Είχε πολλά πράγματα στο μυαλό του ο συγγραφέας όταν άρχισε να γράφει αυτή τη νουβέλα, κρίμα, μεγάλο κρίμα που έφυγε από τη ζωή τόσο νωρίς, προτού προλάβω να τον ρωτήσω. Γράφω στον Ενικό για να τονίσω τον Πληθυντικό. Πολλοί ξέραμε και πολλοί αγαπούσαμε το λαμπρό τέκνο της Μεσσηνιακής γης, την ήρεμη δύναμη της πολύπαθης ελληνικής Κεντροαριστεράς, το διακεκριμένο στέλεχος της Ε.Ε. Πολλές οι ιδιότητες, πολλά και τα επίπεδα της ματιάς του σε ένα τέτοιο ιστορικό συναπάντημα. Θαρρώ πως μπορώ να διακρίνω τη μικρή του αδυναμία. Η αγάπη του για την Καλαμάτα ξεπερνάει την εντοπιότητα, κάνει χρήση της ιστορικής στιγμής και βοηθιέται από την έρευνα για να αποδώσει στο υπερφωτισμένο σήμερα την πόλη ακέραια και γεμάτη γοητευτικές σκιές. Θα υποκύψω κι εγώ στη νοσταλγία μιας Καλαμάτας γεμάτης νεοκλασικά και παράγκες που όριζαν τις τάξεις αφήνοντας ταυτόχρονα μυστικές διόδους επικοινωνίας μεταξύ τους, με τη φωνή του καραγωγέα και το ρολόι της Υπαπαντής για μετρονόμο, την εκμαυλιστική επίδραση του πορτοκαλεώνα και της θάλασσας, όλα αυτά μέσα στην επικράτεια της υγρασίας και το σβιν σβιν του κώνωπος. Θα τα συζητούσαν φαντάζομαι μεταξύ τους ο Τάκης Αναστόπουλος και ο Νίκος Ζερβής - ψυχή και μνήμη της πόλης κι εκείνος - όταν έγραφαν κι οι δυο για το πέρασμα του Ντάρελ από την Καλαμάτα, ο καθένας από τη δική του σκοπιά. Κι αν για τον Νίκο Ζερβή ο Ντάρελ ήταν ένα ιστορικό πρόσωπο, για τον Τάκη Αναστόπουλο ήταν μια μυθιστορηματική περσόνα με στολή παραλλαγής. Κάτι σαν «επιβλέπουσα δύναμη» πάνω από μια πόλη που ενώ έδειχνε ισοβίως παραδομένη στη μεσοπολεμική ραθυμία, στην πραγματικότητα έβραζε από υπόγειες δραστηριότητες των ναζί και των συμμάχων, όπως π.χ. εκείνο το υπόγειο καμπαρέ στο κέντρο της πόλης με τις ουγγαρέζες χορεύτριες, όπου έμπαινες συστημένος για να κόψεις κίνηση ανάμεσα σε γερμανούς πράκτορες και άγγλους κατασκόπους. Δεν ήταν και λίγα αυτά που συνέβαιναν σε μια πόλη του Νότου παραμονές της κήρυξης του πολέμου ως την κατάρρευση του Μετώπου και την πλημμυρίδα των ναζί. Ο Ντάρελ έφτασε εκεί εκτάκτως, αλλάζοντας τελευταία στιγμή τον αρχικό σχεδιασμό που ήταν η προώθησή του στην Κύπρο γιατί στην Καλαμάτα ένα γερμανικό σχολείο, το «Λεκτοράτ», είχε αρχίσει να έχει μεγάλη επιρροή και δυνατότητες προπαγάνδας στους πολλούς μαθητές του. Ο Ντάρελ κλήθηκε να του κόψει τη φόρα ιδρύοντας ένα «αγγλικό σχολείο» στο σημερινό ιστορικό κέντρο, με μόλις δέκα μαθητές όλους κι όλους, σε ένα κτίριο που νομίζω ότι υπάρχει ακόμα αλλά κανείς δεν μπήκε στον κόπο να μας το αναφέρει ποτέ. Εστω... Η πραγματική δουλειά του νεοφερμένου έγινε πάντως αμέσως γνωστή στους έχοντες δικαίωμα στην πληροφόρηση, όπως ας πούμε ο γκρουμ του ξενοδοχείου REX με την ατσαλάκωτη στολή του που στην κατάλληλη στιγμή σφύριξε στον έκπληκτο κύριο Λάρυ ότι είναι κι ελόγου του πράκτορας της Ιντέλιντζενς Σέρβις. Και πράγματι ήταν. Στο μεταξύ, η άρχουσα τάξη της πόλεως οργάνωνε βεγγέρες στα μυθικά σπίτια της οδού Φαρών κι άκουγε κατανυκτικά το ραδιόφωνο του BBC αποκαλώντας περιφρονητικά «Ούννους» τους λίγους αλλά θαυματουργούς γερμανούς δασκάλους που καλλιεργούσαν με αξιοσημείωτη επιτυχία τη γερμανική προπαγάνδα ανάμεσα στη νεολαία.
Οταν κατέρρευσε το Μέτωπο, η τύχη της οικογένειας Ντάρελ (Λάρυ, Νάνσυ και το μωρό Πηνελόπη) ήταν μονόδρομος. Επρεπε να εγκαταλείψουν το σπίτι στην παραλία απ' όπου ο Ντάρελ παρακολουθούσε πιθανότατα την κίνηση των πλοίων, και να φυγαδευτούν νύκτωρ πριν φτάσουν στην πόλη οι Γερμανοί. Οι λιγοστές αποσκευές τους φορτώθηκαν στη μαούνα «Ο Κώστας» που, αν δεν πρόκειται περί συνωνυμίας, τη θυμάμαι ακόμη κι εγώ να νανουρίζεται δεμένη στο λιμάνι χωρίς, ούτε και σ' αυτή την περίπτωση, κανένας να μπει στον κόπο να μου πει ποτέ το παραμικρό. Ευτυχώς που το σπίτι των Ντάρελ στην παραλία απόκτησε τη διακριτική του πλακέτα, λίγο μετά την έκδοση του βιβλίου του Νίκου Ζερβή.
Δεν ξέρω γιατί ξεχνάνε οι πόλεις ή μάλλον γιατί μπαίνει σουρντίνα στις αφηγήσεις τους και γι' αυτό θεωρώ τη συμβολή του Τάκη Αναστόπουλου ιερή, εκείνου και των ανθρώπων που στερέωσαν τη νουβέλα του παρέχοντάς του στοιχεία και φωτογραφίες, όπως τα δραστήρια ΓΑΚ της Μεσσηνίας, ο πρόλογος που έγραψε το άγιο πνεύμα της Αρχαίας Μεσσήνης, ο αρχαιολόγος Πέτρος Θέμελης, καθώς και η υποδειγματική επιμέλεια της Πέπης Αλευρά, η οποία υποστήριξε το όλον με λεπτομερείς πραγματολογικούς αστερίσκους που φώτισαν ολόπλευρα την ιστορία.
*Η κριτική της νουβέλας του αείμνηστου Τάκη Αναστόπουλου, "Στη σκιά του Ταϋγετου" (εκδ. Βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ) δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Τα Νέα"