θα έλεγε κανείς ότι ο «Γρίπος» είναι ποίηση της ήττας. Υπάρχουν διάσπαρτοι στίχοι αλλά και η ψυχική αποτύπωση σχεδόν στο σύνολο των ποιημάτων που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν αυτό το χαρακτηρισμό. Θα σταθώ μόνο σε δυο ονόματα, των ομηρικών Ελπήνορα και Φιλοκτήτη. Η αναφορά στον πρώτο συμπυκνώνει το πρόσωπο της συντροφικής «Νέκυιας», πραγματικής και συμβολικής, η δε στον δεύτερο, τις κακοφορμισμένες πληγές του τραυματισμένου αγωνιστή που τις μετρά και τις ξαναμετρά, νιώθοντας απο-γοήτευση από ατυχίες προσωπικές, αποστροφή από κοινωνικά άλυτα ζητούμενα ( « Και πες μου εσύ…» / «Είδα στο ξημέρωμα….»), πολιτικές και πολιτισμικές καθιζήσεις.
Όλα αυτά που τον οδηγούν στη σιωπή της μοναξιάς, για να προστατευτεί ό,τι πολύτιμο απομένει: η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, σαν αντίβαρο στην αίσθηση της αποτυχίας και της απογοήτευσης, που φέρνουν μαζί με το λυγμό οι όποιες ήττες της ζωής. Όμως, από την άποψη αυτή, η σιωπή μπορεί να διαβαστεί σαν το ενεργό όπλο περισυλλογής και απολογισμού, σαν ένα καινούριο παρόν, μακριά από ιδεολογήματα και αιθεροβάμονες προσδοκίες.
Αλλά και η ανάποδη ανάγνωση, με θετικό πρόσημο, του κομβικού ποιήματος « Έτσι που σε εξιδανίκευσα…..», μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι είναι αρνητική η απαλοιφή ενός βιωμένου, ακόμα και τραυματικά, παρελθόντος, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ατομική και συλλογική μνήμη. Εξ’ άλλου και ο ίδιος δεν απαρνιέται καμιά « ανορθογραφία του», που σημαίνει ότι σε ένα τραύμα μπορεί να εμπλέκεται και η δική μας ευθύνη. Στην ίδια σκέψη κατατείνει και η αλληγορική ανάγνωση άλλων ποιημάτων, όπως π.χ. «Το πεφταστέρι…», κ.λ.π.. Τα δε ποιήματα «Μια νότα να δανειστώ….», «Πάρε πτυχή…», μας επιτρέπουν να επισημάνουμε ότι παρότι η θεματική στο σύνολο των τριών συλλογών βαδίζει στα χνάρια ίδιων ποιητικών μοτίβων, η γλώσσα μέσα από τους σταθερά μελαγχολικούς χαρακτηριστικούς κυματισμούς της ποίησης του Γ.Α., επικεντρωμένη τώρα στο δίπολο Έρωτας- Θάνατος, μετατοπίζεται με δειλή, πλην φανερή αισιοδοξία, καθώς εστιάζει τη ματιά μας στα μικρά και ωραία του ταξιδιού της ζωής και την αναγκαιότητα διατήρησης της μνήμης μας σε κάθε παρόν.
Με την επίγνωση του « δύσβατου τούνελ» του, και δυσανάγνωστου σήμερα θα συμπληρώναμε, μακριά από «δυσοίωνες προφητείες», που την σκιάζουν. Από την θέση αυτή θα λέγαμε ότι ακόμα κι αν ο « Γρίπος» διαβαστεί σαν ποίηση της ήττας, τότε ας θυμόμαστε πως «υπάρχουν ήττες που αξίζουν περισσότερο από τις νίκες», όπως αισιόδοξα μας θυμίζει ο Λουίς Μπόρχες.
Μ’ αυτή τη νέα στάση που φέρνει ο οποιοσδήποτε Θάνατος του οποιουδήποτε Έρωτα, με τη συνειδητοποίηση της Αρχής και του Τέλους των ανθρωπίνων, κλείνει ποιητικά μια προσωπική τριλογία, που προαναγγέλθηκε σαν ανολοκλήρωτος ακόμα κύκλος στη «Βισταλόγκα». Τριλογία εγγεγραμμένη στον κύκλο της κοινωνικής συλλογικότητας, σαν ένα ατομικό τρίγωνο ΑΒΓ (ακροστοιχίδα των τίτλων των τριών συλλογών, όχι τυχαία νομίζουμε), παραμένοντας ωστόσο ανοιχτός στον ατέρμονα κύκλο της ζωής, για να ξαναδοκιμαστεί η σιγουριά της απόφασης σε μια νέα πορεία.
Ο «Γρίπος» είναι η «Άπαρση» και η «Βισταλόγκα» μαζί, ένα φώς «πορείας στην ομίχλη του μέλλοντος», κατά τον Αναγνωστάκη, για τις «ανεπίγνωστες γενιές», ένα αναστάσιμο «αναρριχητικό της άνοιξης» για κείνους που μιλούν με τις σιωπές της μοναξιάς τους.
Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούμε στις εικαστικές αποτυπώσεις με την αδρή πινελιά του Προκόπου, που εύγλωττα συνομιλούν με έξι ποιήματα του «Γρίπου», και εκφράζουν την ψυχική του διάθεση με παραστατική λιτότητα και ευαισθησία.
Η συλλογή « Γρίπος» παρουσιάστηκε στη Λαϊκή Βιβλιοθήκη στο ΠΚΚ, σε ένα φιλικά ζεστό κλίμα, στις 6/5/2022 από δυο άξιους φιλολόγους, το Σταύρο Αράπογλου και την Αμαλία Μπεσμπέα, με την υπέροχη απαγγελία ποιημάτων από τη φιλόλογο Ντιάνα Αργυροπούλου.